Στοχασμοί και προβληματισμοί, 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία: Αγώνας και θυσία στη Μακεδονία

12 Απριλίου 2022

«Σαν βροχή έπεσε πάνω μας η επιθυμία της ελευθερίας και κλήρος και προεστοί εκάμαμε την επανάσταση» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)

«Τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος», αναφέρει ο Οδυσσέας Ελύτης1. Πράγματι, κατά το παρόν έτος που εορτάζουμε τα 200 χρόνια από την έναρξη της εθνικής επαναστάσεως εναντίον του οθωμανικού ζυγού η μνήμη των αγωνιστών του ‘21 ζωντανεύει και αφουγκράζεται τον αγώνα τους. Ενθυμούμεθα τον ξεσηκωμό του Γένους, την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, τη δίψα των Ελλήνων για ελευθερία, την ελευθερία από κάθε είδους υποτέλεια, τον αγώνα των προγόνων μας για να είμαστε εμείς ελεύθεροι. Σήμερα η μνήμη μάς ενώνει.

Η Ελληνική Επανάσταση, ως επιστέγασμα της αυγής και αναγέννησης του Νέου Ελληνισμού, αποτελεί ένα από τους πιο ένδοξους και σπουδαίους σταθμούς της ιστορικής μας πορείας. Ο αγώνας των Ελλήνων έγινε κάτω από αντίξοες συνθήκες όταν οποιοσδήποτε άλλος θα θεωρούσε αδιανόητη και παράλογη την ιδέα της νίκης. «Σαν βροχή έπεσε πάνω μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι και ο κλήρος μας και οι προεστοί συμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση», αναφέρει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης2. «Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση», προσθέτει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης3.

Μέσα στο κέντρο της ψυχής των αγωνιστών οικοδομήθηκε το μέλλον της Ελλάδος. Αυτό καταξιώνει τον γνήσιο εαυτό τους, την αληθινή ύπαρξή τους και περιέχει τα υψηλότερα και τα ευγενέστερα φρονήματα. «Μες το άγιο Βήμα της ψυχής τους…… Η δύναμή τους πέλαγος και η θέλησή τους βράχος», απαγγέλει ο Διονύσιος Σολωμός4.

Η εξέγερση του υπόδουλου Ελληνισμού ήταν η άμεση συνέπεια και το αποτέλεσμα της πνευματικής επανάστασης ενάντια στην αμάθεια και στην άγνοια. Η Εκκλησία πρωτοστάτησε στην εθνική αφύπνιση του έθνους μας και αναδείχθηκε και αποδείχθηκε ότι είναι η κιβωτός του Έθνους. Στα χρόνια της σκλαβιάς η Εκκλησία διέσωσε τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το ήθος, τη θρησκεία του Γένους και εμψύχωσε τους αγωνιστές. Αν και σε συνθήκες δουλείας, απετέλεσε τον ενοποιητικό δεσμό των μελών των ελληνικών κοινοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική κοινότητα, η κοινότητα των Ρωμιών διαφοροποιήθηκε από την αντίστοιχη οθωμανική. Αυτό δεν είναι απλώς μια θεωρία αλλά το βλέπουμε στην ιστορική πράξη, στον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε αυτός ο ενοποιητικός δεσμός. Ως παράδειγμα θα αναφέρουμε Έλληνες της Καππαδοκίας, τους επονομαζόμενους Καραμανλήδες, οι οποίοι αν και στερήθηκαν από τον τουρκικό ζυγό το δικαίωμα στην ελληνική γλώσσα όμως εξαιτίας της ορθόδοξης πίστης τους διατήρησαν την ελληνική ταυτότητα, τη ρωμαίικη ταυτότητα. Αντίθετα, εξισλαμισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί απορροφήθηκαν και ομογενοποιήθηκαν μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία και έχασαν την ελληνική τους ταυτότητα. Οι Γενίτσαροι, δηλαδή εξισλαμισμένα ελληνόπουλα, αν και κατάγονταν από Έλληνες γονείς όμως αφομοιώθηκαν από την οθωμανική κοινωνία και αποτελούν το χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από αυτό συνάγεται ότι όχι τόσο η γλώσσα όσο η ορθόδοξη χριστιανική πίστη απετέλεσε το ανάχωμα στον επιχειρούμενο εκτουρκισμό από τους Οθωμανούς.

Οι υπόδουλοι Έλληνες αντιστάθηκαν στην ενσωμάτωση από την οθωμανική κοινωνία και ως εκ τούτου διέσωσαν την εθνική τους αυτοσυνειδησία, ζώντας σε κοινότητες. Κάθε χωριό ή κωμόπολη αποτελούσε μία κοινότητα όπου όλοι οι κάτοικοι της, κληρικοί και λαϊκοί, συναθροίζονταν σε λαϊκή συνέλευση σε κάποιον δημόσιο χώρο (εκκλησία, πλατεία, σχολείο) όπου έπαιρναν αποφάσεις και εξέλεγαν τα πρόσωπα που θα αναλάμβαναν τη διοίκηση της κοινότητας5.

Η Ορθοδοξία αποτελούσε το συνεκτικό κρίκο της ενιαίας πολιτισμικής παράδοσης των μελών της κοινότητας και ως εκ τούτου διαφοροποιούνταν από την αντίστοιχη οθωμανική, επειδή τα όρια των κοινοτήτων ταυτίζονταν με τα όρια των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Εκλεκτά μέλη και φύλακες αυτής της εθνικής αυτοσυνειδησίας των κοινοτήτων υπήρξαν οι Νεομάρτυρες, όπως οι άγιοι Αθανάσιος(+1774)6 και Ιωάννης(+1776) οι Κουλακιώτες7 και αναρίθμητοι άλλοι.

Οι Νεομάρτυρες ήταν φορείς δύο παραδόσεων, της Ορθοδοξίας και της ελληνικής, μέσα στις οποίες έζησαν, εβίωσαν τις πνευματικές αξίες, τις διεκήρυξαν και μαρτύρησαν γι’ αυτές. Με αυτόν τον τρόπο ενέπνευσαν τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, τους εκραταίωσαν στο εθνικό και θρησκευτικό τους φρόνημα και τους ενδυνάμωσαν. Αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν όχι μόνο διότι δεν ήθελαν να αρνηθούν τον Χριστό αλλά και διότι γνώριζαν ότι η άρνηση της ορθόδοξης πίστης ήταν ταυτόχρονα και άρνηση ης εθνικής αυτοσυνειδησίας καθώς μετά την αποστασία θα έπαυαν να είναι μέλη της κοινότητας των Ορθοδόξων, θα «τούρκευαν» όπως λέγει και ο λαός μας, και θα ήταν μέλη πιά της οθωμανικής κοινότητας, κάτι το οποίο ηχούσε στα αυτιά τους και στην καρδιά τους ως απαράδεκτο. Για αυτό το λόγο οι Νεομάρτυρες είναι ταυτόχρονα και Εθνομάρτυρες.

Μετά την άλωση της Βασιλεύουσας το 1453, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως επωμίζεται εθναρχικό ρόλο, αναδεικνύεται σε ζωντανό συνεκτικό πυρήνα εθνικής αυτοσυνειδησίας και καθίσταται η σκέπη του Γένους, ως σύμβολο ενώσεως και κέντρο εθνικής περισυλλογής των τοπικών κοινοτήτων8. Γι’ αυτό και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα σημειώσει: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην»9. Και αυτό διότι ενώ όλα σχεδόν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά επαναστατικά κινήματα, όπως η Γαλλική Επανάσταση (1789) είχαν ως στόχο όχι μόνο την άρχουσα τάξη αλλά και την Εκκλησία, αφού εδώ ο αγώνας συντελείται με την Ιεραρχία πρωτοστατούσα. Λέγει ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης: «Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης»10.

Από την έναρξη της σκλαβιάς στον τουρκικό ζυγό ένα πέπλο αμάθειας άρχισε να εξαπλώνεται στις ψυχές των υποδούλων. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η Εκκλησία συνέβαλε μαθαίνοντας στα ελληνόπουλα τα στοιχειώδη γράμματα διά των λειτουργικών της βιβλίων. Αυτό είναι και το κρυφό Σχολειό. Για πολλούς η ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού θεωρείται μύθος ή θρύλος. Παρουσιάζουν μια εξωραϊσμένη κατάσταση διότι υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε καμία νομική διάταξη από πλευράς Οθωμανών που να απαγορεύει την ίδρυση σχολείων. Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι ελάχιστα ελληνικά σχολεία υπήρχαν και αυτά μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, εμφανίστηκαν προς το τέλος της τουρκοκρατίας, τον 18ο αιώνα, όπως π.χ. η ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και είχαν πρόσβαση σε αυτά μόνον οι οικονομικά εύρωστες τάξεις. Τι γινόταν όμως με τα φτωχά ελληνόπουλα στα απομακρυσμένα χωριά κατά τους πρώτους αιώνες της σκλαβιάς; Την απάντηση μάς δίνει ο Φωτάκος (1798-1878), που ήταν υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν διά την παιδείαν …. εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους»11. Στο θέμα αναφέρεται και ο ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος: «Ο παπάς κάτω από τα ράκη του ράσου του κρατεί το ψαλτήρι και πηγαίνει να μάθει τα παιδιά, που τον περιμένουν, να διαβάζουν. Ομιλεί ακόμη εις τα παιδιά και διά τους μεγάλους ανθρώπους που εδόξασαν άλλοτε αυτόν τον τόπον. Διδάσκει την ολίγην ιστορίαν που γνωρίζει και αυτός. Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συνετήρησε παρά τας διώξεις, παρά την αξιοθρήνητον έλλειψιν παντός μέσου, παρά την φοβεράν πίεσι τόσων αμέσων αναγκών, που θα ήτο φυσικόν να οδηγήσουν προς τον εξισλαμισμόν, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξει»12. Η Εκκλησία και ο Κλήρος λοιπόν συνοδοιπορούσε με το δουλωμένο Γένος στο δρόμο του φωτισμού και της αναγέννησης.

Όλα αυτά συνέβαλαν ώστε από τα μισά του 18ου αιώνα έως την επανάσταση αναπτύχθηκε έντονη πνευματική δραστηριότητα γύρω από θεμελιώδεις ιδέες όπως ελευθερία, δικαιοσύνη και η οποία επεδίωκε την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης που σταδιακά θα οδηγούσε στην εθνική αποκατάσταση13. Ιδρύονται ελληνικά τυπογραφεία και εκδοτικοί οίκοι στη Βενετία, στη Βιέννη, στη Λειψία. Οι έμποροι και οι Φαναριώτες λαμβάνουν ενεργό μέρος στα εκπαιδευτικά πράγματα. Ιδρύονται σχολές όπου διδάσκονται και μεταφράζονται Έλληνες και δυτικοί συγγραφείς. Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος (1757-1798) επιδιώκει μέσα από το μεταφραστικό και το πρωτότυπο συγγραφικό έργο του να προετοιμάσει τους Έλληνες για τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους. Κληρικοί λόγιοι αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού όπως ο επίσκοπος Κερνίκης ή Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714), ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο μετέπειτα επίσκοπος Χερσώνος (1716-1806) του οποίου μαθητής υπήρξε ο λόγιος ιεράρχης Θεόφιλος Επίσκοπος Καμπανίας (1715-1793), ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αστραχανίου (1731-1800), ο επίσκοπος Δέρκων Σαμουήλ Χαντζερής, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης (1749-1809), ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721- 1813) του οποίου μαθητής υπήρξε ο νεομάρτυρας Αθανάσιος ο Κουλακιώτης. Και ανάμεσα σε όλους ξεχωρίζει η προσωπικότητα του εθνομάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού (1714-24 Αυγούστου 1779), που με τις μεγάλες του περιοδείες σε πολλές περιοχές της σκλαβωμένης πατρίδας προσπάθησε να φέρει την αγάπη και τη συνοχή στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σκοπός του κηρύγματός του ο φωτισμός του Γένους και το μέσο για την πραγματοποίηση η ίδρυση σχολείων ώστε στον απολογισμό του έργου του το 1779 να αναφέρει: «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα»14.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία που προαναφέραμε ενέπνευσαν, φούντωσαν τη σπίθα της ελευθερίας και οδήγησαν στον ξεσηκωμό του Γένους όταν στις 25 Μαρτίου 1821, ημέρα όπου εορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τον ευαγγελισμό της ελευθερίας του ανθρωπίνου γένους από την σκλαβιά της αμαρτίας υψώθηκε το λάβαρο της επανάστασης στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.

Σήμερα, ενώπιον μας παρελαύνουν όλες αυτές οι ηρωικές μορφές οπλαρχηγών όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η Μπουμπουλίνα, οι μάρτυρες κληρικοί όπως ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο Κύριλλος ΣΤ΄, ο Σαλώνων Ησαϊας, ο Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος, και άλλοι αναρίθμητοι επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές, ο απλός λαός, που έδωσαν τα πάντα για να είναι η πατρίδα μας ελεύθερη.

Τόσο η Βόρεια Ελλάδα όσο και η Νότια Ελλάδα διεκδικεί μεγάλο μερίδιο στη θυσία και τον ηρωισμό. Στη Μακεδονία, ήδη από το 1617 εμφανίζονται στο Βέρμιο, στα Πιέρια και στο Πάικο επαναστατικές ομάδες με σκοπό την απελευθέρωση της. Τότε, μέσα από τα φλογερά κηρύγματα των Ιεραρχών και του λοιπού Ιερού Κλήρου, άρχισε να ξεπηδά η ελπίδα της απελευθέρωσης της πατρίδος, η οποία όμως δεν ευοδώνονταν εξαιτίας των οργανωμένων επιθέσεων των Οθωμανών. Όμως η κήρυξη της επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821 στη Νότια Ελλάδα δεν άφησε αδιάφορη την περιοχή μας ώστε ο πρόξενος Σαρνό στις 30 Μαρτίου 1822 από τη Θεσσαλονίκη αναφέρει στον πρέσβη Stragford που είχε έδρα στην Κωνσταντινούπολη τα εξής: «Ολόκληρη η ακτή από τη Λεπτοκαρυά ως την πεδιάδα του Λιμπάνοβου, στην άλλη μεριά του Αλιάκμονα, είναι σε κατάσταση επανάστασης»15.

Για να αποτρέψει την εξέγερση ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Αμπντούλ Εμπού Λουμπούτ πασάς κράτησε ως ομήρους μέλη από τις σημαντικότερες οικογένειες των πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας. Ωστόσο όμως, οι οπλαρχηγοί Αναστάσιος Καρατάσος και Αγγελής Γάτσος καθώς και ο ισχυρότατος πρόκριτος της Νάουσας Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης αρνήθηκαν, (προβάλλοντας διάφορες προφάσεις), να προσέλθουν σε συνάντηση με τον πασά υποπτευόμενοι για τα σχέδιά του. Έχοντας εκτεθεί με αυτήν τους την πράξη, μετά από συσκέψεις στη Μονή Παναγίας Δοβρά, αποφάσισαν να κηρύξουν την επανάσταση16. Η πανηγυρική κήρυξη της επανάστασης έλαβε χώρα την Κυριακή της Ορθοδοξίας στις 19 Φεβρουαρίου 1822 (και όχι στις 22 Φεβρουαρίου που την τοποθετεί λόγω λανθασμένου υπολογισμού ο Ν. Φιλιππίδης) στον μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου με δοξολογία και ορκωμοσία αγωνιστών17. Ταυτόχρονα 1.800 επαναστάτες προχώρησαν σε επίθεση εναντίον της Βέροιας. Η επιχείρηση όμως, παρά την αρχική επιτυχία της, εγκαταλείφθηκε, λόγω της έγκαιρης προσέλευσης πολυάριθμου τουρκικού στρατού. Πρέπει να σημειωθεί ότι επέτυχαν μία πρόσκαιρη επιτυχία, στις 12 Μαρτίου, στην Ιερά Μονή της Παναγίας Δοβρά, όπου 200 Έλληνες απέκρουσαν 4.000 Τούρκους του Μεχμέτ Αγά, με τη βοήθεια και των ανδρών του Γάτσου και του Ζαφειράκη18. Στη συνέχεια όμως οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι, ενώ οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν στη Νάουσα.

Απέναντι σε αυτές τις επαναστατικές κινήσεις ο Λουμπούτ πασάς δεν έμεινε άπραγος και ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγία της επίθεσης εναντίον της Νάουσας, επικεφαλής 20.000 ανδρών. Την πόλη υπεράσπιζαν 4.000 με 5.000 επαναστάτες19. Στις 26 Μαρτίου, ο πασάς ζήτησε από τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα για να τύχουν συγγνώμης, προειδοποιώντας τους ότι σε αντίθετη περίπτωση θα έχουν πολύ δυσάρεστο τέλος. Οι επαναστάτες όμως δεν υπάκουσαν και συνέχισαν τον ένδοξο και ηρωικό τους αγώνα.

Ιδιαίτερο ρόλο, άγνωστο για πολλούς, στην ιστορία της εξέγερσης έπαιξε και η πόλη της Χαλάστρας. Η Χαλάστρα (Κουλακιά) με την επίκαιρη θέση της στον Αξιό ποταμό, κοντά στη Θεσσαλονίκη, ήταν ενήμερη και ασφαλώς είχε θέση στο σχεδιασμό του ξεσηκωμού της Μακεδονίας. Οι θαρραλέοι κάτοικοι της Χαλάστρας έπρεπε να φέρουν σε πέρας μια επικίνδυνη αποστολή: ανέλαβαν να φέρουν από το Κλειδί Ημαθίας, από την οικογένεια Αξιώτη, η οποία έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διάδοση του αγώνα και στη διακίνηση των όπλων, για τις ανάγκες εξοπλισμού των ηρωικών αγωνιστών, 300 σπαθιά στη Νάουσα και 180 στην Χαλάστρα. Επικεφαλής της αποστολής αυτής θα ήταν ο παπά – Θωμάς Παπατράγκας και ο παπά – Ιωάννης Παπαγιάννης. Μαζί τους οι δύο γέροντες Τσέλιος (Στέργιος) Περπερής και Λήδας Περπερής. Τα σπαθιά θα μεταφέρονταν στην Εκκλησία του αγίου Αθανασίου, που τότε ευρίσκετο εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η αίθουσα τελετών του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου. Τα σπαθιά θα κρύβονταν στο υπόγειο της Εκκλησίας.

Ο ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού κ. Αθανάσιος Καραθανάσης, ανέσυρε από τα γαλλικά αρχεία τη μαρτυρία του Γάλλου διπλωμάτη Bottu, με πολλές πληροφορίες για τα όσα συνέβησαν στη Μακεδονία το 1822. Σχετικά με την Κουλακιά ο Bottu, αν και φιλότουρκος σύμφωνα με τον κ. καθηγητή, γράφει: «Μ. Παρασκευή του 1822 (31 Μαρτίου). Τούρκοι ιππείς εισέβαλαν στην εκκλησία την ώρα του Επιταφίου, θανάτωσαν πάνω από πενήντα παιδιά και έπνιξαν τον ιερέα στην Αγία Τράπεζα». Αυτό το αιματηρό γεγονός συνέβη λοιπόν λίγες μέρες πριν τη σφαγή στη Νάουσα20.

Το στοιχείο που δίνει ακόμη μεγαλύτερο ηρωισμό σε αυτή την επαναστατική πράξη ήταν ότι το έργο της μεταφοράς των σπαθιών θα εκτελούνταν από παιδιά της Κουλακιάς. Η διαταγή για το κουβάλημα των σπαθιών δόθηκε να γίνει την Μ. Παρασκευή, κατά πάσα πιθανότητα κατά το μεσημέρι προς το απόγευμα. Αυτό το αποφάσισαν οι Έλληνες ίσως διότι οι Τούρκοι την Μ. Εβδομάδα τους άφηναν σε ησυχία για να επιτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Τοποθέτησαν, μάλιστα, δύο ξαδελφούλες, την 15χρονη Μαρίκα Ροϊδη και την Τασούλα Περπερή 18 χρονών να φυλάγουν έξω από το προαύλιο της Εκκλησίας, σε περίπτωση που παρουσιαστεί κάποιος Τούρκος ώστε να ειδοποιήσουν τους Έλληνες. Επειδή ήταν μεγάλη ημέρα για τους Χριστιανούς δεν περίμεναν τους Τούρκους. Και εδώ δυστυχώς γίνεται η προδοσία από Έλληνες καθώς ειδοποιήθηκαν οι Τούρκοι οι οποίοι γρήγορα κατέφθασαν από την πίσω πλευρά στην οποία υπήρχαν σκουριασμένα αγκαθωτά σύρματα, σημείο που οι Κουλακιώτες δεν υποπτεύθηκαν. Όρμησαν στο εσωτερικό του Ναού και κατέσφαξαν πάνω από 50 παιδιά μαζί με τους δύο Ιερείς, ποτίζοντας με το μαρτυρικό τους αίμα τον Ιερό Ναό. Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης. Δύο κορίτσια γλύτωσαν και ανέφεραν αργότερα το πόσο γρήγορα ήρθαν οι Τούρκοι ώστε δεν πρόλαβαν να ειδοποιήσουν κανέναν για να κλείσουν την καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο. Ο Λήδας διασώθηκε, επειδή κρύφτηκε πίσω από ένα κασόνι που υπήρχε μέσα στήν Εκκλησία, και αυτός ήταν που διηγήθηκε στους συγχωριανούς τα όσα τραγικά συνέβησαν. Η οικογένεια Αξιώτη στο Κλειδί τιμωρήθηκε με θάνατο από τον πασά για την συμμετοχή της στη επανάσταση. Αυτή η σφαγή αθώων παιδιών στη Χαλάστρα ήταν ο προάγγελος των ειδεχθών εγκλημάτων που θα διαπράττονταν τις επόμενες μέρες στη μαρτυρική Νάουσα από τους Οθωμανούς.

Τα όσα μετέπειτα διαδραματίστηκαν στη Νάουσα αποτελούν μια από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι Τούρκοι, φθάνοντας στην περιοχή της Νάουσας, πραγματοποίησαν πολλές εφόδους εναντίον των καίριων θέσεων που κρατούσαν οι Έλληνες έχοντας πολλές και μεγάλες απώλειες. Εξαιτίας όμως της υπεροπλίας που διέθεταν και μετά από σφοδρό κανονιοβολισμό των ελληνικών θέσεων, προκάλεσαν ρήγμα στη θέση Αλώνια και κατάφεραν να μπουν στην πόλη από την πύλη του Αγίου Γεωργίου. Ακολούθησε ηρωική αντίσταση των κατοίκων με σκληρές οδομαχίες αλλά η πόλη καταλήφθηκε.

Όσον αφορά τη χρονολόγηση αυτών των γεγονότων ο ιστορικός Γεώργιος Χιονίδης έχει επισημάνει και δημοσιεύσει ορισμένες ενθυμήσεις, δηλαδή χειρόγραφες σημειώσεις σε λειτουργικά βιβλία από αυτούς που βίωσαν την καταστροφή και μας πληροφορούν για το πότε συνέβησαν τα γεγονότα. Η πρώτη ενθύμηση γράφτηκε σε αντίτυπο τής ακολουθίας τού οσίου Αντωνίου τού Νέου, στην εκκλησία του αγίου Αντωνίου της Βέροιας από κάποιον Μιχαλούση, κάτοικο της Βέροιας. Αναφέρει λοιπόν ότι στις 10 Απριλίου 1822 «χαλάστηκεν η Νηάωστα κ(αι) τα μαναστήρηα». Επίσης σε σελίδα ενός Ευχολόγιου πιθανόν του 16ου αι., το οποίο σώζεται στη συλλογή της εκκλησίας τού αγίου Γεωργίου Κολινδρού, υπάρχει η ενθύμηση η οποία αναφέρει επακριβώς ότι την Μεγάλη Πέμπτη, στις 21 Μαρτίου 1822, (πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συγγραφέας τοποθετεί εσφαλμένα την Μεγάλη Πέμπτη στις 21 Μαρτίου αντί στις 30 Μαρτίου που ήταν εκείνο το έτος) οι Τούρκοι «ἔκαυσαν τό Ιερόν μοναστήριον τοῦ Τιμίου προδρόμου τῆς σκήτεως Βερροί(ας), και τα λοιπά όλα τά μοναστήρια. μετά ταῦτα ἔκαυσαν καί την νάουσαν. ἐφονεύθησαν πολύ ἄνθρωποι καί ἐχμαλωτήσθησαν. ἐχάλασαν και ἀπό την Βέρροιαν πολούς ὅσον ἀπό ἔξοδα τόσον και ἀπό σφαγήν. ἔγινε μεγάλος θρήνος και διογμός εἰς τούς χριστιανούς ἀπό τούς ὁθομανούς»21. Η συλλογική μνήμη διέσωσε ότι η καταστροφή έγινε τις ημέρες γύρω από την Κυριακή του Θωμά και γι’ αυτό το λόγο τιμάται η μνήμη των θυμάτων αυτήν την ημέρα.

Με την κατάληψη της πόλης από του Τούρκους εκτυλίχθηκαν σκηνές ωμής βιαιότητας και συντελέστηκαν ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα από τους εισβολείς. Επί πέντε περίπου ημέρες η πόλη έγινε πεδίο σφαγών και λεηλασιών από τους Τούρκους. Μαζί με τη Νάουσα περίπου 120 χωριά πυρπολήθηκαν. Πέντε Ιερείς της πόλης σφαγιάστηκαν την Πέμπτη της Διακαινησίμου την ώρα που ιερουργούσαν στον Ιερό Ναό του αγίου Γεωργίου και μαζί τους πλήθος πιστών οι οποίοι συμμετείχαν στην Θεία Λειτουργία. Δεκατρείς νέες γυναίκες προτίμησαν να πέσουν στον καταρράκτη της γέφυρας της Αραπίτσας μαζί με τα παιδιά τους για να μην ατιμαστούν από τους Τούρκους. Προτίμησαν την παγωμένη αγκαλιά του ποταμού από την ατιμωτική αγκαλιά των εχθρών τους. Περίπου 2.000 άνδρες, γυναίκες και νέοι θανατώθηκαν από τους Οθωμανούς είτε δια του αποκεφαλισμού στην περιοχή Κιόσκι της πόλης22, είτε με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο στη Θεσσαλονίκη διότι αρνήθηκαν να εξισλαμιστούν μένοντας ακλόνητοι στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους23. Ηρωίδες ναουσαίες γυναίκες οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη όπου βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν με βάναυσο και ατιμωτικό τρόπο και ανάμεσά τους οι σύζυγοι των πρωτεργατών της εξέγερσης, του Ζαφειράκη και του Καρατάσου.

Οι μαρτυρίες για αυτές τις σφαγές δεν προέρχονται μόνο από Έλληνες αλλά κυρίως από ξένους διπλωμάτες, ιστορικούς και περιηγητές όπως αναλυτικά τις παραθέτει ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, στο άρθρο του με τίτλο «Ο χαλασμός της Νάουσας, 1822. Μαρτυρίες, απόψεις, γνώμες ξένων ανταποκριτών και περιηγητών της εποχής», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παύλειος Λόγος» της Ιεράς Μητροπόλεως (τ.86,Ιούλιος-Αύγουστος 2010, σελ.17-19).

Το γεγονός αυτό δίνει στις μαρτυρίες αυτές αντικειμενικότητα και αξιοπιστία η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν διότι αυτοί οι ξένοι ήταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες των γεγονότων και δεν είχαν κανένα συμφέρον να παραποιήσουν τα γεγονότα. Γι’ αυτό αποτελούν και τους αντικειμενικούς μάρτυρες των όσων βιαίως διεπράχθησαν σε βάρος του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού. Άλλωστε, τη μανία των Τούρκων εναντίον των αμάχων πιστοποιεί και έγγραφο του ίδιου του αδίστακτου Λουμπούτ πασά προς τον ιεροδίκη της Βέροιας στο οποίο αναφέρει πως όλοι οι αιχμάλωτοι άντρες είτε σφαγιάσθηκαν είτε απαγχονίστηκαν και οι γυναίκες και τα παιδιά τους πωλήθηκαν ως δούλοι. Η έπαρση όμως και η χαρά του πασά ήταν πρόσκαιρη διότι μετά από αυτά τα γεγονότα έδειξε ανυπακοή προς το σουλτάνο, έπεσε σύντομα σε δυσμένεια, φυλακίστηκε στο Διδυμότειχο και εκτελέστηκε και αυτός δια αποκεφαλισμού στην κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου, όπως ο ίδιος εκτέλεσε τους ήρωες της Νάουσας24. Υπάρχει όμως μια ριζική διαφορά: ενώ ο πασάς εκλιπαρούσε τους δημίους του να του χαρίσουν τη ζωή επιχειρώντας να τους δωροδοκήσει, αντίθετα οι Ναουσαίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με υψηλό και γενναίο φρόνημα, με τόλμη και θάρρος, ως ένδοξοι απόγονοι γενναίων ηρώων, υπέμειναν το μαρτύριο.

 

Άγνωστος παραμένει ο ακριβής αριθμός των θυμάτων και των αιχμαλώτων. Υπολογίζεται ότι έως και 10.000 ήταν το σύνολο των φονευθέντων και των πωληθέντων στα σκλαβοπάζαρα25. Λόγω του ολοκαυτώματος της Νάουσας, όπως έγινε γνωστή η αιματηρή κατάπνιξη της επανάστασης τον Απρίλιο του 1822, το Ελληνικό κράτος με βασιλικό διάταγμα απέδωσε στην πόλη τον τίτλο της «ηρωϊκής πόλης»26.

Μετά την καταστροφή της Νάουσας, η επανάσταση στη Μακεδονία ουσιαστικά έσβησε. Ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις καταστράφηκαν από τους Τούρκους, ενώ με σουλτανικό φιρμάνι αποδόθηκαν στο οθωμανικό δημόσιο όλες οι αγροτικές ιδιοκτησίες. Όμως η θυσία δεν πήγε χαμένη, βοήθησε τα μέγιστα στην επανάσταση στη Νότια Ελλάδα, διότι όπως εύστοχα επισημαίνει ο ακαδημαϊκός Αντώνιος Κεραμόπουλλος: «οι αγωνισταί των βορείων χωρών από του Προύθου μέχρι του Σουλίου και του Πηλίου υπήρξαν στρατιώται του έθνους, υπήρξαν ασπίς αυτού. Έλαβον την μυστικήν εντολήν του να απασχολήσωσι τον εχθρόν, μέχρις ότου το κύριον σώμα οργανωθεί και ασκηθεί, και έπραξαν το καθήκον των. Ηγωνίσθησαν μέχρι τελευταίας αναπνοής και έπεσαν ηρωικώς. Έπαθον ό,τι πάσχουσιν οι πρωτοπόροι ή οι ουραγοί των στρατών. Μόνον ότε αυτοί έπεσαν, μόνο τότε ήλθον οι στελλόμενοι στρατοί του σουλτάνου ακωλύτως εις την Πελοπόννησον»27.

Σήμερα, 200 χρόνια από την ευλογημένη μέρα της εθνικής παλιγγενεσίας, καυχόμαστε ότι είμαστε απόγονοι ηρώων ενδόξων και γενναίων. Τους τιμούμε. Όμως η πραγματική τιμή δεν αποδίδεται μόνο με ωραίους λόγους και τυμπανοκρουσίες αλλά κυρίως με το να ακολουθήσουμε πιστά το παράδειγμά τους, ενστερνιζόμενοι τις αξίες για τις οποίες πολέμησαν.

Τιμή στους ήρωες είναι να μην εφησυχάζουμε στις δάφνες του παρελθόντος, στα ένδοξα κατορθώματα των προγόνων μας , αλλά να μιμούμαστε το ήθος τους και να μεταδίδουμε στα παιδιά μας τις αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν, για την πίστη του Χριστού την αγία και της πατρίδος την ελευθερία.

Τιμή στους ήρωες δεν είναι να υποδουλωνόμαστε σε ξένα ιδεολογήματα αλλά ν’ ακολουθούμε πιστά την παράδοσή μας για τη διάσωση της οποίας οι πρόγονοί μας αγωνίστηκαν, επειδή δυστυχώς ο νεοέλληνας αλλοτριώνεται όλο και πιο πολύ από την παράδοσή του.

Είναι προνόμιο και τιμή να εορτάζουμε τα ένδοξα ιστορικά γεγονότα, σήμερα εδώ στη Μακεδονία, στον τόπο που συνέβησαν Μαρτυρικά γεγονότα της επανάστασης, στον τόπο που ποτίστηκε από το ιερό αίμα των αγωνιστών της ελευθερίας που αφουγκράστηκε τον πόνο και τη χαρά του αγώνα τους.

Αποτελεί προνόμιο και παράλληλα δημιουργεί χρέος και ευθύνη να συνεχίσουμε τον αγώνα των ηρώων του ’21 για τη διαφύλαξη της ελευθερίας, της παράδοσής μας, της γλώσσας μας, για τη διαφύλαξη αυτών που οι ίδιοι με τον αγώνα τους κατέκτησαν, για να γίνει αυτός ο τόπος καλύτερος.

Όμως για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει σύμφωνα με τους λόγους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη να έχουμε «ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοιαν, την θρησκείαν και την φρόνιμον ελευθερίαν»28.

Παραπομπές:
1 Από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, «Το Άξιον Εστί».
2 Από τον λόγο που εκφώνησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης(1770-1843) προς τους νέους στην Πνύκα στις 8 Οκτωβρίου 1838.
3 Από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, «Το Άξιον Εστί».
4 Από το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
5Ν.Δημητριάδη, Η Δημοκρατία στα δύσκολα χρόνια. Οι ελληνικές κοινότητες στην Τουρκοκρατία, εκδ Πήλιον Όρος 2015,σελ.3.
6Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον μαρτυρολόγιον, Αθήνα 1961, σελ. 197
7Περισσότερα για το βίο και τη μαρτυρική τελευτή των αγίων Αθανασίου και Ιωάννου των Κουλακιωτών βλ.Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Μιμητές του πάθους του Θεού, Θεσσαλονίκη 1998,σελ.29-34.
8 Αναλυτικά για το θέμα βλ.:Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι χαλεποί καιροί της Τουρκοκρατίας, http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/category_lib/Afieromata/Eikosiena/text1821/% pdf
9Απομνημονεύματα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Άπαντα Τσερτσέτη,τ.Γ΄,σελ.149-150.
10Από το ποίημα του Γ. Σεφέρη, «Νεόφυτος ο Έγκλειστος μιλά»
11Βλ.Φ. Χρυσανθόπουλου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τύποις και βιβλιοπολείω Π.Δ Σακελλάριου,1858
12Βλ., Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 1, Αθήναι 1976, σελ. 21.
13 Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές, Γ΄ Λυκείου (ΟΕΔΒ, 1991)σελ.45.
14 Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές, ο.π.,σελ.52.
15 Αθ. Καραβέργου, Τούρκικα έγγραφα – από τα Ιστορικά αρχεία Μακεδονίας αναφερόμενα στο Νομό Πιερίας, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 83.
16Ν. Φιλιππίδη, Η επανάστασις και η καταστροφή της Ναούσης (Ιστορική πραγματεία, αναγνωσθείσα εν τω φιλολογικώ συλλόγω «Παρνασσός», τη 27η Απριλίου 1879), Αθήναι 1881,σελ.39εξ.
17Ν. Φιλιππίδη, Ο ιερός του 1821 ελληνικός αγών:Η επανάστασις και καταστροφή της Ναούσης, Αθήνησι 1881, σελ. 44: «Τούτων γενομένων την πρωίαν της 22 Φεβρ. του 1822 έτους οι αρχηγοί μεθ’ απάντων των στρατιωτών και του πλήθους διηυθύνθησαν εις τον … Μητροπολιτικόν ναόν του αγ. Δημητρίου, ένθα πάντες … ηκροάσθησαν της θείας λειτουργίας και εκοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων, μετά δε ταύτα εγένετο και μεγάλη υπέρ του αρξαμένου έργου και της επιτυχίας των όπλων δοξολογία. Ο Πρωτοσύγκελος του αγίου Βερροίας Γρηγόριος … εξήψε μεγάλως το φρόνημα των επαναστατών … Μετά το τέλος της δοξολογίας εγένετο δι’ εκκλησιαστικής ιεροπραξίας η ορκωμοσία (τα ορκωμόσια), μεθ’ ήν άπαντες οι πολίται εν παρατάξει ανήλθον εις τον Πύργον του Ζαφειράκη άδοντες τον εξής όρκον του Φερραίου … Εν τω μέσω δε της βαθυτάτης ταύτης συγκινήσεως … ανυψώθη επί τε του πύργου … και επί των επτά πυλών της πόλεως, αυθωρεί η ελληνική σημαία φέρουσα τον αναγεννώμενον φοίνικα».
18 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών 1975,σελ. 234.
19 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σελ. 235.
20 Μ. Βαλσαμίδη, Η ιστορική έρευνα-τα γεγονότα-η σημασία του τόπου στον οποίον διαδραματίστηκαν, στο https://www.laosnews.gr/article/44165
21Γ. Χιονίδη, Νέα στοιχεία για τη χρονολόγηση του “Χαλασμού” της Νάουσας και των μοναστηριών στα 1822, Ιανουάριος 1981, Μακεδονικά 21 (1)155,https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/view/5992
22 Αντ. Κολτσίδα, Η επανάσταση και η καταστροφή της Νάουσας κατά το 1822, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, Θεσσαλονίκη 2010,σελ.117εξ.
23 Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.κ. Παντελεήμονος, «O χαλασμός της Νάουσας, 1822. Μαρτυρίες, απόψεις, γνώμες ξένων ανταποκριτών και περιηγητών της εποχής», στο περιοδικό της Ι.Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας “Παύλειος Λόγος” (τ.86.Ιούλιος Αύγουστος 2010), σελ.17.
24Δ.Μανάκα, «Συλλογή αφηγήσεων, θρύλων, παραδόσεων και ιστορικών γεγονότων Διδυμοτείχου», Θρακικά, τ.37, Αθήνα 1963,σελ.45-46.
25Α. Κεραμόπουλλου, Οι βόρειοι Έλληνες κατά το Εικοσιένα, Ανάτυπον εκ των πρακτικών της Ακαδημίας Αθηνών,13,ΙΓ’, 1938, σελ.17.
26 Βασιλικό Διάταγμα της 17/8./1955 ΦΕΚ 240/Α/3-9-1955.
27Βλ. Οι βόρειοι Έλληνες κατά το Εικοσιένα, ο.π., σελ. 22.
28 Από τον λόγο που εκφώνησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843) προς τους νέους στην Πνύκα στις 8 Οκτωβρίου 1838.