Άνθρωποι γενώμεθα

17 Μαΐου 2022

Αλήθεια, πόσο θλίψη, οδύνη και σπαραγμό να έκρυβε μέσα της η καρδιά του παραλύτου της Βηθεσδά, ο οποίος επί 38 ολόκληρα έτη παρέμενε καθηλωμένος και ανήμπορος στο κρεβάτι του πόνου! Αλλά και πόση ελπίδα και υπομονή, τονίζουν οι Πατέρες, ώστε να αναμένη καρτερικά την επομένη φορά, άγνωστο πότε, που θα κατέβαινε και πάλι ο Άγγελος να αγιάση το ύδωρ, για να εισέλθη στην κολυμβήθρα και να βρη την θεραπεία του!

Σκεφθήτε μάλιστα την απογοήτευσή του, όταν διαπίστωνε ότι οι άλλοι είχαν έναν άνθρωπο να τους βοηθήση, ενώ εκείνος στεκόταν μόνος και παρατημένος! Η μοναξιά και η εγκατάλειψη του παραλύτου ήταν σίγουρα πιο σκληρά και από την χρόνια και ανίατη ασθένειά του!

Κι όμως δεν έπαψε να ελπίζη και να περιμένη τον άνθρωπο. Αλλά και Εκείνος δεν τον λησμόνησε. Εκείνος που αφουγκραζόταν τον πόνο της κάθε πονεμένης ψυχής και την σπλαγχνιζόταν, Εκείνος που θεράπευε «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν», κάθε σωματική και ψυχική ασθένεια, «γνούς ότι ο παράλυτος πολύν ήδη χρόνον είχε», πρόφθασε και ήρθε την κατάλληλη στιγμή, πριν να σβήση εντελώς η ελπίδα του.

Ανάμεσα στο πλήθος τόσων ασθενών σε κείνον έσπευσε ο Κύριος, στον ταλαίπωρο παράλυτο, διότι ήξερε ότι εκείνος περίμενε και αποζητούσε «άνθρωπον». Εξ άλλου, όταν ο Κύριος -λες και δεν γνώριζε την απάντηση, ως παντογνώστης- τον ρώτησε εάν ήθελε «υγιής γενέσθαι», ο παράλυτος δεν του απήντησε ευθέως αλλά του εξέφρασε το παράπονό του: «άνθρωπον ουκ έχω…», για να λάβη την απάντηση από τον εύσπλαγχνο Κύριο: «Διά σε άνθρωπος γέγονα, διά σε σάρκα περιβέβλημαι, και λέγεις άνθρωπον ουκ έχω;» (Δοξαστικό των Στίχων, εις την Λιτήν).

Όχι, δεν μαλώνει ο Κύριος τον παράλυτο. Του υπενθυμίζει απλώς ότι για χάρη δική του, όπως και για τον κάθε ασθενή και πονεμένο, για τον κάθε κουρασμένο και απογοητευμένο, Εκείνος έγινε άνθρωπος, για να μπορέση ο άνθρωπος να γίνη και πάλι άνω στημένος, αναστημένος και ζωοποιημένος, αληθινός δηλαδή άνθρωπος.

Επομένως, εάν ο παράλυτος, ο πλέον πονεμένος και καταπονημένος, ψυχικά και σωματικά, ασθενής, εκείνος που τα χαλαρωμένα, βαριά ή και ατροφικά του μέλη δεν του επέτρεπαν να κινηθή καν, βρήκε τον άνθρωπο που αναζητούσε, για να τον κινητοποιήση και έτσι να τον θεραπεύση, ποιος μπορεί πλέον να πη ότι δεν έχει άνθρωπο; Ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεός Λόγος, έγινε για μας άνθρωπος, και μάλιστα «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», για να αναστήση τον πεπτωκότα άνθρωπο, να τον ανορθώση οριστικά και να τον εγκαταστήση και πάλι στον Παράδεισο της Βασιλείας Του, όπου ήταν η αρχική του θέση!

«Διά σε άνθρωπος γέγονα και λέγεις άνθρωπον ουκ έχω;» Διαχρονικός ακούγεται ο λόγος του Χριστού. Δεν απευθύνεται μόνον στον παράλυτο της Βηθεσδά αλλά και στον καθ’ έναν από εμάς, τους σημερινούς «παραλύτους», για να μας ανακινήση, όπως ο Άγγελος το ύδωρ της κολυμβήθρας, για να μας ταρακουνήση καλύτερα, ώστε να πάψωμε πλέον να περιμένωμε μοιρολατρικά τον κάθε άνθρωπο, από την στιγμή που υπάρχει δίπλα μας ο Θεάνθρωπος Χριστός και περιμένη ευγενικά να του ζητήσουμε την βοήθειά Του.

Ο Σωτήρας Κύριός μας ως προς αυτό διαφέρει από τους άλλους, τους αυτόκλητους και πολλά υποσχόμενους σωτήρες, στο ότι προσφέρεται να μας σώση αλλά όχι χωρίς την δική μας συγκατάθεση. Δεν εκβιάζει το θέλημά μας. Περιμένει υπομονετικά να τον καλέσωμε εμείς, διότι ως ψυχογνώστης που είναι γνωρίζει ότι χρειαζόμαστε βοήθεια. Σε μας μάλιστα που ζητάμε την σωματική μας θεραπεία μας προσφέρει, ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ως δώρο, όπως και στον παράλυτο, και την ψυχική ίαση, διότι χωρίς αυτήν το σώμα γρήγορα και πάλι θα ασθενήση.

Στην ουσία δεν περιμένει ο παράλυτος 38 ολόκληρα χρόνια, για να θεραπευτή, αλλά ο Χριστός περιμένει διακριτικά τον παράλυτο όλα αυτά τα χρόνια, για να συνειδητοποιήση ότι δεν χρειάζεται έναν απλό άνθρωπο, για να τον οδηγήση στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, αλλά χρειάζεται τον άνθρωπο Χριστό, τον Θεάνθρωπο, για να τον οδηγήση στην μεγαλύτερη κολυμβήθρα, στην Εκκλησία Του, ώστε να βρη όχι πλέον την προσωρινή σωματική θεραπεία αλλά την μόνιμη ψυχική θεραπεία, την σωτηρία.

Εμείς, οι σημερινοί παραλυμένοι, παραδομένοι και παρατημένοι, θέλομε, αλήθεια, να βρούμε την υγειά μας, δηλαδή την σωτηρία μας; Εάν ναί, δεν χρειάζεται να περιμένωμε και μείς μια ολόκληρη ζωή, όπως ο παράλυτος, στις κολυμβήθρες που προσφέρουν σωματική μόνον ίαση και να παραμένωμε αδρανείς, αναμένοντες ανθρώπους να μας σώσουν, από την στιγμή που «ο Άνθρωπος» μπορεί και θέλει να μας σώση.

Ας ακολουθήσωμε μάλιστα το παράδειγμα Του και ας γινώμαστε και μείς άνθρωποι για τους πιο αδύναμους συνανθρώπους μας, ώστε να μην χρειαστή να πούν και κείνοι, όπως ο παράλυτος στην προβατική κολυμβήθρα, «άνθρωπον ουκ έχω».

Παραλλήλως βεβαίως με την ανθρωποποίησή μας να μην ξεχνάμε ότι ο Σωτήρας μας Χριστός, έστω και εάν εμείς, λόγω της πολλαπλής μας παραλυσίας, δεν τον βλέπωμε, έστω και εάν δεν αντικρύζωμε άλλον άνθρωπο τριγύρω μας, Εκείνος πάντως είναι «πανταχού παρών» και έτοιμος να «πληρώση» την κάθε μας ανάγκη. Εάν τον αναζητήσωμε με πίστη, Εκείνος προστρέχει σε βοήθειά μας.

Εάν ο Άγγελος του Θεού προσέφερε την ίαση σε έναν μόνον ασθενή, κάθε φορά που κατέβαινε και ετάραζε το ύδωρ, ο Χριστός μας, που κατέβηκε στην γη και έγινε άνθρωπος για την δική μας σωτηρία, έχει την δύναμη να θεραπεύση όλους τους ανθρώπους διά του αναγεννητικού ύδατος του Βαπτίσματος, λέει ο Χρυσόστομος, αρκεί βεβαίως να το επιθυμούν και οι ίδιοι.

Έχουμε Χριστό Σωτήρα και μόνιμο θεραπευτή και εμείς συνεχίζωμε να ψάχνωμε για προσωρινούς ιατρούς; Μας προσφέρεται το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο δώρο, η σωτηρία μας, και το παραβλέπωμε, επιζητούντες το μικρότερο και αβεβαιότερο, την προσωρινή μας θεραπεία; Ασφαλώς καλή είναι και αυτή, και είμαστε ευγνώμονες που υπάρχει, αλλά γιατί δεν αισθανόμαστε περισσότερο ευγνώμονες για την μονιμώτερη και μάλιστα «χαριστική» θεραπεία, για την οποία δεν χρειάζεται καν να ξοδευτούμε; Το μόνο που χρειάζεται είναι να δείξωμε εμπιστοσύνη στον θεραπευτή μας Χριστό, τουλάχιστον όση δείχνομε και στους προσωπικούς μας θεραπευτές.

Τι όμορφο θα ήταν, αλήθεια, αλλά και πόσο σωτήριο κυρίως να αναγάγωμε τον Χριστό σε προσωπικό μας ιατρό και να τον παρακαλέσωμε, όπως ο υμνογράφος: «Ο δυνάμει θεία ποτέ Παράλυτον λόγω σου, Χριστέ, συσφίγξας και προστάξας αυτώ την κλίνην άραι, χρονίως ασθενούντι, την ψυχήν μου νοσούσαν, ίασαι δεινώς».

Εάν παραδεχθούμε ότι νοσούμε, και μάλιστα χρονίως, έχομε ήδη κάνει το πρώτο βήμα για την θεραπεία μας. Το δεύτερο βήμα είναι να ζητήσωμε βοήθεια από τον σωστό ιατρό. Το τρίτο, αφού εύρωμε την θεραπεία, να προσέξωμε «μηκέτι αμαρτάνωμεν, ίνα μη τι χείρον ημίν γένηται». Για να μην υποτροπιάζωμε, λοιπόν, χρειάζεται να μην λησμονούμε ποτέ ότι είμαστε χρονίως νοσούντες και ότι χρειαζόμαστε διαρκώς θεραπευτική αγωγή και στήριξη παρά του μόνου αληθινού και δυνατού, και μάλιστα παντοδυνάμου, Σωτήρα μας ιατρού.

«Υγίωσον ημάς, Κύριε, ως τον Παράλυτον πριν, ως αν βηματίζωμεν τας ορθούς σου τρίβους», και αξίωσον ημάς, όπως τοις άλλοις γενώμεθα, ως συ, άνθρωποι! Γένοιτο!