Η συνάντηση με τον Χριστό

21 Μαΐου 2022

Η συνάντηση με τον Χριστό εκπλήσσει τον άνθρωπο. Και η έκπληξη αυτή δεν είναι ανεξήγητη ούτε παράλογη. Είναι δικαιολογημένη και λογική· είναι έκπληξη που δημιουργείται από την συνάντηση του σχετικού με το απόλυτο, του χρονικού με το αιώνιο, του κοσμικού με το θείο. Όποιος δεν αισθάνθηκε έκπληξη από την συνάντησή του με τον Χριστό, οφείλει να διερωτηθεί, αν όντως συνάντησε τον Χριστό, αν ένιωσε πραγματικά την παρουσία του ως Θεανθρώπου.

Όταν ο άνθρωπος που υπόκειται στους περιορισμούς της κτιστότητας συναντιέται με τον Κύριο της κτίσεως, όταν το δημιούργημα αντικρύζει τον Δημιουργό του, προκύπτουν ασύμμετρες σχέσεις και δημιουργούνται απροσδόκητες εκπλήξεις. Και οι εκπλήξεις αυτές γίνονται συγκλονιστικότερες, όταν ο Δημιουργός ταπεινώνεται μπροστά στο δημιούργημά του, το σέβεται και προσφέρεται να το υπηρετήσει. Οι εκπλήξεις μάλιστα εδώ δεν περιορίζονται στην γενικότερη φύση των πραγμάτων, αλλά εισέρχονται συχνά και στις λεπτομέρειές τους.

Στην συνάντηση του Χριστού με την Σαμαρείτιδα, που έγινε στο φρέαρ του Ιακώβ, πρώτη έκπληξη είναι η ίδια η συνάντηση και ακολούθως η σύναψη διαλόγου μεταξύ τους. Ο Χριστός απευθύνεται στην Σαμαρείτιδα και ζητάει νερό για να πιεί. Αυτή εκπλήσσεται και ρωτάει: «Πως εσύ, που είσαι Ιουδαίος, ζητάς να πιείς νερό από εμένα, που είμαι Σαμαρείτιδα; Διότι δεν επικοινωνούν οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες» [1]. Η έκπληξη είναι διπλή η ακριβέστερα πολλαπλή. Πως ένας Ιουδαίος, ο Ιησούς, διαλέγεται με άνθρωπο από την Σαμάρεια; Αλλά και πως απευθύνεται σε μία γυναίκα, και μάλιστα διαβεβλημένη, όπως καλώς ο ίδιος γνωρίζει; Και τέλος, το σπουδαιότερο, πως διαλέγεται θεολογικά και αποκαλύπτει στην γυναίκα αυτήν την υψηλότερη και βαθύτερη αλήθεια του μεσσιανικού του κηρύγματος;

Κάθε έκπληξη που δοκιμάζει ο άνθρωπος προέρχεται από την συνάντησή του με κάτι καινούργιο, με κάτι απροσδόκητο· οφείλεται στην αντιμετώπιση κάποιας νέας πραγματικότητας, κάποιας πρωτόγνωρης περιοχής, κάποιου απροσδόκητου γεγονότος η κάποιας άγνωστης αλήθειας, που ως τότε αγνοούσε η αδυνατούσε και να φανταστεί. Οφείλεται δηλαδή σε κάποια αποκάλυψη. Αυτό παρατηρούμε και στην περίπτωση που εξετάζουμε.

Η Σαμαρείτιδα εκπλήσσεται από την εμφάνιση ενός Ιουδαίου, που παραμερίζει τους ρατσιστικούς φραγμούς της ακοινωνησίας με την φυλή της και διαλέγεται μαζί της· ζητάει νερό για να πιεί. Και πριν ακόμα συνέλθει από την έκπληξη αυτή, δοκιμάζει μία νέα έκπληξη ακόμα μεγαλύτερη, αλλά και πιο παράξενη. Ακούει ότι αυτός που ζητάει το νερό μπορεί να της προσφέρει ο ίδιος «ύδωρ ζων» [2]. Γι’αυτό δικαιολογημένα η Σαμαρείτιδα λέει: «Κύριε, δοχείο δεν έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ· από που τάχα έχεις το ύδωρ το ζων; Μήπως είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι και ήπιε από αυτό και ο ίδιος και τα παιδιά του και τα ζωντανά του» [3];

Ο Ιησούς δεν απαντά, αν είναι μεγαλύτερος από τον Ιακώβ. Δεν προτάσσει την αυθεντία του. Σέβεται την ελευθερία της Σαμαρείτιδας και την αφήνει να βρεί μόνη της την απάντηση στο ερώτημα που κάνει. Αυτήν άλλωστε την τακτική ακολούθησε ο Ιησούς και γενικότερα κατά την επί¬γεια δράση του. Έτσι ρώτησε και τους Αποστόλους : «Τίνα με λεγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου;…Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;» [4].

Ήδη όμως ο Κύριος με το «ζων ύδωρ» μετακινεί το επίπεδο της συζητήσεως. «Ύδωρ ζων» είναι το τρεχούμενο νερό. Το νερό του πηγαδιού δεν είναι τρεχούμενο. Επομένως δεν είναι «ύδωρ ζων». Παρά ταύτα η Σαμαρείτιδα δεν φαίνεται να καταλαβαίνει την μετακίνηση που έγινε, ούτε πηγαίνει ο νούς της σε κάποιο άλλο τρεχούμενο νερό. Κινείται στο συνηθισμένο δικό της επίπεδο. Σκέφτεται ακόμα το νερό που πήγε να αντλήσει από το πηγάδι και εξακλουθεί να απορεί. Αλλά και αν σκεφτόταν κάποιο τρεχούμενο νερό, πάλι δεν θα είχε καταλάβει, τι ακριβώς εννοούσε ο Χριστός. Λέγοντας ο Χριστός «ύδωρ ζων» άνοιγε μπροστά της έναν άλλον ορίζοντα. Έναν απεριόριστο ορίζοντα, στον οποίο και θέλει τελικά να την τοποθετήσει. Δεν εννούσε κάποιο νερό που σβήνει οριστικά την σωματική δίψα, αλλά νερό που σβήνει την βαθύτερη υπαρξιακή δίψα του ανθρώπου και γίνεται πηγή ζωής. Νερό που ζωοποιεί τον άνθρωπο και αφανίζει τον θάνατο.

Η Σαμαρείτιδα νομίζοντας ότι κατάλαβε τα λόγια του Χριστού ζήτησε να της δώσει το περίεργο αυτό νερό, για να απαλλαγεί από το κοπιαστικό έργο της. «Κύριε, λέει, δώσε μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην έρχομαι εδώ να αντλώ νερό» [5]. Η γυναίκα νόμισε πως βρήκε μία εύκολη λύση στο καθημερινό πρόβλημά της. Ο Χριστός της μίλησε για υπερφυσικό νερό, για πηγή που αναβλύζει αιώνια ζωή. Εκείνη φαντάστηκε νερό φυσικό, που θα πιεί μία φορά και δεν θα ξαναδιψάσει ούτε θα χρειάζεται να πηγαίνει στο πηγάδι να το αντλήσει. Δεν μπορούσε να εισέλθει στον απεριόριστο ορίζοντα που άνοιγε ο συνομιλητής της.

Όσο ο άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος στην εγκοσμιότητα, δεν μπορεί να συλλάβει υπερβατικές αλήθειες. Μπορεί να ξαφνιάζεται η να εκπλήσσεται. Μπορεί να απορεί η να θαυμάζει. Μπορεί ακόμα να φαντάζεται απίθανα πράγματα η παράδοξες καταστάσεις. Παραμένει όμως προσκολλημένος στον αισθητό κόσμο, δεσμευμένος στην κοσμική νομοτέλεια, περιορίζεται στους κτιστούς ορίζοντες. Κατατρύχεται με τα προβλήματα και τις ανάγκες της καθημερινότητας. Ο νούς του δεν ελευθερώνεται από αυτά. Δεν λειτουργούν οι πνευματικές του αισθήσεις. Ακόμα και όταν πληροφορείται για κάτι που υπερβαίνει την αισθητή αμεσότητα, το αντιλαμβάνεται κοσμικά, συναισθηματικά. Έχει αναζητήσεις, δοκιμάζει εκπλήξεις, αλλά κινείται πάντοτε μέσα στον ασφυκτικό χώρο και χρόνο. Σκέφτεται και ζει υποταγμένος στον νόμο της φθοράς και του θανάτου.

Το φράγμα, στο οποίο προσκρούει και σταματά κάθε σκέψη και ενέργεια του ανθρώπου, κάθε έκπληξη που δοκιμάζει η αποκάλυψη που συναντά, είναι σε τελική ανάλυση το φράγμα του θανάτου. Καμία αποκάλυψη, καμία επινόηση, καμία εφεύρεση, καμία τέχνη η επιστήμη δεν μπορεί να σπάσει το φράγμα αυτό. Όλα, όσα γίνονται γνωστά, αισθητά η προσιτά, περικλείονται στην προσκαιρότητα· «εντεύθεν» του φράγματος του θανάτου. Αν δεν υπερβεί ο άνθρωπος το φράγμα αυτό, αν δεν στραφεί προς την αιωνιότητα, αν δεν βρεί την οδό που οδηγεί «εκ του θανάτου εις την ζωήν», δεν μπορεί να συλλάβει και να οικειωθεί την αλήθεια [6].

1. Ιω. 4,9.
2. Ιω. 4,10.
3. Βλ. Ιω. 4,11-12.
4. Ματθ. 16,13-15.
5. Βλ. Ιω. 4,15.
6. «Μεταβήναι δεί πρώτον ημάς εκ του θανάτου εις την ζωήν, είθ’ ούτω δέξασθαι σπέρμα εν εαυτοίς άνωθεν του ζώντος Θεού». Συμεών Ν. Θεολόγου, Θεολογικός 2, 57-59, εκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τομ. 122, Paris 1966, σ. 134.

Η υπέρβαση όμως του φράγματος του θανάτου δεν γίνεται με την λογική η την φαντασία. Δεν κατορθώνεται με την τέχνη η την επιστήμη. Όλα αυτά είναι ωραία και χρήσιμα, αλλά περιορίζονται σε ενδοκόσμιες υποθέσεις· καταλήγουν στην ματαιότητα. Η υπέρβαση του θανάτου πραγματοποιείται μόνο με το μεγαλύτερο θαύμα που έγινε στον κόσμο· με την ανάσταση. Αυτή είναι η κατ’εξοχήν αποκάλυψη η ακριβέστερα η μόνη αληθινή αποκάλυψη, που λυτρώνει τον άνθρωπο από την λήθη της ανυπαρξίας και διανοίγει μπροστά του μία τελείως καινούργια πραγματικότητα. Γι’αυτό και τα θαύματα του Χριστού χαρακτηρίζονται ως «σημεία», δηλαδή ως δείκτες που ελευθερώνουν τον άνθρωπο από την νομοτέλεια της φθοράς και του θανάτου και τον κατευθύνουν προς την αιωνιότητα. Και η διάνοιξη προς την αιωνιότητα είναι το κατ’ εξοχήν θαύμα· το «σημείον». Είναι «το σημείον Ιωνά του προφήτου» [7].

Όσο η Σαμαρείτιδα συζητούσε με τον Χριστό, δεν καταλάβαινε το νόημα των λόγων του. Εκείνος αναφερόταν στο επίπεδο της αιώνιας ζωής. Αυτή κατανοούσε όσα άκουε στο επίπεδο της προσκαιρότητας. Δεν υπήρχε τόπος συναντήσεως. Ο τόπος αυτός δημιουργήθηκε με το «σημείον» που παρουσίασε ο Χριστός. Της είπε: «Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ». Εκείνη απάντησε: «Δεν έχω άνδρα». Ο Χριστός δεν την διέψευσε, ούτε την προσέβαλε για την διαγωγή της που την γνώριζε ακριβώς: «Καλά είπες πως δεν έχεις άνδρα» της λέει. «Γιατί είχες πέντε άνδρες, και αυτός που έχεις τώρα δεν είναι άνδρας σου. Αληθινό ήταν αυτό που είπες» [8].

Τα λόγια αυτά δημιούργησαν το «σημείο συναντήσεως» του Χριστού με την Σαμαρείτιδα. Αποκάλυψαν μπροστά της μία καινούργια πραγματικότητα, που υπερβάλλει την φυσική νομοτέλεια. Φώτισαν το οριζόντιο επίπεδο της ζωής της με μία κατακόρυφη ακτίνα φωτός. Άνοιξαν ρωγμή στον καθημερινό ορίζοντα της ζωής της. Τότε η γυναίκα ανέπνευσε θεότητα· ενθουσιάστηκε. Λησμόνησε το πρόβλημα του νερού, όπως φαίνεται και από την συνέχεια της περιγραφής του Ευαγγελίου, και ζήτησε να λύσει ένα άλλο πρόβλημα· να κορέσει μία άλλη ανθρώπινη δίψα, που παρέμενε κρυμμένη μέσα της, την μεταφυσική δίψα της.

Λέει: «Κύριε, βλέπω ότι είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας λάτρεψαν τον Θεό στο βουνό αυτό, ενώ εσείς λέτε ότι τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύεται ο Θεός» [9]. Και τότε γίνεται η μεγάλη αποκάλυψη από αυτόν που υποστασιάζει την αλήθεια: «Έρχεται ώρα, και ήδη ήρθε, που οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρεύσουν τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία… Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν» [10].

Ο Θεός είναι Πνεύμα και θέλει από τους ανθρώπους πνευματική λατρεία. Όταν ο άνθρωπος συρρικνώνεται στην σάρκα του, αποξενώνεται από το Πνεύμα [11]. Τότε και η θρησκευτική του λειτουργία δεν μπορεί να είναι πνευματική. Γίνεται σαρκική. Ο άνθρωπος παραδίδεται στα πάθη του, τα εξιδανικεύει και τα λατρεύει. Βραχυκυκλώνεται στην αλλοτριωμένη φύση του και αχρηστεύει τις πνευματικές του αισθήσεις. Αφομοιώνεται με αυτά που αναστρέφεται και προσκολλάται σε αυτά που λατρεύει. Κατευθύνεται διαμετρικώς αντίθετα προς το θέλημα του ζώντος Θεού. Περιορίζεται στην απάτη των αισθήσεων· αγνοεί την αλήθεια του Πνεύματος. Καθηλώνεται στην συμβατική θρησκεία· δεν ανοίγεται στην έκπληξη της αποκαλύψεως.

Όταν δόθηκε στην Σαμαρείτιδα το «σημείο», ανατράπηκε ο εσωτερικός της κόσμος. Ξεπήδησε η θρησκευτική της διαίσθεση και γεύθηκε την έκπληξη της αποκαλύψεως που ενδόμυχα περίμενε. Ξέρω, είπε, ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός. Όταν έρθει εκείνος, θα μας τα φανερώσει όλα. Και ο Ιησούς, που είχε ήδη φανερώσει την βιοτή της, λέει: «Εγώ ειμι ο λαλών σοι» [12]. Η έκπληξη αυτή ήρθε με τον πιο άμεσο και απροσδόκητο τρόπο. Ήταν η κατεξοχήν έκπληξη, η κυριολεκτική αποκάλυψη· αυτή που φανερώνει την οδό της αληθινής ζωής [13].

Η έκπληξη αυτή, που δοκίμασε η Σαμαρείτιδα, συνέπεσε με μία άλλη έκπληξη, μικρότερη αλλά πολύ σημαντική. Συνέπεσε με την έκπληξη που δοκίμασαν οι μαθητές του Χριστού, όταν επέστρεψαν εκεί και συνάντησαν τον Χριστό με την Σαμαρείτιδα. Οι μαθητές απόρεσαν, πως ο Διδάσκαλός τους μιλούσε με αυτήν την γυναίκα. Και η έκπληξή τους αυτή ήταν ένα πολύ χρήσιμο «σημείο» για το αποστολικό τους έργο. Ήταν δείκτης, που θα τους βοηθούσε να καταλάβουν ότι το Ευαγγέλιο του Χριστού υπερβαίνει και τα πιο αυστηρά φυλετικά, κοινωνικά, θρησκευτικά και άλλα όρια.

Όσο ο άνθρωπος περιορίζεται στις βιοτικές του μέριμνες, μένει προσηλωμένος στα φαινόμενα και αδιαφορεί για το βαθύτερο περιεχόμενό τους. Ασχολείται με τις υλικές και λησμονεί τις πνευματικές ανάγκες του. Όταν όμως κάποια αιτία κεντρίσει το εσωτερικό είναι του, αφυπνίζεται από τον πνευματικό του λήθαργο· ξυπνά μέσα του η πνευματική αναζήτηση και αναδύονται τα λησμονημένα και συχνά απωθημένα υπαρξιακά ερωτήματα του. Και όταν διαπιστώνει ότι βρίσκει την απάντησή τους, τότε παραμερίζει τις καθημερινές του ανάγκες και απωθεί τις βιοτικές του μέριμνες. Απαγκιστρώνεται από τον κόσμο και στρέφεται προς τον ουρανό.

7. Ματθ. 12,39.
8. Βλ. Iω. 4,16-18.
9. Βλ. Iω. 4,19-20.
10. Βλ. Iω. 4,21-24.
11. Πρβλ. Γέν. 6,3.
12. Iω. 4,26.
13. Βλ. Iω. 14,6.

Άφησε η Σαμαρείτιδα την στάμνα της στο φρέαρ του Ιακώβ, πήγε στην πόλη και είπε στους ανθρώπους: Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου φανέρωσε όλα, όσα έκανα στην ζωή μου. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός [14]; Προφανώς η ίδια είχε ήδη πιστεύσει ότι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αυτό άλλωστε ήθελε σε τελική ανάλυση να γνωστοποιήσει στους συμπολίτες της. Ήθελε να τους καταστήσει κοινωνούς της μεγάλης χαράς που δοκίμασε. Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά· χαρά που δοκιμάζουν όλοι και ο καθένας. Αλλά και ως άνθρωπος θα ήθελε ίσως να επιβεβαιωθεί και από τους άλλους για την εκπλήρωση της κοινής προσδοκίας τους. Και η επιβεβαίωση αυτή έγινε με την προσωπική εμπειρία που απέκτησαν οι συμπολίτες της από την συνάντηση με τον Ιησού. Είπαν στην Σαμαρείτιδα: «Η πίστη μας δεν στηρίζεται πιά σε όσα μας είπες· γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε ακούσει και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός» [15].

Η πραγματική πίστη δεν στηρίζεται στην ακοή ή την πληροφορία αλλά στην προσωπική συνάντηση και εμπειρία. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος», λέει ο Ψαλμωδός [16]. «Έρχου και ίδε», είπε ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ, όταν ρωτήθηκε για τον Μεσσία [17]. Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Χριστό γίνεται μέσα στην παρούσα ζωή, για να φανερωθεί στην πληρότητά της μετά τον σωματικό θάνατο.

Ο Χριστός δεν είναι κάποιος προφήτης, όπως οι παλαιοί. Και το κήρυγμά του δεν είναι κάποια αληθεια, που θα επαληθευθεί στο μέλλον η στην μέλλουσα ζωή. Ο Χριστός είναι ο φορέας της αλήθειας και της ζωής· είναι η ενυπόστατη αλήθεια και ζωή [18], που καλείται να γνωρίσει και να ζήσει ο άνθρωπος ήδη από την παρούσα ζωή του. Με την έλευση του Χριστού η βασιλεία του Θεού βρίσκεται ήδη μέσα στον κόσμο, μέσα στον άνθρωπο. Γίνεται αισθητή με τις πνευματικές αισθήσεις και βιώνεται προκαταρκτικά. Όποιος περιμένει να την γνωρίσει και να την ζήσει μετά τον θάνατό του, κινδυνεύει να μην την γνωρίσει και να μην την ζήσει ποτέ [19].

Η παρουσία του Χριστού στην γη δεν σημαίνει φανέρωση κάποιου νέου νόμου, αλλά φανέρωση της αλήθειας και της ζωής· «ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις διά Ιησού Χριστού εγένετο» [20]. Όλοι οι προφήτες και ο νόμος «έως Ιωάννου προεφήτευσαν»· από τότε και εξής «η βασιλεία του Θεού βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» [21]. Ήδη από την παρούσα ζωή φανερώνεται η βασιλεία του Θεού και η ανακαίνιση του κόσμου. Μέσα στην Εκκλησία καλλιεργούνται και αρχίζουν να ενεργοποιούνται τα πνευματικά αισθητήρια για την απόλαυση της καινής κτίσεως. Αυτά όμως απαιτούν εγρήγορση και βία.

Ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος Χριστιανός αδιαφορεί για τα πνευματικά του αισθητήρια και παραμένει άσχετος προς την πνευματική αλήθεια και ζωή. Αλλοτριώνεται από την αίσθηση της εκπλήξεως, επαναπαύεται στην μηχανοποιημένη ζωή, συνηθίζει την ανία της ρουτίνας, αρκείται στην θρησκεία της μεταεκκοσμικεύσεως. Όπως όμως είναι ολέθριο για τον ιερέα να συνηθίσει την θεία Λειτουργία και να τελεί μηχανικά τις λατρευτικές τελετές, έτσι είναι καταστροφικό και για κάθε Χριστιανό να μηχανοποιήσει την καθημερινή του ζωή και να αδιαφορήσει για τις πνευματικές εμπειρίες και τις εκπλήξεις της.

Η χριστιανική ζωή είναι μία αδιάκοπη Λειτουργία. Είναι γεμάτη με μικρότερες η μεγαλύτερες εκπλήξεις, θετικές και αρνητικές· θετικές, που αντιμετωπίζονται μερικές φορές αρνητικά, αλλά και αρνητικές, που μπορούν να ιδωθούν και να βιωθούν θετικά. Όποιος φροντίζει για την καθαρότητα της καρδιάς του και για την διατήρηση του «ζώντος ύδατος» που δέχτηκε με το βάπτισμά του, μπορεί να ζει δημιουργικά την καθημερινότητα με όλες τις θετικές αλλά και τις αρνητικές της εκπλήξεις: «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνωσιν» [22]. Με τον τρόπο αυτόν προσλαμβάνεται βαθμηδόν η αιωνιότητα μέσα στην χρονικότητα και προσδίδεται αιώνια προοπτική στην καθημερινή προσκαιρότητα.

Ως τελική έκπληξη στην συνάντηση με τον Χριστό παρουσιάζεται από τον ίδιο τον Χριστό η έκπληξη της τελικής Κρίσεως, της Δευτέρας Παρουσίας. Όλοι οι άνθρωποι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα εκπλαγούν από την ετυμηγορία του Κριτού. Οι «εκ δεξιών δίκαιοι» θα ρωτήσουν: «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε η να διψάς και σου δώσαμε να πιείς. Πότε σε είδαμε ξένο και σε φιλοξενήσαμε η γυμνό και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστο η φυλακισμένο και ήρθαμε να σε δούμε»; Αλλά και οι «εξ αριστερών» θα ρωτήσουν: «Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο η διψασμένο η ξένο η γυμνό η άρρωστο η φυλακισμένο και δεν σε υπηρετήσαμε» [23];

Οι απαντήσεις του Κριτού προς τις δύο πλευρές θα είναι απροσδόκητες. Προς τους «εκ δεξιών δικαίους» θα πεί: «Αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους ασήμαντους αυτούς αδελφούς μου, για μένα τα κάνατε». Και προς τους «εξ αριστερών» θα πεί: «Αφού δεν τα κάνατε αυτά για έναν από τους ασήμαντους αυτούς ούτε για μένα τα κάνατε». Η συνάντηση με τον ασήμαντο αδελφό του Χριστού, με τον κάθε άνθρωπο, είναι συνάντηση με τον Χριστό. Η αδιαφορία για τον ασήμαντο άνθρωπο, είναι αδιαφορία για τον Χριστό. Η αγάπη προς τον Χριστό αποκαλύπτεται με την αγάπη προς τον πλησίον. Και η αδιαφορία για τον πλησίον μαρτυρεί αδιαφορία για τον Χριστό.

14. Ιω. 4,28-9.
15. Βλ. Ιω. 4,42.
16. Ψαλμ. 33,9.
17. Βλ. Ιω. 1,47.
18. Βλ. Ιω. 14, 6.
19. Βλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ηθικά 10,738 κ.ε., εκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τομ. 126, σ. 312 κ.ε.
20. Ιω. 1,17.
21. Ματθ. 11,12-3.
22. Ψαλμ. 18,3.
23. Ματθ. 25,31-45.