Ο Ελληνισμός στην Βενετία

20 Μαΐου 2022

Το 2021 υπήρξε έτος ενίσχυσης των δεσμών της πατρίδας μας με την ελληνική κοινότητα της Βενετίας αλλά και με την ιταλική πόλη γενικότερα. Αποκορύφωμα υπήρξε η επίσκεψη του Γενικού Γραμματέα Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας Ιωάννη Χρυσουλάκη στη Βενετία, με σκοπό τη συνδιοργάνωση εορταστικών εκδηλώσεων για την 200η επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας αλλά και η συμμετοχή του στην ετήσια ολομέλεια της λέσχης της Βενετίας για θέματα κλιματικής αλλαγής.

Τα γεγονότα αυτά δίνουν μία καλή αφορμή για να θυμηθούμε τις στενές σχέσεις του Ελληνισμού με την μαγευτική αυτή ιταλική πόλη με την τόσο πλούσια πολιτιστική παράδοση αλλά και την τόση ταλαιπωρία από τον μαζικό τουρισμό.

Οι σχέσεις της Βενετίας σαν ανεξάρτητου κράτους ξεκίνησε τον 9ο αιώνα, όταν ο βυζαντινός στόλος έτρεξε σε βοήθεια των Ενετών που βρίσκονταν σε πόλεμο με τον βασιλέα Πιπίνο των Φράγκων.

Οι σχέσεις αυτές διατηρήθηκαν και έγιναν στενότερες με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, τον 11ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός ζήτησε τη βοήθεια των Ενετών στον πόλεμο που έκανε με τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γισκάρδου. Οι Ενετοί τού διέθεσαν το στόλο τους και ο Αλέξιος, για να τους ανταμείψει, απένειμε τον τίτλο του Πρωτοσέβαστου στον Δόγη και υπέγραψε συμφωνία μαζί του, που επέτρεπε την εγκατάσταση των εμπόρων στη Βασιλεύουσα. Οι έμποροι αυτοί γρήγορα αυξήθηκαν αριθμητικά και έφεραν μία ολόκληρη ενετική παροικία στην Κωνσταντινούπολη. Η Παροικία αυτή κατόρθωσε να απαλλαγεί από τους φόρους και από το βυζαντινό δίκαιο και αυθήθηκε τόσο πολύ, ώστε να φτάσει και να ξεπεράσει, τον 12ο αιώνα, τις 20.000 ψυχές μέσα στις 800.000 ή το ένα εκατομμύριο των κατοίκων της πρώτης πόλεως της οικουμένης. Οι Ενετοί της παροικίας άρχισαν να μιλούν Ελληνικά και συγχρόνως να κρατούν ακμαία τη ναυτική τους δύναμη, κάτι που εξυπηρέτησε και τα συμφέροντα της βυζαντινής αυτοκρατορίας τον καιρό εκείνο, η ποία είχε παραμελήσει το πολεμικό ναυτικό και στηρίχθηκε εν πολλοίς στην βοήθεια των ναυτικών δυνάμεων της ιταλικής χερσονήσου, ώστε να μείνουν ανοιχτοί οι δρόμοι του εμπορίου στη Μεσόγειο. Η κατάσταση αυτή, ενώ στην αρχή φάνηκε βολική, στην πραγματικότητα υπέσκαψε την κυριαρχία των Βυζαντινών, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, και ουσιαστικά αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους παράγοντες παρακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς όλα τα έσοδα από το εμπόριο κατέληγαν στους Ενετούς.

Bridge of Sighs, Ducal Palace and Custom-House, Venice: Canaletti Painting, engraved by T.A. Prior 1850 Joseph Mallord William Turner 1775-1851 Purchased 1992

Τα πράγματα έφτασαν σε οξύτητα στα 1171, όπου άρχισε και ο μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο πρώην συμμάχους, τους Ενετούς και τους Βυζαντινούς. Στις 12 Μαρτίου του χρόνου αυτού, ο αυτοκράτορας Μανουήλ, πιστεύοντας ότι θα ησυχάσει μία για πάντα, διέταξε να συλληφθούν όλοι οι Ενετοί που κατοικούσαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας και να κατασχεθούν τα πλούτη τους, τα πλοία τους και οι αποθήκες τους. Η διαταγή εκτελέστηκε χωρίς καμία δυσκολία την ίδια μέρα σε ολόκληρο το Βυζάντιο, χάρη στην υπέροχη, όπως λέει ο διάσημος βυζαντινολόγος Οstrogorsky, βυζαντινή κυβερνητική μηχανή Οι Ενετοί, οργισμένοι, αποφάσισε να κάνουν αντίποινα. Έτσι πρόσταξαν το στόλο τους να επιτεθεί στα ελληνικά νησιά και να τα λεηλατήσει. Τα νησιά που πλήρωσαν την οργή αυτή ήταν κυρίως η Χίος και η Μυτιλήνη που λεηλατήθηκαν. Δέκα ολόκληρα χρόνια οι Ενετοί συζητούσαν με τους Βυζαντινούς για ειρήνη όμως οι σχέσεις είχαν πλέον διαρραγεί.

Το οριστικό χάσμα αποδείχθηκε με τον πιο επώδυνο τρόπο στην άλωση του 1204, στην οποία οι Ενετοί, με τον τυφλό και γερό Δόγη τους, τον Δάνδολο, κατόρθωσαν να κάμψουν την αντίσταση των Ελλήνων στα θαλασσινά τείχη και να μπουν στην Βασιλεύουσα. Αμέσως μετά, οι Σταυροφόροι, μαζί με τους Ενετούς μοιράστηκαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας με τη Βενετία να παίρνει τη μερίδα του λέοντος, ιδρύοντας ναυτική αυτοκρατορία που είχε για βάση της στα ελληνικά νησιά και τα κυριότερα λιμάνια της Ελληνικής χερσονήσου και της Πελοποννήσου.

Η κατάσταση αυτή είχε και ένα άλλο αποτέλεσμα: Έλληνες από τις ενετοκρατούμενες περιοχές εντάχθηκαν στην ελληνική παροικία της Βενετίας η οποία είχε δημιουργηθεί ήδη από τον 7ο αιώνα. Τώρα όμως η Βενετία φαινόταν η μεγάλη πρωτεύουσα, όχι μόνο της στρατιωτικής ισχύος αλλά και της πνευματικής ζωής. Το εμπόριο έφερε ξανά κοντά τους δύο λαούς, κάτι που αναδείχθηκε περίτρανα με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Το τραγικό αυτό γεγονός συνετέλεσε ώστε πλήθος Ελλήνων του Βυζαντίου να βρουν καταφύγιο όχι μόνο στη Βενετία αλλά και σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο. Βεβαίως, οι επιφανέστεροι των Βυζαντινών είχαν ήδη βρει καταφύγιο στη Βενετία μήνες ή και χρόνια νωρίτερα. Τώρα όμως, η Ελληνική επίδραση στην πόλη έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί κανείς να θεωρήσει πως εδώ υπήρξε ο προπομπός της Αναγέννησης.

Στο ρεύμα των Βυζαντινών προς την Βενετία ανήκαν γόνοι αρχοντικών οικογενειών με αρκετή περιουσία, κυρίως σε κοσμήματα, αλλά και άλλοι, με μόνο εφόδιο τη μόρφωση και το όνομά τους, καθώς και τεχνίτες που γύρευαν να ξεκινήσουν μία δεύτερη ζωή.

Η Βενετία καλοδέχτηκε όλους αυτούς τους πρόσφυγες οι οποίοι γρήγορα αυξήθηκαν, φτάνοντας, στα τέλη του 16ο αιώνα στις 30.000 ψυχές. Στην Ελληνική παροικία πλέον μπορούσε κανείς να συναντήσει ένδοξα ονόματα του Βυζαντίου όπως τον Βησσαρίωνα, την Άννα Νοταρά, κόρη του μεγάλου Δούκα Λούκα Νοταρά, την Ευδοκία Καντακουζηνού, τον Νικόλαο Βλαστό, τον Λάσκαρη, τον Χρυσολωρά. Η ελληνική κοινότητα περιλαμβάνει πλέον, εκτός από διανοούμενους και εμπόρους, και τους περίφημους Έλληνες πολεμιστές, κυρίως κρητικούς, τους ονομαστούς stradioti, από το ελληνικό “στρατιώτης” που πρόσφεραν τόσο μεγάλες υπηρεσίες στη Γαληνοτάτη, ώστε να της είναι δύσκολο και να επιζήσει, χωρίς τη βοήθειά τους. Οι στρατιώτες αυτοί ήταν βασικά ελαφρείς ιππείς πού στρατολογούνταν στις ενετικές κτήσεις του Αιγαίου, του Ιονίου και της Κρήτης. Πολέμησαν σε διάφορες μάχες που έδωσαν οι Ενετοί τον 15ο και αρχές του 16ου αιώνα και γνώρισαν μεγάλη δόξα και φήμη. Βρίσκονταν υπό την αρχηγεία πέντε βυζαντινών αρχηγών που όλοι τους έφεραν το επίθετο των Παλαιολόγων.

Σύντομα, οι Έλληνες της Βενετίας έθεσαν ως κύριο μέλημά τους την απόκτηση δικής τους διοίκησης και την ανέγερση εκκλησίας που θα μπορούσαν να τελούν την ορθόδοξη λειτουργία. Στις 28 Νοεμβρίου του 1494, οι Έλληνες της Βενετίας πήραν, ύστερα από αρκετές προσπάθειες, την άδεια από τις αρχές να ιδρύσουν την «Αδελφότητα του Ελληνικού Έθνους». Επρόκειτο για μία μορφή μερικής αυτοδιοίκησης, με δυνατότητα των Ελλήνων της παροικίας να εκλεγούν αντιπροσώπους. Το 1456 έκαναν αίτηση στο Συμβούλιο των Δέκα για να αποκτήσουν και τη δική τους εκκλησία. Η τελική έγκριση άργησε και μόλις στα 1514, 30 Απριλίου, η ελληνική παροικία πήρε την τόσο ποθητή άδεια για το χτίσιμο της εκκλησίας και την αγορά του κοιμητηρίου. Η πρώτη εκκλησία δεν ήταν η σημερινή San Giorgio de Greci – Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων – αλλά προγενέστερη. Η σημερινή άρχισε να κτίζεται στα 1539 και τελείωσe στα 1573 με χρήματα που μάζεψε η ελληνική κοινότητα, βάζοντας, ύστερα από άδεια των δημοτικών αρχών, φόρο σε κάθε καράβι που ανήκε σε Έλληνες και ερχόταν να ξεφορτώσει ή να φορτώσει στο λιμάνι της Βενετίας.

Η ελληνική παροικία έφτασε σε μεγάλη ακμή τον 16ο αιώνα, όπου η καρδιά της Βενετίας όπου είχε έδρα της η Ελληνική Παροικία, αντηχούσε από ελληνικά τραγούδια και την ελληνική γλώσσα, ενώ στους γύρω δρόμους περιφέρονταν ακόμη Έλληνες ντυμένοι με τις δικές τους φορεσιές, κατάλοιπα της βυζαντινής αμφίεσης, ενώ λειτουργούσαν και ελληνικά σχολεία που διδάσκονταν τα Ελληνικά και τα Λατινικά.

Σταδιακά, η Βενετία έγινε το επίκεντρο των ελληνικών σπουδών ολόκληρης της Ιταλίας. Είχαν και άλλες πόλεις έδρες πανεπιστημίων με θέμα την ελληνική γλώσσα και τη φιλοσοφία όπως και πολλά ελληνικά χειρόγραφα, στη Βενετία όμως υπήρχε ζωντανή ελληνική παροικία, η οποία αποτελούσε τον βασικό παράγοντα ανάπτυξης και μελέτης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας με τα ελληνικά να ακούγονται ως ζωντανή γλώσσα στους δρόμους της.

Έλληνες ήταν και πολλοί καλλιτέχνες  ιδιαίτερα ζωγράφοι, οι οποίοι καλλιέργησαν την λεγόμενη Κρητική Σχολή, η οποία, από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα μας άφησε πραγματικά αριστουργήματα.

Πέρα όμως από όλα αυτά, η Βενετία αποτέλεσε το πρώτο σκαλοπάτι για τους Έλληνες ώστε να διαπρέψουν σε πολλούς τομείς σε ολόκληρη τη Δύση. Όσοι Έλληνες έρχονταν εξ Ανατολών είχαν ως πρώτη αυτονόητη στάση την Βενετία στην οποία και ετοίμαζαν τα προσωπικά τους σχέδια και τους τελικούς τους προορισμούς στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.

Η ελληνική παρουσία στη Βενετία συνέχισε να δίνει λαμπρούς μορφωτικούς και πολιτιστικούς καρπούς ακόμη και μέχρι τον 17ο αιώνα με συστηματικές εκδόσεις ποικίλων ελληνικών βιβλίων, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προεπαναστατική περίοδο. Το βέβαιον είναι ότι η πολιτιστική ιστορία της Βενετίας βρήκε σε αυτήν την μεταλαμπάδευση του ελληνικού πολιτισμού ερείσματα για να αναπτυχθεί και οι ίδια σε πολλούς τομείς, γεγονός πού ώθησε τους ιστορικούς να θεωρούν τη Βενετία ως προπύργιο του Βυζαντίου, όπως ήδη από το 1468 είχε αναφέρει σε επιστολή του ο Βησσαρίων προς τον Δόγη της Βενετίας.

Η μετατόπιση του εμπορικού βάρους της περιοχής σε άλλα λιμάνια και εμπορικά κέντρα στη βόρρεια Ιταλία (Τεργέστη και Λιβόρνο) συνοδεύτηκε από την πτώση της Βενετίας από τον Ναπολέοντα. Η περιουσία της ελληνικής παροικίας δεσμεύθηκε, αδυνατώντας έτσι να συντηρήσει τα ιδρύματά της. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους στα 1830 αύξησε το ρεύμα από τη Βενετία προς αυτό. Η αυστριακή κατοχή και το νεοσύστατο ιταλικό κράτος δεν ευνοούσαν να την αναγνωρίσουν ως εθνικό οργανισμό (μειονότητα), αλλά ως θρησκευτικό και φιλανθρωπικό ίδρυμα. Στις διάφορες δυσχερείς συγκυρίες που αντιμετώπισε ενισχύθηκε από ευεργέτες του Ελλαδικού χώρου. Σημαντικοί λόγιοι την στήριξαν: Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός, Ανδρέας Μουστοξύδης, Αιμίλιος Τυπάλδος, Άνθιμος Μαζαράκης, Ιωάννης Βελούδης. Πλούσιοι ευεργέτες, ο Πατρινός Κωνσταντίνος Μπογδάνος με διαθήκη του άφησε 2 εκατομμύρια αυστριακές λίρες με σκοπό την ενίσχυση του ναού της κοινότητας και της Σχολής της. Η επέμβαση του Ιταλικού κράτους στη διαχείριση της κοινότητας βάρυνε σημαντικά: το 1907 το Διοικητικό Συμβούλιο καταργήθηκε και στη θέση του διορίστηκε ιταλός έκτακτος επίτροπος. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μέλη της δεν ξεπερνούσαν τα τριάντα άτομα. Διατηρούσε όμως σημαντικό μερίδιο της περιουσίας και τους πολιτιστικούς θησαυρούς της, κάτι που συμβαίνει μέχρι σήμερα.