Όσιος Ευμένιος, Μόνο χαρά!

23 Μαΐου 2022

Όσιος Ευμένιος (1931-1999).

Σήμερα που η Εκκλησία μας τιμά για πρώτη φορά τιμά τη μνήμη του αγίου Ευμενίου η χαρά της πρόσφατης αγιοκατάταξης του είναι ακόμη διάχυτη. Άλλωστε, όλοι όσοι τον γνώρισαν μοιράστηκαν και συμμετείχαν στην θεϊκή χάρη και χαρά που εξέπεμπε ο ίδιος! Ακόμη και όσοι στην αρχή δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την απλότητα του, αλλά και την ίδια την χαρά του και από πού προερχόταν αυτή!

Ο άγιος Ευμένιος όταν μάθαινε πως: «κάποιος πέθαινε χαιρόταν, γέλαγε. Μάθαινε ότι κάποια γέννησε, χαιρόταν. Μάθαινε ότι κάποιος αρρώστησε χαιρόταν. ‘Δόξα σοι ο Θεός’, έλεγε. Μάθαινε κάποιος έκλεψε, έλεγε: ‘Αχ, ο καημένος, έκλεψε’ και γέλαγε. Μάθαινε ότι κάποιος χώρισε, έλεγε: ‘Γιατί χώρισε, μα δεν έκανε υπομονή’; και πάλιν γελούσε. Πολλές φορές, αυτά φαίνονταν ακατανόητα, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Έλεγε: ‘Πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησε’. Αυτό ζούσε».

Ζούσε το θέλημα του Θεού και γι’ αυτό ήταν αναπαυμένος και ευφρόσυνος!

 

Δεν ήταν ότι δεν γνώριζε τι πραγματικά συνέβαινε γύρω του… Σε ένα γυναικείο μοναστήρι που πήγαινε μερικές φορές για να λειτουργήσει, η μοναχή που τον βοηθούσε την ώρα της ακολουθίας, είπε στην Γερόντισσα, ότι ο άγιος γελά συνεχώς και πως και η ίδια γελά. Αυτό το είπε χωρίς να είναι ο Γέροντας μπροστά. Από εκείνη την ημέρα ο άγιος δεν ξαναγέλασε!

Αντίθετα, ξεκαρδίστηκε στα γέλια όταν ένα νεαρό παιδί 16-17 ετών τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο και μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο του, του φίλησε το χέρι και του είπε: «’Ήρθα να πάρω την ευχή σου, Μεγάλε Παππούλη’, τονίζοντας το ‘μεγάλε’ κατά την συνήθη έκφραση των παιδιών».

Ενώ, ευχαριστιόταν πολύ όταν μάθαινε ότι έλεγε κάποιος κάτι άσχημο για τον ίδιο και έλεγε: «Πολύ καλό, πολύ καλό»! Και, βεβαίως, γελούσε!

 

Κάποια φορά μερικές κυρίες πήγαν να πάρουν την ευχή του και του είπαν αδιακρίτως: «Ήρθαμε να πάρουμε την ευχή σου, γιατί μας είπαν ότι είσαι Άγιος»! Και τότε, μετεβλήθη αμέσως από χαρούμενος και γελαστός σε θυμώδη και τις έδιωξε λέοντας τους: «Φύγετε από εδώ. Είμαι εγώ Άγιος»; «Άκου Άγιος εγώ, ο τιποτένιος, άκου Άγιος εγώ»;, έλεγε μονολογώντας και σιγοκλαίγοντας.

 

Το πιο ωραίο πράγμα γι’ αυτόν ήταν να κερνάει τους επισκέπτες του, ότι είχε στο κελλί του. Να προσφέρει χαρούμενος και γελαστός υλικά αγαθά, αλλά και τον χαριέστατο εαυτό του! Όπως στις μοναχές που πήγαν με την Γερόντισσά τους να πάρουν την ευχή του. Έφερνε τα κεράσματα τις κερνούσε και γελούσε. Πηγαινοερχόταν, τις κερνούσε και όλο γελούσε, και γελούσαν και οι αδελφές μαζί του! Η Γερόντισσα, όπως φαίνεται ένιωσε λίγο άσχημα και του ζήτησε συγγνώμη για τα γέλια τους.

«Όποιος είναι κοντά στον Θεό, μπορεί και γελάει»!, τους είπε ο πάντα χαρούμενος, εγκάρδιος και γελαστός άγιος!

 

Σημαντική είναι και η μαρτυρία ενός «διακεκριμένου ιερωμένου» που γνώριζε τον άγιο Ευμένιο από φοιτητής, όπως αναφέρει ο Μοναχός Σίμων στο βιβλίο του «Π. Ευμένιος, ο ποιμήν ο καλός και θαυματουργός» από το οποίο δανειζόμαστε τα παραδείγματά μας.

Έλεγε, λοιπόν, ο νεαρός τότε φοιτητής:
«Ξέρετε τι λογισμό έχω κάθε φορά που πηγαίνουμε στον Γέροντα; ότι δεν στέκει και τόσο καλά και ότι τα γέλια αυτά σαν να μην είναι γέλια ενός αγίου ανθρώπου. Και, όμως κάθε φορά, που φεύγω από τον πατέρα Ευμένιο, θέλω να ξαναπάω. Μου αρέσει ο πατήρ Ευμένιος, μου αρέσει η Ορθοδοξία του, μου αρέσει η ‘σαλότης’ του πατρός Ευμενίου».

Όσιος Ευμένιος (Σαριδάκης).

Κάποτε ένας φοιτητής πήγε να πάρει την ευχή του Γέροντα και είχε μαζί του έναν νιόπατρο συμφοιτητή του που αντιμετώπιζε προβλήματα με τη σύζυγο του. Όταν έφτασαν εκεί τους υποδέχτηκε σαν να τους περίμενε: «Α, ήρθατε»! Τους είπε. «Ποιος είναι αυτός; Α, ο Χρήστος, πολύ καλός ο Χρήστος. Γεια σου Χρήστο, όμορφε. Πολύ καλός ο Χρήστος. Πολύ καλός ο Χρήστος, πάρτε πορτοκαλάδες». Και συνέχισε να τους κερνά πορτοκαλάδες και παξιμάδια και όπως ορισμένες φορές έκανε βούταγε παξιμάδι στην πορτοκαλάδα ή το τσάι και τους το έβαζε στο στόμα. Και αυτό όχι χωρίς λόγο…

Όταν έφευγαν οι δύο συμφοιτητές ο Γέροντας τους ευλογούσε συνέχεια και τότε ο Χρήστος είπε στον συμφοιτητή του: «Αυτός είναι τρελοκομείο σκέτο». Και Χρήστος του είπε: «Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα».

Πάντως, η κατάσταση στο σπίτι του Χρήστου άλλαξε, και ο ίδιος ένιωθε μέσα του πλέον καλά. Έτσι σε δυο μέρες που είδε τον συμφοιτητή του στη σχολή του είπε: «Να με ξαναπάς σ’ αυτόν τον Γέροντα. Δεν συγκράτησα πού ακριβώς στρίβουμε. Είναι μεγάλος Άγιος»!

 

Πολλές φορές ο πατήρ Ευμένιος, ήταν χαρούμενος και γελαστός και κατά την τέλεση των ακολουθιών! Μπορούσε να είναι δακρυσμένος από την κατάνυξη που βίωνε, ενώ ταυτόχρονα γελούσε.

Συγκλονιστική ήταν η πρώτη εντύπωση που είχε από τον άγιο Ευμένιο, ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, όταν πήγε σε μια ακολουθία, χωρίς να τον έχει δει άλλη φορά. Όταν βγήκε από το Ιερό για να θυμιατίσει, εμφανίστηκε «ένας παπάς, λουσμένος μέσα στην χαρά, μέσα στο γέλιο και μέσα στο φως».

Και είπε μέσα του: «ότι αυτός θα έπρεπε να είναι ο πατήρ Ευμένιος. Ο Γέροντας κατάλαβε ότι εγώ ηλεκτρίσθηκα εκείνη την ώρα, ότι κάτι έπαθα, που είδα όλο εκείνο το φως, εκείνη τη χαρά. Μπορώ να πω ότι το πιο σημαντικό πράγμα για μένα ήταν η χαρά, η οποία ήταν υποστασιοποιημένη, όχι μόνο στο πρόσωπο, αλλά σε όλο του το σώμα, σε όλη του την κίνηση. Όλως ο άνθρωπος απέπνεε χαρά. Δηλαδή το χέρι που θυμιάτιζε, θυμιάτιζε χαρούμενα, το πρόσωπό του, τα μάτια του, όλα είχαν χαρά και φως».

Όσιος Ευμένιος από την Εθιά Ηρακλείου.

Και βεβαίως την χαρά αυτή και την χάρη δεν την κρατούσε για τον εαυτό, αλλά την σκόρπιζε ή διαχεόταν από μόνη της στους ανθρώπους!

Ακόμη και σε αυτούς που μπορούσαν αρχικά να απογοητευτούν από την εμφάνισή του. Για παράδειγμα, ο νεαρός που άφησε «σημαντικές δουλειές μεσημεριάτικα γι’ αυτό το γεροντάκι», όπως σκέφτηκε αρχικά.

Αφού τον κέρασε, όμως, το άγιο Γεροντάκι και τον ξεπροβόδισε, «και, ενώ πλησίαζε να βγει από την πύλη, άρχισε να ενεργή στην ψυχή του η θεία χάρις, και ήλθε σε μια απερίγραπτη κατάσταση γαλήνης, ειρήνης χαράς, και αγάπης. Αγάπης και για τον δρόμο και τις φτωχογειτονιές της Αγίας Βαρβάρας. Και έλεγε μέσα του: ‘Πόσο όμορφη είναι η ζωή! Μια ελάχιστη πρόγευση του Παραδείσου’».

 

Με χαρά και γέλια αντιμετώπιζε τον θάνατο, ακόμη και όταν τον προειδοποιούσαν πως έπρεπε να κάνει οπωσδήποτε όσα του έλεγαν οι γιατροί για να μην πεθάνει: «’Α, θα πεθάνω’»; έλεγε και γέλαγε. ‘Δόξα σοι ο Θεός’»!

Ακόμη και, «όταν, τον τελευταίο καιρό, υπέφερε φρικτά έλεγε: ‘Υπομονή, ωραία δεν είναι’; και γελούσε».

Και φυσικά μέσα από όλα αυτά τα θεϊκά γέλια δεν μπορούσε να λείπει η επιείκεια προς τους συνανθρώπους του, αλλά και να την προτείνει και ως μέτρο στους λοιπούς κληρικούς που εξομολογούνταν σ’ εκείνον:
«Παιδιά μου, εμείς οι ιερείς πρέπει να τηρούμε την άκρα επιείκεια στην εξομολόγηση. Ο κόσμος δεν είναι κακός, δεν θέλει έλεγχο και δικαστήριο, θέλει συμπαράσταση και καλωσύνη. Ο επιεικέστερος όλων είναι ο Χριστός μας».

Και όπως ομολογούν πνευματικά του τέκνα: «Κοντά στον πατέρα Ευμένιο η εξομολόγηση δεν ήταν ένα ‘μαρτύριο’, αλλά χαρά και αγαλλίασις».

Και όσο για το πώς κατάφερνε να είναι πάντα χαρούμενος και γελαστός που τον ρώτησε μια κυρία, ο άγιος Ευμένιος απάντησε:
– Αυτά ευλογημένη, είναι γέλια θεϊκά!