Πάμε…Κατηχητικό; «Δεν έχω άνθρωπο» (Ιησούς Χριστός: Ένας θαυματοποιός;)

14 Μαΐου 2022

Αγαπημένε μου κατηχητή,

Αγαπημένη μου κατηχήτρια,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Όσο η ζωή δυσκολεύει, τόσο αυξάνει ο πόθος για ένα θαύμα.

Ανθρώπινο, κατανοητό, δεν φάινεται όμως να αποτελεί ιδιαιτέρως προσφιλή τακτική για τον Χριστό μας. Στην περίπτωση του Δαιμονισμένου νεόυ, σε μια αποστροφή του λόγου Του, που εκπλήσσει για την οξύτητά της, πριν το θαύμα, επιτιμά τους παρευρισκόμενους:

«Ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Μάρκ. 9, 19), δηλ.

 «Άπιστη γενιά! Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι;». 

Αλλά και προς τον Θωμά, που ζητεί να ψηλαφίσει για να πιστέψει, έστω και με ηπιότερο τρόπο, το μήνυμα παραμένει τα ίδιο:

“επίστευσες, διότι με είδες· μακάριοι θα είναι απ’ εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν” (Ιω. 20,29)

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το θαύμα αποτελεί πράξη θείας συγκατάβασης προς την ανθρώπινη απιστία. Και αυτό δεν το λέω με σκοπό να επικρίνω, κυρίως τον εαυτό μου, αλλά ως υπενθύμιση των προτεραιοτήτων και του τρόπου με τον οποίον ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο να συνδεθεί μαζί Του.

Στην εξιστόρηση των τριών πειρασμό, ο Κύριός μας αρνείται να γοητέψει, θαυματοποιώντας. Μας καλεί σε σχέση πέρα από κάθε λογική τεκμηρίωση, πέρα από κάθε απόδειξη. Μας ζητά απροϋπόθετη παράδοση, ολοκληρωτική έξοδο, όπως άλλωστε κάνει και ο ίδιος προς εμάς.

Νεώτερος, σε συζήτηση με αμφισβητία της πίστης, επικαλέστηκα, με ύφος θριαμβευτικό, πασιφανή θαύματα για να τεκμηριώσω την παρουσία του Θεού. Αποστομώθηκα όμως με την απάντηση:

Εγώ δεν αμφισβητώ τα θαύματα. Ούτε εσύ όμως να αμφισβητήσεις πολύ περισσότερες ικεσίες που έμεινα αναπάντητες.

Με την εμπειρία του παθήματος αυτού, θα σου πρότεινα αδελφικά να μην εντάξεις τα θαύματα στην πρώτη γραμμή της ιεραποστολής και της μαρτυρίας. Ίσως δεις βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, το βέβαιον όμως είναι πως πριν το θαύμα προηγείται η προαίρεση της καρδιάς, η οποία μαλακώνει από ένα άλλο θαύμα, το μόνο θαύμα: τη γνήσια πνευματική ζωή, αυτή που υποτάσσει το ανθρώπινο θηρίο που κρύβουμε μέσα μα, αυτή την μόνη που μπορεί να ημερεύει τα θηρία γύρω μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα από την χριστοποίηση του ανθρώπου. Τότε, τα λόγια περιττεύουν, τα σημεία είναι αδιάφορα.

Σήμερα όμως το θαύμα γίνεται. Και όποιος θέλει να δει, βλέπει:

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 5

Η θεραπεία του παραλύτου στη Βηθεσδά

1Ύστερα απ’ αυτά, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. 2Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. 3Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό· 4γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. 5Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. 6Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. 7«Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά· έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». 8Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». 9Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε.

Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. 10Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». 11Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”». 12Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε “πάρε το και περπάτα;” 13Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. 14Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». 15Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, όπως και η αντίστοιχη αποστολική (Πρ. 9:32-42), διαπραγματεύονται την θαυματουργική ενέργεια της θείαςχάριτος.Kάθε εξιστόρηση θαύματος έχει κάτι το ιδιαίτερο.Στην σημερινή περικοπή και στο πλαίσιο που αναφέρθηκε στην αρχή, θα ήθελα να θέσω σε πρώτο πλάνο το παράπονο, μάλλον την κραυγή του παραλυτικού

«ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»,

αντίστοιχο αίτημα με το περίφημο εκείνο του Διογένη

«άνθρωπον ζητώ».

Νομίζω, πως εύκολα οι τρεις αυτές λέξεις μπορούν να παρουσιαστούν στα παιδιά ως η συντομότερη αλλά και διαχρονικότερη περιγραφή της ανθρώπινης τραγωδίας. Εάν κανείς αποφασίσει να αναφερθεί στις σημερινές τραγικές καταστάσεις, ακόμη και αν στερείται εξειδικευμένων γνώσεων σε οικονομικά μεγέθη και χρηματοπιστωτικές αναλύσεις, δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει την κραυγή αυτή πίσω από τους άστεγους, τους πεινασμένους, τους πρόσφυγες, αλλά και ευρύτερα τους εγκαταλελειμμένους, τους μοναχικούς και τους περιθωριακούς συνανθρώπους μας.

Μπορεί, σε πρώτο πλάνο , ο Κύριος να εμφανίζεται ως κάποιος που ενεργεί μια θαυματουργική γιατρειά, κατά βάθος όμως εμφανίζεται για να καλύψει το κενό μιας ανθρώπινης, μιας συντροφικής παρουσίας. Προσεγγίζοντας τον παραλυτικό, απαντά κατ΄ αρχάς στην τραγωδία της μοναξιάς του. Η θεϊκή παρουσία υποκαθιστά τον απόντα, σκληρόκαρδο και αδιάφορο συνάνθρωπο. Πριν την ίαση, προηγείται η συμπαράσταση, ο διάλογος και η ετοιμότητα του Ιησού να ακούσει τον πόνο και το παράπονο. Στο ερώτημα

«θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;»,

ερώτημα εκ πρώτης όψεως περιττό, η απάντηση δεν είναι μονολεκτική, ίσως ούτε καν σχετική:

«Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά· έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα».

 Η ανάγκη αυτού του ανθρώπου να μιλήσει σε άνθρωπο, αποκαλύπτει ακριβώς αυτή τη μοναξιά του, ίσως τόσο επώδυνη, όσο και η αναπηρία του.

Και κάτι προσωπικό, που πιθανόν να συνάντα και τη δική σας προσωπική εμπειρία: Παρατηρώ τα παιδιά που με ακολουθούν σε πρωτοβουλίες συμπαράστασης σε ασθενείς, ορφανά παιδιά κλπ. Μετά την τρίτη-τέταρτη φορά ξέρουν πώς να φερθούν, τι να πουν, αποκτούν υπομονή ν΄ ακούσουν. Συνειδητοποιώ έτσι, πως η κάθε είδους προσφορά, περάν της διαθέσεως, απαιτεί και ένα είδος «τεχνικής», που αποκτάται με την εμπειρία.   Νομίζω, πως εάν κάνεις θέσει σε δεύτερη μοίρα τις θεολογικές προσεγγίσεις του θαύματος, θα μπορέσει να εντοπίσει ορισμένα στοιχεία μιας πάγιας συμπεριφοράς του Χριστού, ικανά να αποτελέσουν δικά μας πρότυπα αλλά και προτάσεις προς τα παιδιά μας.

Στις επιγραμματικές αναφορές που ακολουθούν, δεν υπάρχει μια πλήρης αγιογραφική παράθεση, δεν θα δυσκολευτείτε όμως να εντοπίσετε κοινά στοιχεία σε κάθε εξιστόρηση θαύματος:

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ, ΟΧΙ ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ

Ι.  Τι κίνητρα δεν έχει ο Χριστός:

  1. Τον εντυπωσιασμό. Στα περισσότερα θαύματα είναι εμφανής η προσπάθεια του Κυρίου να μείνει αφανής. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα δεν ανταποκρίνεται, πριν ο ασθενής διατυπώσει το αίτημά του δύο και τρεις φορές.
  2. Την εξάρτηση του θεραπευμένου, μέσω του θαύματος. Ουδέποτε ο Κύριος χρησιμοποίησε το θαύμα για να ελκύσει ένα ακόμη οπαδό ή θαυμαστή. Αντίθετα, η προτροπή μετά το θαύμα δεν είναι «ελθέ» αλλά «ύπαγε»(Μαρκ. 5:34). Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, ο θεραπευμένος δεν γνωρίζει καν τον Ευεργέτη του (Ο εκ γενετής τυφλός, Ιω. 9:1-38).
  3. Την εξουσία πάνω στον λαό. Ο δεύτερος εκ των τριών πειρασμών, τους οποίους αποκρούει ο Χριστός στην έρημο (Ματθ. 4:6) έχει να κάνει με την εξουσία, που μέσω του θαύματος μπορεί να ασκήσει ο θαυματοποιός Χριστός πάνω στις μάζες. Αντίθετα, φαίνεται πως ο Χριστός απορρίπτει το θαύμα ως κύριο εργαλείο πίστης. Αποδοκιμάζει την γενεά που ζητά θαύματα (Ματθ.16:4), σχολιάζει και την ομολογία του Θωμά, μετά την εμφάνισή Του ενώπιον των μαθητών (Ιω. 20:29).

ΙΙ.  Πώς ΔΕΝ επεμβαίνει ο Χριστός

  1. Δεν επεμβαίνει απρόσκλητος και χωρίς διατύπωση ξεκάθαρου αιτήματος. Η δύναμη της ανθρώπινης συνέργιας φαίνεται στο ότι σε καμιά περίπτωση ο Χριστός δεν επεμβαίνει χωρείς εκφρασμένο μέσω λόγου ή στάσεως αίτημα. Άλλοτε αρκεί μια συμπεριφορά (Ζακχαίος, Λουκ. 19:2-9), άλλοτε διατυπώνεται το αίτημα (Λουκ. 18:38), άλλοτε ο ίδιος ο Κύριος διευκολύνει την διατύπωση του αιτήματος (Οι δύο τυφλοί, Ματθ. 20,32) και άλλοτε εκμαιεύει τον ζήλο του αιτούντος μέσω της φαινομενικής απόρριψης (Χαναναία, Ματθ. 15:22-28). Προηγείται το ανθρώπινο θέλω» και ακολουθεί το θεϊκό («θέλω καθαρίσθητι»,Ματθ. 8.3) Σε κάθε περίπτωση λοιπόν,  πριν το θαύμα προηγείται μια συνάντηση με ανθρώπους ξεκάθαρους στο τι ζητούν, ποτέ όμως με κόλακες και ποτέ με «δοκιμαστές» των δυνάμεών Του.
  2. Δεν επεμβαίνει σε εκείνους που έχουν συμβιβαστεί με την αρρώστια τους. Αυτό το ενδεχόμενο αποκλείει και το ερώτημα «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» (σημερινή περικοπή). Μόνον άνθρωποι που έχουν … «σιχαθεί» το κατάντημά τους, συναντούν το έλεος του Θεού. Αυτό, σε σωματικό επίπεδο, φαίνεται αυτονόητο (ποιος δεν θέλει την υγεία του), όταν όμως μεταφερθεί σε επίπεδο πνευματικό και περιλάβει όλο το φάσμα της αμαρτίας, που πάντα ο Χριστός συνδέει με την ασθένεια, αυτή η …σιχασιά του παλιού εαυτού δεν είναι καθόλου αυτονόητη.
  3. Δεν επεμβαίνει χωρίς την σαφή διατύπωση της πίστης. Άλλοτε το ρωτάει σαφώς (Μαρκ. 9:24) και άλλοτε το εκλαμβάνει ως δεδομένο, παρατηρώντας συμπεριφορές και κυρίως διαβάζοντας τις καρδιές των ανθρώπων.
  4. Δεν επεμβαίνει με ύφος διδακτικό και μακροσκελή κηρύγματα. Πέραν της επίγνωσής Του, πως ενώπιόν Του έχει «έτοιμους» ανθρώπους, που ο πόνος και η απελπισία τους δεν αντέχει –ή δεν χρειάζεται- λεκτικές υποδείξεις, η στάση Του εμπερικλείει και μια λεπτότατη και ευγενέστατη νοοτροπία, που δεν θέλει να δημοσιοποιήσει αμαρτήματα και πτώσεις του συγκεκριμένου προσώπου που ζητά την ίαση.

ΙΙΙ. Τι ΔΕΝ ακολουθεί το θαύμα

  1. Η επιβεβαίωση του Χριστού για την δύναμή Του. Φαίνεται τόσο υπέροχη η έννοια του Χριστού να μην εξουθενώσει τον άνθρωπο, συγκρίνοντας την δύναμή Του με την ανθρώπινη απόλυτη αδυναμία. Λες και φροντίζει να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του ιαθέντος. Τι άλλο μπορεί να κρύβεται πίσω από τη φράση «Γενηθήτω σοι ως θέλεις» (Ματθ. 15:28) ή τη φράση «η πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματθ. 9:22). Με τρόπο συγκινητικό, αλλά και άκρως διδακτικό προς όλους μας, καλεί τον άνθρωπο να μοιραστεί μαζί του την παντοδυναμία Του και το καθιστά κατά χάριν συν-νικητή της φθοράς και του θανάτου.
  2. Μακροσκελή κηρύγματα και υποδείξεις. Η ευεργετημένη ύπαρξη μπορεί να ακούσει το κάτι περισσότερο, αλλά σύντομα και περιεκτικά, πάντα πατρικά και ποτέ απειλητικά. Η σημερινή περίσταση είναι ενδεικτική. Ο παραλυτικός έχει συνειδητοποιήσει την ευεργεσία, την έχει διακηρύξει και τότε, σε να συνάντηση ακούει το «Δες, έχεις γίνει υγιής. Μην αμαρτάνεις πια, για να μη σου γίνει κάτι χειρότερο» σημερινή περικοπή).
  3. Απαίτηση του Κυρίου για αναγνώριση και ευχαριστίες εκ μέρους του ευεργετηθέντος. Μετά από κάθε θαύμα, ο Χριστός μας αποσύρεται διακριτική ευγένεια και αρχοντιά. Μόνον στην περίπτωση των δέκα λεπρών, ένα διακριτικό παράπονο εκφράζεται από τον Χριστό, περισσότερο ως προτροπή εκ μέρους Του της ανάγκης να μεταμορφωθεί ο εγωπαθής άνθρωπος σε ον ευγνωμοσύνης. (17«ἀποκριθεὶςδὲὁ᾿Ιησοῦςεἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;» Λουκ. 17:17)

Ειδικά αυτά τα τρία τελευταία αποτελούν διαχρονικό πρότυπο στάσης και συμπεριφοράς, όταν οι καταστάσεις μας φέρουν στη θέση να βοηθήσουμε τον αδύναμο και το αναγκεμένο. 

  1. IV. Προεκτάσεις της θαυματουργικής δύναμης του Κυρίου (προτάσεις για συζήτηση)
  2. Η θεία αγάπη και φιλανθρωπία για τον παραδομένο στους νόμους της φθοράς και του θανάτου άνθρωπο, τα μοναδικά κίνητρα της θείας επεμβάσεως.
  3. Ο πόνος και ο θάνατος τα κατ΄ εξοχήν χαρακτηριστικά της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και η οδός συντριβής της ανθρώπινης αυταρέσκειας και αυτοθέωσης.
  4. Το θαύμα, μέσον φανέρωσης της εξουσίας του Θεού επί των φυσικών νόμων, αλλά και της επιθυμίας Του να επεμβαίνειανά πάσα στιγμή στην νομοτελειακή ροή των ανθρωπίνων πραγμάτων.
  5. Η ίαση, ως φανέρωση του αρχικού σχεδίου αθανασίας του Θεού για τον άνθρωπο και επαναφανέρωση της αυθεντικής ανθρώπινης φύσης.