Ποιμαντική διακονία προς τους προσκυνητές: Γενικά περί επίσκεψης στο Άγιο Όρος
24 Μαΐου 2022Το Άγιο Όρος είναι ένας ολόδροσος πνευματικός τόπος που στο παραδεισένιο περιβάλλον του γαληνεύει και ειρηνεύει και ο πιο ταραγμένος άνθρωπος. Οι αγιορείτικες μονές αποτελούν κέντρα πνευματικής αναψυχής και ανάτασης, χώρους παραμυθίας και ενίσχυσης του ανθρώπου που ζει στη βουή του κόσμου.
Ξεκινώντας αυτήν την εξερεύνηση στον πνευματικό ωκεανό του Αγίου Όρους καλό θα είναι να αναζητήσουμε ποια είναι τα αίτια τα οποία κάνουν αυτόν τον τόπο ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσα στους πιστούς, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ορθόδοξης οικουμένης, καθώς οι απανταχού ορθόδοξοι θεωρούν τον τόπο αυτό σαν δεύτερη πνευματική τους πατρίδα. Τι είναι αυτό που τους έλκει και κάνει αυτόν τον τόπο τόσο δημοφιλή που για κάποιους η επίσκεψή του αποτελεί σκοπό ζωής; Γιατί προτιμάται το προσκύνημα στο Άγιο Όρους σε σχέση με ένα μοναστήρι στην υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, πλην των προσκυνημάτων βεβαίως που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως π.χ. τα Ιεροσόλυμα;
Oι λόγοι προφανώς και δεν περιορίζονται μόνο σε έναν, καθώς το Άγιο Όρος προσφέρει στους εκκοσμικευμένους και πνευματικά αλλοτριωμένους ανθρώπους της εποχής μας, την πίστη και την παράδοση η οποία διασώζεται από τα βάθη των αιώνων με σκοπό να πάει ακόμη πιο μακριά, όντας μια κοινωνία Χριστοκεντρική και όχι ανθρωποκεντρική, καθώς οι μοναχοί θέτουν ως κέντρο του κόσμου τον Χριστό και ζουν γύρω από Αυτόν[1].
Έτσι λοιπόν, ένας από τους λόγους είναι η φυγή από την κοσμική ζωή και τις καθημερινές συνήθειές της σε αντιδιαστολή με το φυσικό περιβάλλον και τη γαλήνη του Όρους. Ο τόπος αυτός είναι μοναδικός και δημιουργεί δέος στον προσκυνητή τον προσερχόμενο από την πολύβουη, αγχωτική και ψυχοφθόρα καθημερινότητα της κοσμικής ζωής. Το αίσθημα δέους αυξάνεται από γεγονότα τα οποία από μόνα τους ασκούν επίδραση στον προσκυνητή. Ξεκινώντας μπορούμε να αναφερθούμε σε καθαρά εξωτερικούς παράγοντες όπως η ησυχία, η οποία κάνει εφικτή τη συγκέντρωση του νου στα πνευματικά, το σχεδόν παρθένο φυσικό περιβάλλον και το κάλλος του που αναζωογονεί και ηρεμεί πνεύμα και σώμα, ενώ η τοποθεσία ορισμένων μονών (όπως π.χ. της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας) δημιουργεί την εντύπωση στον επισκέπτη ότι βρίσκεται σε εξώστες που κρέμονται πάνω από το Αιγαίο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η διαφορετικότητα στον υπολογισμό της ημερομηνίας και της ώρας[2] καθώς στο Άγιο Όρος ισχύει το παλαιό ημερολόγιο, το οποίο έπεται του πολιτικού κατά δεκατρείς ημέρες, ενώ η ώρα αρχίζει να μετράει από τη δύση του ηλίου, η οποία θεωρείται η ώρα 12 ή 0. Η Μονή Ιβήρων έχει ως ώρα 12 ή 0 την ανατολή του ηλίου[3] με σκοπό η ανατολή να συμπίπτει κατά το δυνατόν με την ώρα μηδέν. Ακόμη όμως και η αίσθηση του χρόνου είναι διαφορετική. Οι μοναχοί έχουν τη δική τους αντίληψη του χρόνου, πράγμα που γίνεται αντιληπτό και από τους προσκυνητές. Η εξοικείωση με τον αγιορείτικο ρυθμό ζωής κάνει τον άνθρωπο να αισθανθεί πόσο πολύ χρόνο περιέχει μία ημέρα στο Άγιον Όρος. Και όπως έχει γραφεί: «Στο Άγιον Όρος κινείται κανείς προς τα όρια του χρόνου. Εδώ η φλόγα που καίει το φιτίλι του χρόνου είναι πολύ μικρή. Λίγο ακόμα να το τραβήξει κανείς και θα αποδεσμευθεί από αυτόν»[4]. Επιπρόσθετα, η διαφορετικότητα στις ώρες της ανάπαυσης και της διατροφής, ο περιορισμός της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο (που πριν από μερικά χρόνια ήταν ολοσχερής), η δυνατότητα εξόδου από τη χερσόνησο σε αραιά διαστήματα της ημέρας, η λιτή διατροφή και η αυστηρή νηστεία που συνοδεύονται από την απαγόρευση της κρεοφαγίας, ο δωρικός χαιρετισμός[5] με το εκκλησιαστικό «ευλογείτε», ο ήχος του ξύλινου σήμαντρου, η φωνή του Αναγνώστη μοναχού στην τράπεζα της Μονής κ.ά., μεταφέρουν στον προσκυνητή το αίσθημα της ιεροπρέπειας και της παρουσίας του σε ένα κόσμο που δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Ιδιαίτερο ρόλο στη μοναδικότητα του Αγίου όρους διαδραματίζει το αίσθημα του ένδοξου παρελθόντος βιωμένο στο παρόν, καθώς ο προσκυνητής του Αγίου Όρους γίνεται άμεσα ενεργό μέλος της υπερχιλιόχρονης ιστορίας της αθωνικής ζωής στην οποία ενώνεται το παρελθόν με το παρόν. Έτσι, ο προσκυνητής μπορεί να διαβεί τα ίδια μονοπάτια που διάβηκαν αγιασμένα πρόσωπα, να φιλοξενηθεί σε χώρους που οικοδομήθηκαν με τη στενή εποπτεία βυζαντινών αυτοκρατόρων, και ταυτόχρονα όμως να είναι ένας άνθρωπος της εποχής του[6] που διαβιεί σε μια μικρογραφία της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όλα αυτά βιώνονται χωρίς πλέον να υφίσταται το πρόβλημα του εθνοφυλετισμού και των διακρίσεων μιας και το Άγιο Όρος έχει οικουμενικό χαρακτήρα. Οι μοναχοί του και οι προσκυνητές του προέρχονται από διάφορες χώρες, Ορθόδοξες και μη, όπως Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία, Ρωσία, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία κ.α. εκπροσωπώντας διάφορες πολιτιστικές, πνευματικές και θρησκευτικές παραδόσεις και διαδραματίζοντας σημαντικό ενωτικό ρόλο μεταξύ όλων των Ορθοδόξων των βαλκανικών χωρών[7].
Επίσης, ένας ακόμη παράγοντας που έλκει τους προσκυνητές είναι ο ανθρώπινος παράγοντας και η φήμη που έχουν αποκτήσει οι σύγχρονοι άγιοι, οι οποίοι έζησαν, έδρασαν και δίδαξαν στην εποχή μας και όχι στο μακρινό παρελθόν, όπως κάποιοι άγιοι για τους οποίους γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα από το συναξάρι της εορτής τους ή από την παράδοση. Από τους συγχρόνους αυτούς αγίους, χάρη και στα νέα τεχνολογικά μέσα, έχουμε στη διάθεσή μας φωτογραφίες, ηχητικά αρχεία και ακόμη και βίντεο. Μετά και από τις πρόσφατες αναγραφές νέων αγίων στους αγιολογικούς δέλτους της Εκκλησίας, επιβεβαιώνεται πως η Εκκλησία και το Άγιο Όρος ουδέποτε θα στερηθούν της αγιότητάς παρότι φαίνεται να ζούμε σε εποχή αποστασίας. Έτσι, ο προσκυνητής αισθάνεται ότι είναι εφικτό να έρθει σε επαφή με κάποιον άγιο όπως ο Γέροντας Παΐσιος (ο οποίος αγιοκατατάχθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 2015)[8] ή τον Πορφύριο τον Καυσοκαλιβίτη (ο οποίος αγιοκατατάχθηκε στις 27 Νοεμβρίου του 2013)[9] καθώς και τους πλέον προσφάτους καταχωρηθέντες στη χωρία των αγίων όπως ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Δανιήλ ο Κατουνακιώτης, ο Εφραίμ ο Κατουνακιώτης ο Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης, και ο Σωφρόνιος Ζαχάρωφ, των οποίων την αγιοκατάταξη προανήγγειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στην επίσκεψή του στο Άγιο Όρος στις 20/10/2019[10], και υλοποίησε η σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου(των τελευταίων δυο προαναφερθέντων) στις 27/11/2019[11] και στις 09/03/2020[12] (των τριών πρώτων).
Επίσης, η επαφή με τους μοναχούς, και οι ασκητικές μορφές που κυκλοφορούν είτε στα μονοπάτια είτε βρίσκονται εντός των μοναστηριών, προσδίδουν μία ιερότητα που μαζί με την ψαλτική τέχνη και τις βυζαντινές μελωδίες που βγαίνουν από την καρδιά τον μοναχών χωρίς ξενόφερτες επιδράσεις και μουσικά όργανα αγαλλιάζουν την ψυχή.
Η ψαλτική τέχνη του Αγίου Όρους και η παράδοση στους καλλίφωνους ψάλτες, μας πηγαίνει αρκετά πίσω στα βάθη των χρόνων και πιο συγκεκριμένα στον 14ο αιώνα. Την περίοδο αυτή έζησε ο Ιωάννης ο Ψάλτης (Κουκουζέλης) για τον οποίο η παράδοση προκειμένου να καταδείξει το κάλλος της φωνής του, διασώζει δυο χαρακτηριστικά περιστατικά. Το πρώτο περιγράφει τον Όσιο να βόσκει τα πρόβατα ψέλνοντας και τριγύρω του να έχουν μαζευτεί όλα τα αγρίμια του βουνού εκστασιασμένα για να ακούσουν ύμνους προς τον Πλάστη και Δημιουργό τους[13]. Το δεύτερο περιστατικό θέλει κάποιο Σάββατο του Ακάθιστου, μετά την ευλαβική και κατανυκτική ψαλμωδία του, να του παρουσιάσθηκε η Παναγία και να του είπε: «Χαίροις Ιωάννη· ψάλλε μοι, και ου μη σε εγκαταλείπω» και του έδωσε χρυσό νόμισμα, το οποίο έκανε πολλά θαύματα και τοποθετήθηκε στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Κουκουζέλισσας[14]”. Τον τελευταίο αιώνα για την ψαλτική τους τέχνη έχουν ξεχωρίσει ο Γέρων Δοσίθεος Κατουνακιώτης, ο Δανιήλ των Δανιηλαίων, οπροερχόμενος από την Μεγάλη Παναγία Διονύσιος Φιρφιρής, ο Ιερομόναχος Βασίλειος ο Βατοπαιδινός, ο Ιερομόναχος Γαβριήλ Μακαβός και πολλοί άλλοι, ενώ στη σύγχρονη εποχή το Άγιο Όρος επανδρώθηκε με πλήθος νεαρών μοναχών πολλοί εκ των οποίων γνωρίζουν τη Βυζαντινή μουσική βοηθώντας έτσι στο να καλλιεργείται η ψαλτική τέχνη[15], ενώσε μια προσπάθεια ανάδειξης της ψαλτικής τέχνης και παράδοσης του Αγίου Όρους διοργανώνονται (με επικεφαλής την Μονή Βατοπεδίου) εσπερίδες και μουσικές εκδηλώσεις[16].
Η συνέχεια αυτής της παράδοσης, η οποία συνεχίζεται και σήμερα, έχει ως αποτέλεσμα, όπως πολύ χαριτωμένα μας περιγράφει ο Στέφανος Δημόπουλος στο βιβλίο του «Άγιον Όρος χώρα ζώντων», να υφίσταται ένας πολύ ωραίος «ανταγωνισμός» μεταξύ των Μονών, σχετικά με το ποια Μονή θα έχει τους καλύτερους ψάλτες στην πανήγυρή της και ποια θα τελέσει την πιο πολύωρη αγρυπνία[17]. Για παράδειγμα στην Μεγίστη Λαύρα η μεγάλη αγρυπνία προς τιμή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη διαρκεί πάνω από 15 ώρες, καθώς μόνο τα αργά ανοιξαντάρια του Κουκουζέλη διαρκούν δύο ώρες[18].
Σε συνάφεια με την ψαλτική μπορούμε να αναφέρουμε και την αγιορείτικη υμνογραφία, η οποία εκτός από τους μοναχούς έλκει ιδιαίτερα και τους προσκυνητές (οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν κάποιους από αυτούς που βρίσκονται εν ζωή όπως τον πατέρα Αθανάσιο τον Σιμωνοπετρίτη), και δίνει μια δυνατότητα να εξακτινωθεί η πνευματικότητα του Αγίου Όρους στην οικουμένη. Αξιομνημόνευτες μορφές αγιορειτών υμνογράφων[19] είναι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Θεοκλής ο Καρατζάς (18ος αιωνας), ο Νήφων ο Ιβηροσκητιώτης (19ος αιώνας), ο Βενέδικτος ο εκ του Ρωσσικού (19ος αιώνας) κ.α.. Από τους πλέον σύγχρονους διακρίνεται ο Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης (1905-1991), ο οποίος συνέθεσε περίπου 2.500 ακολουθίες[20] και αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υμνογράφων, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος του έργου του χρησιμοποιήθηκε αμέσως στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος υμνογράφος της μεταβυζαντινής εποχής, τιμώμενος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[21].
Στα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί και η πλούσια και κατανυκτική λειτουργική ζωή (με τις νυχτερινές ακολουθίες, τα σαρανταλείτουργα, τις παρακλήσεις, τα μνημόσυνα, τις ιδιαίτερες προσευχές κ.α.) που διατηρεί τη λιτότητα και το βυζαντινό τυπικό αυθεντικά, απαλλαγμένη κοσμικών επιδράσεων, ενώ στο καθημερινό πρόγραμμα οι μοναχοί τελούν το μεσονυκτικό, τον Όρθρο, τις Ώρες, την παράκληση και τη Θεία Λειτουργία, ενώ το απόγευμα γίνεται ο Εσπερινός, το Απόδειπνο και οι Χαιρετισμοί της Παναγίας[22]. Η διαφορετικότητα του Όρους που το κάνει πιο ελκυστικό και αγαπητό στους προσκυνητές είναι ότι η Λειτουργία δεν τελειώνει με το «Δι’ ευχών» αλλά είναι μια αδιάλειπτη εμπειρία της παρουσίας του Θεού σε όλες τις πτυχές της ζωής[23].
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε στις εντυπώσεις τριών Τούρκων δημοσιογράφων που επισκέφθηκαν το Άγιο Όρος το 2015. Ένας εξ αυτών περιγράφει την ατμόσφαιρα της μεταμεσονύκτιας θείας λειτουργίας ως εξής. «Η ψαλμωδία ερχόταν μια από δεξιά, μια από αριστερά και μετατρεπόταν σε ενθουσιώδη χείμαρρο που κυλούσε στον διάδρομο. Ένα μαγευτικό φωνητικό τραμπάλισμα. Μπορεί η τέχνη να είναι μεταφυσική; Το βράδυ εκείνο πιστέψαμε ότι μπορεί. Παρακολουθούμε άφωνοι και μαγεμένοι… Το τρέμουλο των κεριών και το φως των καντηλιών, οι πολύχρωμοι κόσμοι των εικόνων και των αγιογραφιών, τα χρυσά, οι ίσκιοι… μοναδικός στις στιγμές του χρόνος για το κάθε τι…»[24]
Τέλος, τα ιερά κειμήλια, τα ιερά λείψανα, οι άνω των 20.000 βυζαντινές εικόνες[25] οι οποίες φτιάχτηκαν με προσευχή, νηστεία και κατάνυξη, οι θαυματουργές εικόνες, οι διασωθείσες τοιχογραφίες που κοσμούν τις εκκλησίες και τις τράπεζες των Μονών και καλύπτουν μια επιφάνεια εκατό στρεμμάτων[26], τα ιστορικά αρχεία, τα ελληνικά χειρόγραφα που ανέρχονται σε 15.000 (ανάμεσά τους και περίπου 600 εικονογραφημένα ελληνικά χειρόγραφα)[27]και αποτελούν το 25% των ελληνικών χειρογράφων ανά την υφήλιο[28], η ψηφιδογραφία, η ξυλογλυπτική και οι λοιποί ανεκτίμητης αξίας πνευματικοί και υλικοί θησαυροί, προσφέρουν στους ευσεβείς προσκυνητές μία μοναδική εμπειρία θρησκευτικού προσκυνήματος, καθώς δεν αποτελούν απλά μουσειακά στοιχεία προς έκθεση, αλλά μέσα προς αγιασμό των μοναχών και των προσκυνητών μιας και αποτελούν μέρος της ζώσας λατρευτικής ζωής των Μονών. Σε αυτά τα ιερά κειμήλια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ιδιαίτερη τιμή αποδίδεται από μοναχούς, κληρικούς και λαϊκούς στις εικόνες της Θεοτόκου όπως του Άξιον Έστί, η οποία βρίσκεται στον ναό του Πρωτάτου (ενώπιων της οποίας τον 10ο αιώνα πρωτοψάλθηκε ο γνωστός θεομητορικός ύμνος από τον αρχάγγελο Γαβριήλ), της Οικονόμισσας στη Μεγίστη Λαύρα, της Βηματάρισσας στο Βατοπαίδι, της Πορταΐτισσας στη Μονή Ιβήρων, της Τριχερούσας στη Μονή Χιλανδαρίου, του Ακαθίστου στη Μονή Διονυσίου, τις Γοργοϋπηκόου στη Δοχειαρείου κ.α.. Επίσης, στους ανεκτίμητους θησαυρούς συγκαταλέγονται χρυσόβουλα αυτοκρατόρων, άμφια, αρχιερατικοί ράβδοι, έγγραφα, περίτεχνοι σταυροί οι οποίοι περιέχουν τίμιο ξύλο (το μεγαλύτερο τεμάχιο βρίσκεται στη Μονή Ξηροποτάμου οπού υπάρχει και η τρύπα από τα καρφιά της σταυρώσεως του Χριστού), τα τίμια δώρα που προσέφεραν οι τρεις μάγοι στον νεογέννητο Χριστό (στη Μονή Αγίου Παύλου), η ζώνη της Θεοτόκου (στη Μονή Βατοπαιδίου), το δεξί χέρι του Τιμίου Προδρόμου (στη Μονή Διονυσίου), το χέρι της αγίας Μαρίας Μαγδαληνής (στη Μονή Σίμωνος Πέτρας) και άλλα πολλά κάποια από τα οποία θαυματουργούν και ευωδιάζουν[29].
Ο άνθρωπος που μεταβαίνει στο Άγιο Όρος δεν ονομάζεται επισκέπτης, αλλά προσκυνητής διότι κάνει ένα προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Προσέρχεται με ευλάβεια κι σεβασμό για να ασπασθεί τα ιερά λείψανα, τις θαυματουργές εικόνες και τα ιερά σεβάσματα. Υπάρχουν βέβαια και πολλοί που δεν επισκέπτονται το Άγιο Όρος ως προσκυνητές αλλά ως «περίεργοι», ως φυσιολάτρες, ως πεζοπόροι, ως τουρίστες ή ως ερευνητές ενώ κάποιοι προσέρχονται πολλές φορές με διάθεση να απομυθοποιήσουν όλα αυτό που στα μάτια των πιστών προσκυνητών μοιάζει σαν ένας επίγειος παράδεισος. Λόγω της μεγάλης προσέλευσης και για να μην διαταράσσεται η πνευματική ζωή των μοναχών, αλλά και για να μην μεταφέρονται όλες οι κοσμικές συνήθειες των προσκυνητών στο Άγιο Όρος είναι απαραίτητο να τηρούνται κάποιοι ελάχιστοι κανόνες[30] κατά τη διαμονή σε αυτό. Η προσέλευση των προσκυνητών στο Άγιο όρος είναι ιδιαίτερα αυξημένη κατά τις μεγάλες εορτές και κατά τις πανηγύρεις των Μονών, ενώ ιδιαίτερα δημοφιλής είναι η ανάβαση στην κορυφή του Άθω στις 05-06 Αυγούστου κάθε έτους, ημέρα εορτασμού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όπου και εορτάζει το ομώνυμο ξωκλήσι[31]. Παρόλη βέβαια την πολιορκία του Όρους από τον κόσμο με τις πολλές ανάγκες του, τις καθημερινές θλίψεις και τις διάφορες δοκιμασίες του, οι αγιορείτες μοναχοί θεωρούν σαν μέγιστη διακονία την ανάπαυση του συνανθρώπου.
Υπάρχει και μια άλλη μερίδα ανθρώπων. Αυτών που επιζητούν επιτακτικά και μόνο τη βίωση κάποιου θαύματος ή κάποιου θαυμαστού γεγονότος από κάποιον διορατικό (εντός και εκτός εισαγωγικών) γέροντα που θα τους ενισχύσει την πίστη, γεγονός όμως που από μόνο του καταδεικνύει ασθενή και προβληματική πίστη μιας και τα θαύματα δεν χρειάζονται για τους πιστούς αλλά για τους άπιστους[32], ενώ σύμφωνα και με την επί του Όρους ομιλία του Χριστού, μακάριοι είναι αυτοί οι οποίοι δεν είδαν και πίστευσαν,[33] καθώς το θαύμα αυτό καθαυτό δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μέσω για τη θεραπεία του ανθρώπου, είτε αυτή είναι πνευματική είτε σωματική. Στο πνεύμα αυτό και οι Αγιορείτες άγιοι επιτέλεσαν θαυμαστά γεγονότα ώστε να αναπαύσουν τον ταραγμένο πνευματικά άνθρωπο προς δόξα Θεού και όχι για αυτοπροβολή αλλά και για να μας δείξει ο Θεός ότι σε κάθε εποχή θα αποστέλλει τους ανθρώπους του για να ενισχύεται η πίστη των πολλών.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ