Τα κακαρίσματα των ορνίθων και τα μελωδήματα των αηδονιών

19 Μαΐου 2022

Την εικόνα με τις κότες και τα αηδόνια την χρησιμοποίησε ο όσιος Παϊσιος ο αγιορείτης, όταν θέλησε να περιγράψει την σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη των αηδονιών που κελαηδούν και ευφραίνουν με την μελωδία τους τους ανθρώπους κρυμμένα στις λαγκαδιές, σε αντίθεση προς τις κότες, που όταν γεννούν τα αυγά τους ξεκουφαίνουντους ανθρώπους με τα φλύαρα (επαναλαμβανόμενα) κακαρίσματά τους σαν να έκαναν κάτι σπουδαίο και μεγάλο.

Είναι φανερό ότι με τις φλύαρες κότες μοιάζουν όσοι, ενώ δεν κάνουν κάτι σπουδαίο, προσπαθούν να το διαλαλούν παντοιοτρόπως, ενώ με τα ταπεινά αηδόνια όσοι προσφέρουν χρήσιμο και σπουδαίο έργο και παρά ταύτα δεν το διαφημίζουν. Επομένως η αξία δεν βρίσκεται στη διαφήμιση και την επικοινωνιακή δεινότητα κάποιου αλλά στην ουσία των πράξεών του.

Το πρώτο ηθικό ζήτημα αφορά στο ίδιο το παραγόμενο έργο και την αξία του.

Στην παραγωγή ενός έργου άλλοτε ο παραγωγός είναι ένας και άλλοτε περισσότεροι. Το ίδιο το έργο από τη φύση του μαρτυρεί αν εξυπηρετείται από αυτενέργειες ή συνέργειες. Σε κάθε περίπτωση, και ιδιαίτερα στην καλλιέργεια και την παραγωγή πνευματικού έργου που σχετίζεται με αρετές και αγαθές πράξεις, η συνέργεια της Θείας Χάριτος είναι καθοριστική με δεδομένες την αμαρτητική ροπή και τις αντίρροπες εσωτερικές δυνάμεις, όπως τις περιγράφει ο Παύλοςόταν διαπιστώνει ότι είναι πουλημένος στην αμαρτία και το κοσμικό φρόνημα, το οποίο διαστρεβλώνει και αποπροσανατολίζει το φρόνημα του πνεύματος (Κολ. 2, 18), πορώνει την καρδιά του (Εφ.  4, 18) και οδηγεί το σώμα στην διάπραξη κακών έργων (Ρωμ. 8, 13), καθιστώντας τον ταλαίπωρο, αφού αδυνατεί να ελέγξει το σώμα που το έχει σκοτώσει η αμαρτία (Ρωμ. 7, 24).

Αλλά και η Ορθόδοξη αγιοπατερική Παράδοση μας διδάσκει πως ό, τι καλό και αγαθό κατορθώνεται στη ζωή των ανθρώπων πηγάζει άνωθεν, ενώ κάθε κακό από την ανθρώπινη αδυναμία. Είναι λοιπόν προφανές ότι μια τέτοια αντιμετώπιση δεν αφήνει περιθώρια για φαρισαϊκού τύπου επιμετρήσεις αρετής και ανάλογες καυχησιολογίες και φλυαρίες.

Πέραν τούτων ηδεοντολογία επιτάσσει, η αξία ενός έργου να μην αποτιμάται από τον ίδιο τον παραγωγό αλλά από τους άλλους. Εξάλλου αυτή δεν εξαρτάται από το βαθμό ωφέλειας του ιδίου αλλά των άλλων. Άρα, όσο πιο ανιδιοτελές είναι το έργο τόσο μεγαλύτερη είναι και η αξία του. Μια τέτοια εκτίμηση απαλλάσσει τον άνθρωπο από τη φιλαυτία και την πλεονεξία και τον οδηγεί στην αγάπη που τον «υποχρεώνει» να εργάζεται για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του. Αυτή η αντίληψη επίσης μας απαγορεύει την φλύαρη καυχησιολογία.

Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με το κίνητρο της επικοινωνίας και διαφήμισης του έργου. Βεβαίως μια κότα υποχρεώνεται από τη φύση της να ειδοποιεί το αφεντικό της ότι το αυγό του είναι έτοιμο και κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει για ανηθικότητα με το επιχείρημα ότι το κάνει για να επιδεικνύεται στις άλλες κότες για το κατόρθωμά της. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στα ανθρώπινα. Βεβαίως και εδώ θα ήταν αφύσικο, ένα προϊόν που παράχθηκε με κόπο και κόστος να παραμένει κρυμμένο στις αποθήκες και να μην κοινοποιείται για την διάθεσή του στην αγορά, η οποία προφανώς και εξαρτάται από τη διαφήμισή του. Αλλά, αν αυτό είναι αναγκαίο, η διαφήμιση του οικείου πνευματικού έργου είναι άκρως επικίνδυνη. Το επιχείρημα για την ωφέλεια των άλλων αποτελεί μάλλον πρόσχημα, αφού η βαθύτερη αιτία έχει να κάνει με την αυτοδιαφήμιση και την επίδειξη, δείγματα του εγωισμού και της υπερηφάνειας, που αποτελούν βασικά αίτια της αμαρτίας.

Το τρίτο πρόβλημα σχετίζεται με τον τρόπο της διαφήμισης του έργου. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους τρόπους που η αγορά χρησιμοποιεί για τη διαφήμιση των προϊόντων αρκεί να μην καταστρατηγείται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μην επιδιώκεται η εξαπάτηση των καταναλωτών. Αν η διαφημιστική «φλυαρία» ωφελεί ή βλάπτει την αγορά δεν είναι κάτι που θα το κρίνει η Ηθική αλλά ή ίδια η αγορά. Διαφορετικά είναι ωστόσο τα πράγματα στην πνευματική παραγωγή. Η απόκρυψη και η παρασιώπηση της όποιας αρετής και της εν γένει πνευματικής προόδου συνιστά βασική αρχή του ασκητικού βίου, με την διάχυση, την φλυαρία και την πολυλογία να θεωρούνται άκρως επικίνδυνες για την πνευματική ζωή. Από μόνη της η φλυαρία δηλώνει ότι δεν εκφράζει κάτι το πολύ σημαντικό. Επομένως χρησιμοποιείται είτε ως τρόπος απόκρυψης του ελλειπτικού, και επομένωςανούσιου, είτε ως τρόπος μεγιστοποίησης του υπάρχοντος, άρα ανάδειξης του περιττού. Η εμπειρία από την πολιτική ζωή για παράδειγμα έδειξε ότι όσο πιο πολλά λέει ένας πολιτικός τόσο πιο πολλά θέλει να κρύψει. Και μια γερμανική παροιμία λέει ότι η μεν αλήθεια είναι λακωνική, το δε ψέμα φλύαρο.

Το τέταρτο συναφές ηθικό ζήτημα αφορά στις συνέπειες της φλύαρης αυτοδιαφήμισης. Με βάση και τα παραπάνω, μια φλύαρη διαφήμιση του παραγόμενου έργου αφενός κουράζει τους αποδέκτες και αφετέρου προκαλεί υποψίες για την αληθινή αξία του. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποστροφής της φλυαρίας είναι η στάση του φαρισαίου της ομώνυμης Παραβολής του Χριστού. Όλοι και χωρίς εξαιρέσεις απεχθάνονται την εγωιστική πολυλογία του, έστω και αν οι ίδιοι ακολουθούν παρόμοιες μεθόδους αυτοδιαφήμισης, αλλά και όλοι, παρά την αμαρτωλότητα των τελωνών και τις αρνητικές εμπειρίες που αποκτά κάποιος στις συναλλαγές του με τα τελωνεία, βλέπουν με συμπάθεια τη στάση του τελώνη που δεν φλυαρεί για να δικαιολογήσει τις πράξεις του αλλά μετρά τα λόγια του για να δηλώσει τη μετάνοιά του.

Οι κίνδυνοι που ακολουθούν την πολυλογία επισημαίνονται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: Με την πολυλογία δεν θα αποφύγεις την αμαρτία (Παρ. 10, 19), όποιος μιλάει πολύ θα τον σιχαθούν (Εκκλ. 10, 14), όποιος απαντάει πριν ακούσει τους άλλους είναι ασύνετος και ντροπιάζεται (Παρ. 18, 13). Αλλά και στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός αποστρέφεται τα πολλά λόγια όσων κατά την προσευχή νομίζουν ότι θα πείσουν με την πολυλογία τους(Ματθ. 6, 7).

Το ίδιο απορριπτική της φλυαρίας είναι και η Ορθόδοξη αγιοπατερική Παράδοση: Η πολυλογία, κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος, είναι απόδειξη έλλειψης γνώσης, θύρα της καταλαλιάς, βοηθός των ψευδολογιών, αμαύρωση της προσευχής, αφανισμός της φυλακής του νου. Ο πολυλογάς δεν γνωρίζει ακόμα τον εαυτό του όπως θα έπρεπε.  Τίποτε άλλο δεν προκαλεί σύγχυση, κατά τον Πέτρο Δαμασκηνό, όσο η πολυλογία, και τίποτε άλλο δεν είναι πιο φαύλο από την ακράτητη γλώσσα. Στο πνεύμα της πολυλογίας κρύβονται κατά τον Θεόδωρο τον Ασκητή πολλά πάθη με κορυφαίο το ψεύδος.Ο γλωσσάς, γράφει ο Ισαάκ ο Σύρος, δεν βαδίζει ποτέ το σωστό δρόμο, ούτε ο μεγαλόστομος ούτε και ο πολυλογάς, ακόμα και αν ομιλεί καλά. Καλό είναι να χρησιμοποιεί κάποιος τη βραχυλογία που κρύβει σοφία. Όποιος λέγει πολλά είναι αδύνατο να αποφύγει την αμαρτία και να φθάσει σε ταπείνωση.

Και μια αναγκαία διευκρίνηση: Όσοι ακολουθούν την τακτική των αηδονιών δεν κατακρατούν το χάρισμα του μελωδικού τους κελαηδήματος, για να φανούν δήθεν ταπεινοί. Το μόνο που φροντίζουν είναι να γίνεται αυτό με αυτογνωσία, σεμνότητα, σύνεση και προπαντός διάκριση.