Τολμώμεν και δρώμεν!

9 Μαΐου 2022

«Τίνα ζητείτε;» Το ερώτημα αυτό απηύθυνε ο άγγελος στις μαθήτριες του Κυρίου, που τόλμησαν να προσέλθουν «λίαν πρωΐ» στον τάφο του Χριστού, για να του προσφέρουν τις «αρμόδιες» τιμές. Την ίδια ερώτηση, «τίνα ζητείς», θα έκανε και ο Πιλάτος στον Ιωσήφ από Αριμαθαίας, που «τολμήσας εισήλθε» και «ητήσατο το σώμα του Ιησού». Το κοινό χαρακτηριστικό των Μυροφόρων, ανδρών και γυναικών, ήταν η τόλμη με την οποία προσέρχονται οι μεν γυναίκες στον τάφο, ο δε Ιωσήφ στον Πιλάτο και κοινή αφετηρία της τόλμης των, που τους ώθησε να βγούν από την αδράνεια και να ενεργήσουν αποφασιστικά παρά το εχθρικό εξωτερικό κλίμα, ήταν η αγάπη για τον σταυρωθέντα και ταφέντα διδάσκαλό των.

Έτσι οι μεν μαθήτριες έσπευσαν «όρθρου βαθέος» να «προϋπαντήσουν» τον «προ ηλίου δύναντα» Ήλιον της δικαιοσύνης, παρακάμπτοντας τους εξωτερικούς κινδύνους «διά τον φόβον των Ιουδαίων» αλλά και ξεπερνώντας την ίδια την γυναικεία των φύση, μια και δεν μπορούσαν να αποκυλίσουν μόνες τον λίθο από τον τάφο, ο δε Ιωσήφ και ο Νικόδημος, οι μέχρι τότε κρυφοί μαθητές του Κυρίου «διά τον φόβον των Ιουδαίων» επίσης, τόλμησαν και αποκαλύφθηκαν και ζήτησαν θαρρετά να προσφέρουν τις καθιερωμένες τιμές για τον θανόντα διδάσκαλό των.

Εάν η αγάπη των Μυροφόρων δεν ήταν τόσο μεγάλη και δυνατή, ώστε να τους ωθήση να ξεπεράσουν τους μέχρι τότε φόβους και τις αναστολές των, θα προέβαιναν άραγε σε αυτές τις ενέργειες που τους εξέθεταν ανεπανόρθωτα; Θα ξεκινούσαν οι μαθήτριες για τον τάφο, χωρίς καν να γνωρίζουν εάν μπορούν να φέρουν σε πέρας την ούτως ή άλλως επικίνδυνη αποστολή των; Από την άλλη θα διακινδύνευαν οι μεγαλοσχήμονες Ιωσήφ και Νικόδημος να χάσουν τα αξιώματά των, εάν η αγάπη για τον Κύριό των δεν ήταν μεγαλύτερη από τον φόβο των, εάν ο πόθος και η επιθυμία των να προσφέρουν τα αρμόζοντα δεν τους έφλεγε περισσότερο απ’ ο τι τους έλυνε τα μέλη των ο φόβος για την αποκάλυψή των;

Ασφαλώς τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα έκαναν, εάν δεν τους κινούσε σε δράση η τόλμη, που με την σειρά της τροφοδοτούταν από την αγάπη. Θα έμεναν και αυτοί κλεισμένοι και αδρανείς στο υπερώον της Ιερουσαλήμ, όπου ήταν συγκεντρωμένοι και οι άλλοι, οι «φανεροί» μαθητές, εξ αιτίας του φόβου των Ιουδαίων. Βεβαίως και αυτοί, οι φοβισμένοι, αγαπούσαν τον Κύριο. Όμως η θλίψη και η απογοήτευσή των από τον θάνατό Του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τους είχαν καταβάλει ολοκληρωτικά και είχαν λησμονήσει όλες τις επαγγελίες του Κυρίου περί της αναστάσεώς Του.

Φανταστείτε πράγματι πόσο μεγάλη πρέπει να ήταν η απελπισία των, ώστε να συνεχίζουν να αθυμούν και να απιστούν, παρά το γεγονός ότι αντίκρυσαν το κενοτάφιο με τα μάτια των και πληροφορήθηκαν «από πρώτο χέρι», από τις μαθήτριες και τους άλλους μαθητές, για την έγερση του Χριστού (Μαρκ., ιστ’9-13)!

Χρειάζεται αλήθεια πολύ μεγάλη τόλμη και ξεπέρασμα της λογικής, για να πιστέψη κανείς και τότε και τώρα ότι «ηγέρθη ο Κύριος». Χρειάζεται επίσης να καθαρίση τον εσωτερικό καθρέπτη, της ψυχής, που θα τον βοηθήση να αντικρύση «με άλλα μάτια» τον αναστάντα Κύριο και Σωτήρα μας. Ο Κύριος πάντως κάμπτεται τελικά στην επιμονή και ανταποκρίνεται στην ζήτηση αυτών που τολμούν και επιμένουν.

Γι’ αυτό αποκαλύπτεται στην Μαρία την Μαγδαληνή, που παραμένει στον τάφο «κλαίουσα» και ζητεί να εύρη τον Κύριό Της, ενώ οι άλλοι μαθητές «ήλθον, είδον» «και απήλθον πάλιν προς εαυτούς» (Ιωάν., κ’10-18). Ο Ρωμανός μελωδός στο υπέροχο κοντάκιό του «Εις την αγίαν και μεγάλην Κυριακήν του Πάσχα» γράφει χαρακτηριστικά ότι «ο τα πάντα βλέπων Κύριος ιδών την Μαγδαληνήν Μαρίαν νενικημένην τω κλαυθμώ και ηττημένην τω πόθω εσπλαγχνίσθη τότε και ώφθη τη κόρη». Ο πόθος δηλαδή για τον αγαπημένο της Κύριο, που νίκησε την Μαρία, κατά τον μελωδό, «νίκησε» και τον Κύριο, ώστε να την σπλαγχνισθή και να της φανερωθή, καμπτόμενος από την μεγάλη της επιθυμία.

Με τον ίδιο τρόπο εκάμφθη και ο Πιλάτος στο αίτημα του Ιωσήφ και «εδωρήσατο» σ’ αυτόν το σώμα Του, απορώντας μάλιστα που ο Κύριος είχε ήδη πεθάνει, διότι δεν γνώριζε ασφαλώς, ο μέγας και τρανός Πιλάτος, ότι δεν αποφασίζει ο θάνατος πότε θα τον πάρει κοντά του αλλά ότι ο Κύριος εξουσιάζει τον θάνατο και παραδίδει το πνεύμα Του οικειοθελώς, αφού πρώτα πη το «τετέλεσται» («ολοκληρώθηκε η αποστολή μου») και κλίνη την κεφαλή Του ((Ιωάν., ιθ’ 30).

Επομένως, οι Μυροφόροι και οι Μυροφόρες του Κυρίου, που τιμά η Εκκλησία μας την τρίτη Κυριακή μετά από την Ανάσταση, έχουν να μας διδάξουν μεταξύ άλλων ένα πολύ καλό μάθημα για το πως θα αντιμετωπίζωμε εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι και μάλιστα οι λεγόμενοι μαθητές Του, τους δικούς μας φόβους. Με ποια πλευρά θα θελώσωμε να βρεθούμε; Με εκείνους τους μαθητές που παρά το γεγονός ότι αντίκρυσαν το κενό μνημείο «ιδίοις όμμασι» και πληροφορήθηκαν από έγκυρες πηγές για την έγερσή Του, εν τούτοις επέμεναν στην απιστία των και συνέχισαν να ζούν στην θλίψη και στην απραξία «διά τον φόβον των Ιουδαίων»; Ή θα τολμήσωμε να κάνωμε θαρρετά εμείς το πρώτο βήμα προς «συνάντηση» του Κυρίου μας, παραβλέποντες τις αντικειμενικές και δύσκολες εξωτερικές συνθήκες, βαδίζοντες και εμείς ενάντια στην δική μας αδύναμη ανθρώπινη φύση και ξεπερνώντας τους φυσικούς μας φόβους;

Εάν επιλέξωμε την δεύτερη οδό, αυτήν που επέλεξαν και οι τολμηροί Μυροφόροι και οι θαρραλέες Μυροφόρες, τότε θα έχωμε διπλή επιτυχία. Και την αδράνειά μας θα ξεπεράσωμε και τον Κύριό μας θα συναντήσωμε, διότι ο Κύριος αποκαλύπτεται σε όποιον επιμόνως τον ζητά, μας προτρέπει μάλιστα να το πράττωμε συνεχώς και αδιαλείπτως: «Ζητείτε και ευρήσετε, αιτείτε και δοθήσεται (Ματθ. ζ’ 7).

Φανταστήτε ότι και εμείς οι ίδιοι θα νοιώσουμε έκπληξη με το κατόρθωμά μας αλλά και απίστευτη χαρά, εάν ο πόθος μας για τον αγαπημένο μας Χριστό είναι τόσο μεγάλος, ώστε να ξεπερνάη τον φόβο των Ιουδαίων του κόσμου τούτου και να παραμερίζη όλους τους άλλους φόβους.

Τολμώμεν λοιπόν και δρώμεν, ώστε όχι μόνον να εξέλθωμε οι ίδιοι από την αδράνειά μας αλλά και για να εργαστούμε και να συνεργαστούμε και με άλλους τολμηρούς και ο Θεός της αγάπης θα αυξάνη την τόλμη προς το αγαθό και θα ενισχύη κάθε αγαθοεργό δράση προς δόξα δική Του και αφύπνιση και σωτηρία πάντων των ανθρώπων! Γένοιτο!