Άγιοι Πάντες, οι φωτεινοί μας οδοδείκτες

18 Ιουνίου 2022

Τους Αγίους Πάντες, τους φωταυγείς αστέρες του νοητού στερεώματος, τιμά η Εκκλησία μας την πρώτη Κυριακή μετά από την Πεντηκοστή, ως όργανα του Πνεύματος και πρώτους καρπούς της χάριτός Του. Πρόκειται για Αγίους όλων των κατηγοριών και ηλικιών, επωνύμους και ανωνύμους, επιφανείς και ασήμους, άνδρες και γυναίκες, που φωτίστηκαν και αγιάσθηκαν από το Άγιο Πνεύμα και ευηρέστησαν στον Θεό, διότι «επλήρωσαν έργω τον λόγον του Σωτήρος».

Βλαστούς ευαγγελίου και καρπούς αμαράντους, καλεί ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης τους Άγιους Πάντες, ο δε Κύριλλος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τους παρομοιάζει με ουρανό, που στο μέσο του λάμπει ως Ήλιος ο Χριστός, ως σελήνη η Παναγία, και «κύκλω» ως ολόφωτα άστρα οι χοροί πάντων των Αγίων. Ο κυκλωτικός αυτός χορός παραμένει μάλιστα ανοικτός, ώστε, όποιος θελήση, «εις τους πάντας εισέρχεσθαι» (Συναξάρι της εορτής).

Άλλωστε οι Άγιοι δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ακολουθήσουν την προτροπή του Κυρίου: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι» (Α’ Πετρ., α’ 16). Πράγματι, ενδυναμούμενοι «διά της πίστεως» «κατηγωνίσαντο βασιλείας» (=ανέτρεψαν βασίλεια), «έφραξαν στόματα λεόντων», «έσβεσαν δύναμιν πυρός», «έφυγον στόματα μαχαίρας», «ετυμπανίσθησαν» (=κακοποιήθηκαν διά του βασανιστικού οργάνου, του τυμπάνου), «ελιθάσθησαν», «επρίσθησαν» (=πριονίστηκαν), «επειράσθησαν» (Εβρ., ια’ 33-37), υπέμειναν όλων των ειδών τις κακουχίες, για να επιτύχουν την «επαγγελία» του Θεού για την αιώνιο ζωή.

Ας μην αναρωτιέται πλέον κάποιος με ποιόν τρόπο κατάφεραν οι πρώην απλοί και κοινοί αυτοί άνθρωποι, οι κατά πάντα όμοιοι με μας ως προς την φύση, να βρούν την ψυχική και σωματική δύναμη, ώστε να επιτύχουν τόσο μεγάλα κατορθώματα! Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: αγωνίστηκαν και τελειώθηκαν «διά της πίστεως»!

Κατ’ αρχάς η πίστη φλόγισε τις καρδιές των «αγραμμάτων αλιέων», των μαθητών του Κυρίου, ώστε να γίνουν απόστολοι και κήρυκες του ευαγγελίου Του στα πέρατα της οικουμένης. Αυτοί με την σειρά των έσπειραν τον λόγο Του, που βλάστησε «θεία γεωργία και χάριτι» και δημιούργησε τις πανστρατιές των αγίων μαρτύρων και ομολογητών, οι οποίοι πυρπολούμενοι από την φλόγα της θείας αγάπης έφλεξαν τα φρυάγματα των ειδώλων και διέλυσαν τα σκοτάδια της πλάνης, σκορπίζοντας το φως του Χριστού απανταχού της γης.

«Πίστει ειργάσαντο δικαιοσύνην», «ενεδυναμώθησαν από ασθενείας» (ο. π.), ώστε να νικήσουν στους πολέμους και να τρέψουν αυτοί, οι πρώην αδύναμοι και έπειτα δυνατοί εν Κυρίω, τους εχθρούς σε φυγή. Αλλά και για έναν άλλον λόγο τα κατάφεραν, επειδή γι’ αυτούς «ουκ ην άξιος ο κόσμος». Δεν δέχθηκαν δηλαδή να ανταλλάξουν την αγάπη του Χριστού και την επαγγελία της αιωνίου ζωής με όλες τις τιμές και τα αξιώματα του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό ο Κύριος στην μέλλουσα κρίση τους επιφυλάσσει τον αμάραντο στέφανο για την μαρτυρία της πίστεώς των.

Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και το μεγαλείο των Αγίων Πάντων αλλά και η μακροθυμία του Κυρίου μας. Ούτε Εκείνοι σπεύδουν, όπως θα περίμενε κανείς, και όπως είναι λογικό, ύστερα από πολύμοχθο αγώνα, να δρέψουν τους καρπούς του μαρτυρίου των και να τους γευθούν με μακαριότητα, ούτε ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος επιθυμεί να απολαύσουν μόνοι των τα πλούσια αγαθά της Βασιλείας Του, «του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι» (ο.π. 40). Εξ άλλου ο Θεός «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι» και περιμένει υπομονετικά να συγκαταριθμηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι στον ανοικτό χορό των Αγίων Του!

Ύστερα από την τιμή αυτήν που μας κάνει ο αγαθός Θεός και οι Άγιοί μας, κανονικά θα έπρεπε όλοι να αγωνιζώμεθα με προθυμία και φιλοτιμία «τον προκείμενον ημίν αγώνα» της πίστεως. Εάν δεν το πράττωμε, σημαίνει ή ότι υστερούμε στην πίστη ή ότι προτιμούμε τις κοσμικές τιμές από την αγάπη του Κυρίου ή και τα δύο.

Και στις δύο περιπτώσεις είμαστε πραγματικά αξιοκατάκριτοι. Όχι μόνον δεν ομοιάζομε στο ελάχιστο στους καταξιωμένους Αγίους Πάντες αλλά τους περιφρονούμε κατ’ ουσίαν με την υποκριτική μας στάση. Από την μια λέμε ότι τους τιμάμε, από την άλλη προσφέρομε μεγαλύτερες τιμές στους κάθε λογής «αγίους» του κόσμου τούτου που κυριολεκτικά λατρεύομε και ακολουθούμε τυφλά σε ο τι κι αν μας λένε. Τους εμπιστευόμαστε μάλιστα ακόμη και όταν μας απογοητεύουν και αποδεικνύονται ανάξιοι της εμπιστοσύνης μας. Ακόμη και τότε είμαστε και πάλι πρόθυμοι να τους υπακούσωμε.

Είναι πράγματι τόσο μεγάλη η σύγχυση των ημερών, τόσο πηκτό το σκοτάδι, τόσο καλά οργανωμένη και συγκεκαλυμμένη η δράση των δυνάμεων του κακού αλλά και τόσο εκτεταμένη η διάσπαση και η ασυνεννοησία των δυνάμεων του καλού, ώστε να φαίνεται σχεδόν αδύνατον να αντιδράση και να αντισταθή κανείς στον απόλυτο έλεγχο των πρώτων.

Αλήθεια, τι έχομε να αντιτάξωμε στις φαινομενικά ακατανίκητες αντίθεες και απάνθρωπες δυνάμεις που παλεύουν με πείσμα να μας συντρίψουν; Την ομολογουμένως ανίσχυρη πίστη μας, που όμως γίνεται ισχυρή, όταν ζητήσωμε ενδυνάμωση από τον κραταιό Κύριο. Εκείνος ενδυνάμωσε τους πρώην ασθενείς και στην συνέχεια ενισχυμένους από την δύναμή Του Αγίους Πάντες, ώστε και θαυμαστά να επιτύχουν και τις ενάντιες δυνάμεις να κατανικήσουν.

Εκείνος δεν παύει να αναδεικνύη διαρκώς Αγίους, ακόμη και στις ημέρες μας, για να μας φωτίζουν και να μας ενδυναμώνουν και εμάς, ώστε «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» να αντέχωμε στα σύγχρονα μαρτύρια, αρκεί να τον ομολογούμε με θάρρος.

Ταυτοχρόνως, ας μην παύωμε να αγωνιζώμεθα «τον καλόν αγώνα» της πίστεως με σταθερότητα και «δι’ υπομονής», έχοντες τους οφθαλμούς μας προσηλωμένους στον τελειωτή Κύριο και στους τελειωθέντες εν Κυρίω αξίους μαρτυρές Του και φωτεινούς μας οδοδείκτες, τους Αγίους Πάντες, από την χάρη των οποίων είθε πάντοτε να καταυγαζώμεθα και με τους οποίους είθε να αξιωθούμε να συγκοινωνήσωμε στην αιώνια Βασιλεία Του. Γένοιτο!