Ας ζωγραφίζουμε στην ψυχή μας τους Μάρτυρες για να παραμένει μέσα μας ο βασιλέας των όλων Θεός!

27 Ιουνίου 2022

Άγιοι Πάντες. (Εικόνα από https://naosagiasbarbaras.gr).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία εις του Αγίους Πάντας

που μαρτύρησαν σ’ όλο τον κόσμο

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=344286

β. Μα εσύ που ακούς σκάλα σιδερένια, θυμήσου τη σκάλα τη νοητή που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ από τη γη στον ουρανό απλωμένη. Από κείνη κατέβαιναν άγγελοι, από αυτήν ανεβαίνουν μάρτυρες, και τις δυο όμως ο Κύριος τις στήριξε. Δεν άντεχαν τους πόνους οι άγιοι αυτοί αν δεν ανέβαιναν σ’ αυτή τη σκάλα. Αλλά το ότι από εκείνη τη σκάλα ανεβαίνουν και κατεβαίνουν άγγελοι, κι από αυτήν ανεβαίνουν οι μάρτυρες, είναι σε όλους φανερό.

Γιατί άραγες; Διότι εκείνοι στέλνονται να βοηθούν αυτούς που μέλλουν να κληρονομήσουν σωτηρία, ενώ αυτοί σαν αθλητές και ήρωες, απαλλάχτηκαν από τους αγώνες κι έφυγαν πια γι’ Αυτόν που ορίζει τον αγώνα. Ας μην ακούμε όμως μόνο αυτά τα λόγια, που λένε ότι κάρβουνα έστρωναν κάτω από τα καταπληγωμένα σώματα, αλλά ας σκεφθούμε τι κάνομε όταν μας βρη ξαφνικά ένας πυρετός. Αβίωτο θεωρούμε το βίο, ταραζόμαστε, δυστροπούμε, σαν τα μικρά παιδιά αγαναχτούμε, νομίζοντας εκείνη τη φωτιά όμοια με την κόλαση.

Αυτοί όμως, που δεν τους έπιασε πυρετός αλλά τους πολιορκούσε από παντού η φλόγα και οι σπίθες πηδούσαν πάνω στις πληγές και δάγκωναν τα τραύματα πιο άγρια κι από θηρία, σα νάταν αδαμάντινοι και σα να τάβλεπαν αυτά να γίνωνται στων άλλων τα σώματα, έτσι γενναία και με την ανδρεία που ταίριαζε επίμεναν να ομολογούν πίστη στον Χριστό, μένοντας ακλόνητοι σ’ όλα τα δεινά και δείχνοντας την ανδρεία τους και τη χάρη του Θεού με λαμπρό τρόπο.

Είδατε πολλές φορές τον ήλιο ν’ ανεβαίνη ψηλά την αυγή και να σκορπά χρυσαφένιες ακτίνες; Τέτοια ήταν των αγίων τα σώματα, που κυλούσαν πάνω τους ρυάκια το αίμα σαν ακτίνες χρυσαφένιες, κι’ έκαναν να λάμπη το σώμα τους πολύ περισσότερο απ’ όσο ο ήλιος τον ουρανό. Τούτο το αίμα οι άγγελοι το έβλεπαν και χαίρονταν, οι δαίμονες έφριτταν κι ο ίδιος ο διάβολος έτρεμε. Γιατί δεν ήταν απλό αίμα αυτό που έβλεπαν, αλλά αίμα σωτήριο, αίμα άγιο, αίμα άξιο για τους ουρανούς, αίμα που αδιάκοπα ποτίζει τα καλά της Εκκλησίας φυτά.

Είδε το αίμα κι έφριξε ο διάβολος γιατί θυμήθηκε το άλλο αίμα, του Κυρίου. Για κείνο το αίμα χύθηκε τούτο, γιατί από τότε που λογχίσθηκε το πλευρό του Κυρίου, βλέπεις πια αμέτρητα πλευρά να λογχίζωνται. Γιατί ποιος δε θάμπαινε σ’ αυτούς τους αγώνες με ευχαρίστηση πολλή, αφού θα δοκίμαζε κι’ αυτός του Κυρίου τα παθήματα και θα ταίριαζε ο θάνατός του με το θάνατο του Χριστού; Αυτή ή ανταπόδοση ήταν αρκετή και η τιμή ήταν πολύ περισσότερη από τους πόνους, και ξεπερνούσε τους άθλους η αμοιβή, ακόμα και πριν από τη βασιλεία των ουρανών.

Ας μην τρομάζωμε λοιπόν ακούγοντας ότι ο τάδε εμαρτύρησε, αλλά να τρομάζωμε ακούγοντας ότι ο τάδε δείλιασε κι έπεσε μπροστά σε τέτοια βραβεία.

Μ’ αν θέλης ν’ ακούσης και όσα έγιναν μετά, λόγος κανείς δε μπορεί να τα παραστήση, γιατί, «Ούτε μάτι τα είδε, λέει, ούτε αυτί τα άκουσε, ούτε στη σκέψη ανθρώπου ανέβηκαν αυτά που ετοίμασε ο Θεός σ’ όσους τον αγαπούν», και κανείς άνθρωπος δεν τον αγάπησε τόσο όπως οι μάρτυρες. Αλλά δε θα σωπάσω επειδή τα ετοιμασμένα αγαθά ξεπερνούν και το λόγο και τη σκέψη μας. Όσο είναι δυνατό θα πω εγώ και θ’ ακούσετε σεις, για να προσπαθήσω να σας παραστήσω τη μακαριότητα που τους περιμένει εκεί.

Γιατί καθαρά μόνο αυτοί θα μάθουν, όσοι θα αξιωθούν να την απολαύσουν. Τα δεινά αυτά δηλαδή και τα αβάσταχτα, τα υποφέρουν οι μάρτυρες σ’ ελάχιστο καιρό, κι όταν απαλλαχτούν από τη ζωή αυτή, ανεβαίνουν στους ουρανούς ενώ πηγαίνουν μπροστά τους άγγελοι και τους περιστοιχίζουν αρχάγγελοι. Γιατί δεν ντρέπονται για τους σύνδουλούς των, αλλά όλα θα δέχωνταν να τα κάμουν γι’ αυτούς, επειδή κι εκείνοι δέχτηκαν να πάθουν τα πάντα για τον Δεσπότη τους Χριστό.

Κι όταν ανέβουν στον ουρανό, όλες εκείνες οι άγιες δυνάμεις τους τριγυρίζουν. Αφού όταν επισκεφθούν μια πόλη ξένοι αθλητές, όλος ο κόσμος συντρέχει από παντού, τους περικυκλώνουν και παρατηρούν προσεχτικά τη δύναμη που έχουν τα μέλη τους, πολύ περισσότερο όταν οι αθλητές της ευσεβείας ανεβαίνουν στους ουρανούς. Συντρέχουν οι άγγελοι και όλες οι ουράνιες δυνάμεις μαζεύονται από παντού να δουν τα τραύματά τους, και σαν ήρωες που γυρίζουν από τον πόλεμο και τη μάχη, ύστερα από πολλά τρόπαια και νίκες, με τέτοια ευχαρίστηση τους υποδέχονται όλους και τους ασπάζονται.

Έπειτα τους οδηγούν με πολλές τιμές προς τον βασιλέα των ουρανών, στο θρόνο εκείνο τον γεμάτο δόξα μεγάλη, όπου είναι τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ. Κι όταν φτάσουν εκεί και προσκυνήσουν Εκείνον που κάθεται στο θρόνο, χαίρονται μεγαλύτερες τιμές από τον Κύριο παρά από τους ανθρώπους. Γιατί δεν τους δέχεται σα δούλους (αν και θάταν κι αυτό μεγάλη τιμή, τέτοια που δεν υπάρχει άλλη), αλλά σαν φίλους του. Εσείς είστε, λέει, φίλοι μου, και πολύ σωστά, γιατί ο ίδιος πάλι είπε· «Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν κανείς δεν έχει, το να δώση κάποιος τη ζωή του για τους φίλους του».

Επειδή λοιπόν φανέρωσαν την πιο μεγάλη αγάπη, τους υποδέχεται και τους χαρίζει τη δόξα εκείνη. Χορεύουν με τους αγγέλους κι ακούν τους ύμνους τους μυστικούς. Αφού κι όταν είχαν τα σώματά τους ζούσαν στον αγγελικό χορό με την κοινωνία των μυστηρίων, κι έψαλλαν με τα Χερουβίμ τον τρισάγιο ύμνο, όπως το ξέρετε εσείς οι μυημένοι*, πολύ περισσότερο τώρα που βρέθηκαν μέσα στον ουράνιο χορό, παίρνουν μέρος πια σ’ εκείνη τη δοξολογία χωρίς κανένα εμπόδιο.

Λοιπόν, δε φοβόσασταν πριν το μαρτύριο;
Λοιπόν, δεν επιθυμείτε τώρα το μαρτύριο;
Λοιπόν, δεν λυπάστε τώρα γιατί δεν ήρθε καιρός για μαρτύριο;
Ας γυμναζόμαστε όμως για τον καιρό του μαρτυρίου.

Καταφρόνησαν εκείνοι τη ζωή, καταφρόνησε συ την καλοπέραση.

Εκείνοι έρριξαν τα σώματά τους στη φωτιά, ρίξε συ χρήματα τώρα στα χέρια των φτωχών.

Καταπάτησαν εκείνοι τη φωτιά, σβήσε συ της επιθυμίας τη φλόγα.

Κουραστικά αυτά, φέρνουν όμως κέρδος. Μη βλέπης τα παρόντα τα αβάσταχτα, αλλά τα μέλλοντα τα ευχάριστα. Όχι τα δεινά που περνάς τώρα, αλλά τα αγαθά που ελπίζεις, όχι τα παθήματα αλλά τα βραβεία, όχι τους κόπους αλλά τα στεφάνια, όχι τους ιδρώτες αλλά τις αμοιβές, όχι τους πόνους αλλά την ανταπόδοση, όχι τη φωτιά που καίει, αλλά τη βασιλεία που σε περιμένει, όχι τους δήμιους που σε τριγυρίζουν, αλλά τον Χριστό που σε στεφανώνει.

 

γ. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος και ο πιο εύκολος δρόμος για την αρετή, να μη βλέπη κανείς τους κόπους μόνο, αλλά και τα βραβεία μαζί με τους κόπους κι όχι το καθένα χωριστά.

Όταν είναι να δώσης ελεημοσύνη μη σκέφτεσαι ότι θα ξοδέψης χρήματα, αλλά ότι θα αποκτήσης δικαίωμα. Εσκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, το δικαίωμά του μένει στον αιώνα του αιώνος.

Μη βλέπης τον πλούτο που λιγοστεύει, αλλά πρόσεχε το θησαυρό που αυξάνει.

Αν νηστέψης, μη σκέφτεσαι την κακουχία της νηστείας, αλλά την άνεση που θάρθη από αυτή την κακουχία.

Αν αγρυπνήσης προσευχόμενος, μη βάζης στο νου σου την ταλαιπωρία της αγρυπνίας, αλλά το θάρρος που θάχης από την προσευχή.

Έτσι κάνουν και οι στρατιώτες. Δε βλέπουν τα τραύματα, αλλά τις αμοιβές, όχι τις σφαγές, αλλά τις νίκες, όχι τους νεκρούς που πέφτουν, αλλά τους νικητές που στεφανώνονται. Έτσι και οι καπετάνιοι, μπροστά στα κύματα βλέπουν τα λιμάνια, μπροστά στα ναυάγια τα κέρδη, μπροστά στα βάσανα της θάλασσας, τα αγαθά μετά από τη θάλασσα.

Το ίδιο κάμε και συ. Σκέψου πόσο σπουδαίο είναι μέσα στη βαθειά νύχτα, όταν όλοι οι άνθρωποι κοιμούνται και τα θηρία και τα κατοικίδια, κι είναι απόλυτη ησυχία, να σηκωθής μόνο εσύ και να μιλάς με θάρρος με τον Κύριο όλων μας.

Αλλά είναι γλυκύς ο ύπνος; Μα τίποτα γλυκύτερο από την προσευχή. Αν συνομιλήσης μόνος σου μαζί του, πολλά θα μπόρεσης να κερδίσης, χωρίς κανείς να σ’ ενοχλή ούτε να σε ξεστρατίζη από την προσευχή σου, κι εκείνη η ώρα σε βοηθά να πετύχης αυτά που θέλεις.

Αλλά στριφογυρίζεις πλαγιασμένος σε μαλακό στρώμα και βαριέσαι να σηκωθής; Φέρε στο νου σου τους μάρτυρες που σήμερα είναι πλαγιασμένοι σε σιδερένια σκάλα, χωρίς στρώμα από κάτω τους αλλά απλωμένα κάρβουνα που καίνε.

Εδώ θέλω να τελειώσω το λόγο, για να φύγετε έχοντας ζωντανή και ζωηρή τη μνήμη εκείνης της σκάλας, και να τη θυμάστε νύχτα και μέρα. Κι αν μας κρατούν δεμένους χίλιες αιτίες, θα μπορέσωμε όλα εύκολα να τ’ αποτινάξωμε και να σηκωθούμε για προσευχή, έχοντας πάντοτε στο νου μας τη σκάλα αυτή. Κι όχι μόνο εκείνη τη σκάλα αλλά και τα άλλα βασανιστήρια των μαρτύρων να τα ζωγραφίζουμε στο πλάτος της δικής μας καρδιάς.

Κι όπως αυτοί που κάνουν λαμπρά τα σπίτια τους, τα στολίζουν παντού με πλούσια ζωγραφική, έτσι κι εμείς, ας ζωγραφίσουμε των μαρτύρων τα βασανιστήρια στους τοίχους της δικής μας ψυχής. Γιατί εκείνη ή ζωγραφική είναι ανώφελη, αυτή όμως έχει κέρδος. Δε χρειάζεται λεφτά, ούτε δαπάνη, ούτε καμιά τέχνη η ζωγραφιά αυτή, αλλά αντί για όλα αρκεί να βάλη κανείς ζήλο ψυχή, γενναίο και άγρυπνο λογισμό, και μ’ αυτόν, σα χέρι που ξέρει άριστη τέχνη, να ζωγραφίση τα βασανιστήριά τους.

Ας ζωγραφίζουμε λοιπόν στην ψυχή μας άλλους να βρίσκωνται στα τηγάνια, άλλους τεντωμένους στη φωτιά, άλλους να στριφογυρίζουν μέσα στα καζάνια, άλλους να βουλιάζουν στη θάλασσα, άλλους να τους ξεσκίζουν, άλλους να τους γυροφέρνουν στον τροχό, άλλους να τους ρίχνουν στο γκρεμό.

Κι ακόμα άλλους να παλεύουν με θηρία, άλλους να τους οδηγούν στο βάραθρο κι άλλους όπως έτυχε να τελείωση καθένας τη ζωή του, ώστε με τις διάφορες αυτές εικόνες να κάμωμε λαμπρό το δικό μας σπίτι, να προσφέρωμε αντάξια διαμονή στον βασιλέα των ουρανών.

Γιατί αν δη έτσι ζωγραφισμένη την ψυχή μας, θάρθη μαζί με τον Πατέρα και θα κατοικήση μέσα μας με το άγιο Πνεύμα, και βασιλικό παλάτι θάναι πια η ψυχή μας, και κανείς άπρεπος λογισμός δε θα μπορέση να εισχωρήση σ’ αυτήν, αφού η μνήμη των μαρτύρων θα υπάρχη πάντα μέσα μας σαν ζωηρή ζωγραφιά, και θα σκορπά λάμψη μεγάλη και αδιάκοπα θα παραμένη μέσα μας ο βασιλέας των όλων Θεός.

Κι όταν υποδεχτούμε το Χριστό εδώ μ’ αυτό τον τρόπο, θα μπορέσωμε αφού φύγωμε από δω να τον υποδεχτούμε στις αιώνες μας κατοικίες, τις όποιες μακάρι όλοι μας να αξιωθούμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, από τον όποιο και μαζί με τον όποιο, ας έχη δόξα ο Πατήρ, όπως και το άγιο και ζωοποιό Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

* Υπονοείται η παλαιά διάκριση σε κατηχουμένους και μυημένους.

 

Η ομιλία περιέχεται στον τόμο, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, «Εγκωμιαστικά β’, τόμος ε’», των εκδόσεων ο Λόγος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κωνσταντίνος Λουκάκης.