Να μην επαναστατεί κανείς εξ αιτίας της αταξίας του εναντίον πάντων!

2 Ιουνίου 2022

Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Λόγος στ’,
Ειρηνικός πρώτος

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=342637

18. Τους θρηνεί μεν ο Ιερεμίας διά τα προηγούμενα πάθη των και οδύρεται διά την βαβυλώνειον αιχμαλωσίαν. Διότι πράγματι και εκείνα ήσαν άξια θρήνων και οδυρμών.

Μήπως δε δεν είναι από τα πιο μεγάλα δεινά τα μέχρι θεμελίων κατεσκαμμένα τείχη, η κατεδαφισμένη πόλις, ο κατεστραμμένος ναός, τα λεηλατημένα αφιερώματα, οι βέβηλοι πόδες και αι χείρες (πόδες οι οποίοι περιπατούν μέσα εις το άβατον και χείρες αι οποίαι πιάνουν εκείνα τα οποία δεν επιτρέπεται να πιάσει κανείς), οι προφήται οι οποίοι σιωπούν, οι ιερείς οι οποίοι οδηγούνται εις την αιχμαλωσίαν, οι γέροντες οι οποίοι δεν ελεούνται, αι παρθένοι αι οποίαι ατιμάζονται, η νεολαία η οποία διαφθείρεται, το ξένον και εχθρικόν πυρ, οι ποταμοί του αίματος αντί διά το άγιον πυρ και το άγιον αίμα, οι αφιερωμένοι εις τον Θεόν οι οποίοι διαπομπεύονται, οι θρήνοι οι οποίοι παίρνουν την θέσιν των ύμνων, και, διά να είπω και κάτι από τους ιδίους τους Θρήνους του Ιερεμίου, οι υιοί της Σιών οι τίμιοι, και αφιλάργυροι, οι τρυφεροί και απρόσβλητοι από το κακόν, οι οποίοι οδηγούνται εις την εξορίαν, και αι οδοί της Σιών αι οποίαι πενθούν επειδή δεν υπάρχουν πανηγυρισταί, και πιο πάνω απ’ αυτά αι χείρες των φιλανθρώπων γυναικών αι οποίαι δεν δίδουν πλέον τροφήν προς τα τέκνα των κατά την διάρκειαν της πολιορκίας, αλλά τα κατασπαράζουν διά να τα φάγουν, χρησιμοποιούσαι ως φάρμακον κατά της πείνης ό,τι πιο πολύτιμον έχουν;

Πώς δεν είναι αυτά φοβερά πράγματα, και μάλιστα περισσότερον από φοβερά, όχι μόνον δι’ εκείνους οι οποίοι τα έπαθαν τότε, αλλά και δι’ εκείνους οι οποίοι τα ακούουν τώρα;

Εγώ λοιπόν όποτε και αν πάρω εις χείρας μου το βιβλίον [τους «Θρήνους» του Ιερεμία] αυτό  και αναγνώσω τους θρήνους, τους αναγινώσκω δε όταν θέλω να σωφρονίσω την ευδαιμονίαν με το ανάγνωσμα, χάνω την φωνήν μου και ξεσπώ σε δάκρυα και έρχεται κατά κάποιον τρόπον εμπρός μου το φοβερόν πάθος και θρηνώ μαζί με εκείνον ο οποίος θρήνησε.

Την δε τελευταίαν των πληγήν και την μετοίκησιν και τον ζυγόν της δουλείας υπό τον οποίον ζουν τώρα, και την περιβόητον ταπείνωσιν από τους Ρωμαίους, η οποία δεν είχεν άλλο αίτιον από την ανταρσίαν, ποίος από εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν να γράφουν θρήνους και να κάνουν τον λόγον ανάλογον προς το πάθος θα την θρηνήση επαξίως;

Ποία βιβλία θα χωρέσουν αυτά τα πράγματα;

Μνημείον της συμφοράς αυτής αποτελεί ολόκληρος η οικουμένη εις την οποίαν έχουν διασπαρεί, η λατρεία η οποία έχει σταματήσει και το έδαφος της Ιερουσαλήμ το οποίον μόλις αναγνωρίζεται, και το οποίον πατείται μόνον από εκείνους οι οποίοι κρατούν την παλαιάν των πίστιν εις τέτοιον βαθμόν, ώστε να παρουσιάζωνται την ημέραν και να θρηνούν την ερημίαν.

 

19. Αφού δε είναι τόσον φοβερόν κακόν η ανταρσία και αίτιον τόσων μεγάλων κακών, όπως φανερώνουν και αυτά τα οποία έχω είπει, και όπως ημπορεί κανείς να μάθη από πολλάς άλλας παρομοίας περιπτώσεις, είναι ακόμη φοβερώτερον το να υποπέσωμεν πάλιν εις την ιδίαν αυτήν ασθένειαν, ενώ έχομεν εγκαταλείψει την μικροψυχίαν και έχομεν γευθή τα καλά της ειρήνης, και να επιστρέψωμεν εις τον ίδιον τον έμετόν μας, όπως λέγεται, και να μη παραδειγματισθώμεν από την πείραν, η οποία σωφρονίζει ακόμη και τους ανοήτους.

Διότι θεωρώ κενούς και ανοήτους όχι εκείνους οι οποίοι θεωρούνται τέτοιοι, εκείνους δηλαδή οι οποίοι παραμένουν εις κάποιον κακόν, αλλά εκείνους οι οποίοι άγονται και φέρονται και μεταπηδούν με ευκολίαν από το ένα προς το άλλο, όπως οι ελαφροί άνεμοι οι οποίοι αλλάζουν κατευθύνσεις, ή όπως αι μεταβολαί και αι παλίρροιαι των Ευρίπων ή τα άστατα κύματα της θαλάσσης.

Λαμβάνω υπ’ όψιν μου δε και το ότι, εκείνους μεν οι οποίοι παραμένουν εις την ανταρσίαν τους κάνει καλυτέρους η ελπίς της ομονοίας και τους κάνει ελαφρότερον το βάρος της συμφοράς (διότι η πιο μεγάλη βοήθεια δι’ εκείνους οι οποίοι δυστυχούν είναι η ελπίς της μεταβολής και το καλύτερον προς το οποίον προσβλέπουν οι οφθαλμοί των), ενώ εκείνοι μεν οι οποίοι, έχουν ομονοήσει πολλάς φοράς, αλλά έχουν παλινδρομήσει μετά προς την κακίαν, μαζί με τα άλλα τα οποία έχουν χάσει, έχουν χάσει και την ελπίδα, επειδή φοβούνται πάντοτε περισσότερον από την ανταρσίαν την ομόνοιαν και δεν έχουν εμπιστοσύνην ούτε εις την μίαν ούτε εις την άλλην, εξ αιτίας του ότι μεταπηδούν, χωρίς να σταθμίσουν τας συνεπείας, από το ένα εις το άλλο.

 

20. Και ας μη νομίση κανείς ότι λέγω, ότι πρέπει να αγαπά κανείς την κάθε είδους ειρήνην (διότι όπως γνωρίζω ανταρσίας πολύ καλάς, έτσι γνωρίζω και πολύ επιβλαβή ομόνοιαν)· εννοώ μόνον την καλήν ομόνοιαν, η οποία συνδέει με τον Θεόν.

Εάν δε θα πρέπει να αναφερθώ με συντομίαν εις τα πράγματα αυτά, έχω να είπω τα εξής: Δεν είναι καλόν να είναι κανείς πιο οκνηρός από όσον απαιτεί το μέτρον, αλλά ούτε και πιο ζηλωτής, εις τρόπον ώστε γα παρασύρεται με ευκολίαν από όλους, ή εξ αιτίας της αταξίας του να επαναστατή εναντίον των πάντων.

Διότι καθ’ όμοιον τρόπον και η οκνηρία οδηγεί εις την απραξίαν και η ευκολία των μεταπηδήσεων εις την ακοινωνησίαν.

Αλλά εκεί μεν όπου είναι φανερά τα σημάδια της ασεβείας, είναι προτιμώτερον να παραδώση κανείς τον εαυτόν του εις το πυρ, εις μάχαιραν, εις φοβεράς περιστάσεις και εις τυράννους, ή και εις όλα αυτά μαζί, παρά να γίνη συμμέτοχος εις την πονηρίαν και να
κατακρημνισθή μαζί με εκείνους οι οποίοι ζουν εις την κακίαν.

Και δεν πρέπει να φοβάται κανείς τίποτε απ’ όλα περισσότερον από το να φοβηθή κάτι άλλα πριν από τον Θεόν και να προδώση εξ αιτίας του τους λόγους της πιστεώς του, και τους λόγους της αληθείας, οι οποίοι υπηρετούν πράγματι την αλήθειαν.

Όπου δε το αίτιον της λύπης είναι υποψία ή φόβος του οποίου το βάσιμον ή όχι δεν έχει εξετασθή με προσοχήν, είναι προτιμωτέρα από την βιασύνην η υπομονή και η συγκαταβατικότης από την θρασύτητα, και πολύ καλύτερον και επωφελές να παραμένη κανείς ενωμένος με το κοινόν σώμα και να κάνη καλύτερον ο ένας τον άλλον ως μέλος ο ένας του άλλου, παρά να είναι κανείς προκατειλημμένος εξ αιτίας της απομακρύνσεώς του από τον συνάνθρωπον του και, αφού διαλύση με τον χαρισμόν του αυτόν την αξιοπιστίαν του, να προσπαθή κατόπιν με διαταγάς, όπως κάνουν οι τύραννοι και όχι οι αδελφοί, να επιβάλη την διόρθωσιν.

 

 

Από το βιβλίο, Γρηγορίου του Θεολόγου, «Άπαντα τα έργα, 1, Λόγοι, (Προσωπικαί σχέσεις και Εκκλησιαστική διακονία)», της σειράς Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Νικόλαου Εμμ. Αποστολάκη.