Πνευματική ωφέλεια από την επαφή με τους μοναχούς και τους γέροντες
3 Ιουνίου 2022Επανερχόμενοι όμως στα αίτια που ελκύουν τους πιστούς, θα αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στο κομμάτι που αφορά την επαφή των προσκυνητών με τους μοναχούς, καθώς οι τελευταίοι με την ενάρετη ζωή τους, τη γνώση της αγιοπατερικής παράδοσης, την αδιάληπτη προσευχή και την αγιογραφική και αγιολογική μελέτη, αποτελούν φωτεινούς φάρους για τις ψυχές ταλαιπωρημένων από τα πάθη, τα άγχη και τα λάθη της ζωής[1].
Αρχικά, η αίσθηση του πλήθους των αγίων ανθρώπων που έζησαν και ασκήτευσαν στο Άγιο Όρος «ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς[2]» κατά τη μακραίωνη ιστορία του, είναι ικανή από μόνη της να ασκήσει επίδραση στους προσκυνητές, ιδίως αυτών που για πρώτη φορά επισκέπτονται το Άγιο Όρος. Ακόμη και αν κάποιος δεν έχει επισκεφθεί το Άγιο Όρος είναι σχεδόν βέβαιο πως έχει ακούσει ή έχει διαβάσει διδακτικά ή θαυμαστά γεγονότα από τον βίο σύγχρονων ή παλαιότερων αγιορείτικων μορφών (αναχωρητών, ερημιτών, κτητόρων μονών, ηγουμένων και υποτακτικών, κληρικών και μοναχών, εγκλείστων, σπηλαιωτών, καυσοκαλυβιτών, σκητιωτών, κελιωτών, υμνογράφων, αγιογράφων, συγγραφέων, ιεροψαλτών, θαυματουργών, μυροβλητών, σημειοφόρων κ.α.[3]) τα οποία εμποτίζουν με δέος τον κάθε πιστό άνθρωπο.
Εκτός αυτών η επαφή με την καθημερινότητα των μοναχών, δημιουργεί οικειότητα και εξοικείωση με τον μοναχικό βίο. Πολλοί προσκυνητές πρόθυμα θέλουν να συμμετέχουν στα διακονήματα των μοναχών (όπως για παράδειγμα στην τακτοποίηση της τράπεζας) ώστε να γευθούν καλύτερα το βίωμα της καθημερινότητας της μοναστικής ζωής σαν ένα αντίδωρο της αγάπης των αγιορειτών μοναχών η οποία εκφράζεται με την αγιορείτικη φιλοξενία και παρέχεται απλόχερα από τους αγιορείτες ανεξαρτήτως της πνευματικής κατάστασης των προσκυνητών, της εθνικότητάς τους, της προαίρεσής τους κ.λπ..
Οι προσκυνητές επιζητούν την επικοινωνία με τους μοναχούς έτσι ώστε είτε να λύσουν τις απορίες τους σε πνευματικά θέματα είτε για να ζητήσουν τη συμβουλή κάποιου που εμπιστεύονται ως έμπειρου μοναχού για προβλήματα που αδυνατούν οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν μέσω του κοσμικού πρίσματος και της αντίληψης που έχουν. Νέοι έχουν ομολογήσει ότι ένα προσκύνημα τους έχει αλλάξει τη ζωή σε τέτοιο σημείο ώστε να λησμονήσουν τα ναρκωτικά και να αποστραφούν την αμαρτία[4]. Επίσης, πολλοί προσκυνητές ακούν με ενδιαφέρον τις νουθεσίες αγιορειτών μοναχών κρατώντας σημειώσεις τις οποίες τις μεταφέρουν και στον κόσμο, ενώ μέχρι πρόσφατα ήταν συνήθης η επικοινωνία δια αλληλογραφίας με σκοπό την επίλυση πνευματικών ζητημάτων. Ένα τέτοιο παράδειγμα μας δίδεται από τις επιστολές, ποιμαντικού κυρίως χαρακτήρα, του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή, προς πνευματικά του παιδιά, μοναχούς και λαϊκούς με περιεχόμενο την πνευματική στήριξη και αφύπνιση, την ανάληψη των προβλημάτων των επιστολογράφων, το προσωπικό ενδιαφέρον για καθημερινά τους προβλήματα, τον ψόγο της αμαρτίας αλλά και την επισήμανση των πλανών από αιρέσεις ή σχίσματα που ελλοχεύουν στην καθημερινότητα των πόλεων με τελικό γνώμονα την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέωση των πνευματικών του παιδιών[5]. Αντίστοιχες επιστολές ποιμαντικής νουθεσίας και καθοδήγησης για την άσκηση της νοεράς προσευχής σώζονται και από το πνευματικό παιδί του Γέροντα Ιωσήφ και μέλος της συνοδείας του, τον Γέροντα Χαράλαμπο ο οποίος διατέλεσε και ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου στο βιβλίο Ιερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης. Ο διδάσκαλος της νοεράς προσευχής.
Η πνευματική ωφέλεια όμως δεν προκύπτει μόνο από λόγους οικοδομής, πνευματικής στήριξης και από επιστολές. Η ωφέλεια αυτή πολλές φορές προκύπτει και από τη σιωπή, την οποία οι φωτισμένοι μοναχοί έχουν τη δύναμη να τη διαχειριστούν σαν να μιλούσαν στους προσκυνητές και μέσω αυτής να τους ωφελήσουν κατά τα πρότυπα των ασκητών της ερήμου[6],[7]. Εξ’ άλλου το Άγιο Όρος είναι ένας τόπος όπου η σιωπή, η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, μιλάει πολύ έντονα. Αν κάποιος ξέρει να διδάσκεται από τη σιωπή είναι σίγουρο ότι θα ωφεληθεί από αυτήν καθώς οι σιωπηλές μοναχικές μορφές, οι πραγματικά «θεούμενες» διδάσκουν την έμπρακτη θέωση και όχι τη θεωρητική μιας και ζουν την πίστη «εν τοις πράγμασι» και όχι φανταστικά. Ακόμη και τα σπήλαια των ερημιτών και η φύση, που πάνω της ασκήτευσαν άγιες μορφές, διδάσκουν «εν σιωπή» και θεολογούν. Όταν όμως ο αγιορείτης μοναχός ερωτηθεί με ταπεινότητα, με απλότητα και με προθυμία εφαρμογής των λόγων του, τότε κατά μίμηση του Χριστού, ο οποίος μιλούσε αλλά και σιωπούσε, θα δει κανείς τον φωτισμό της Χάριτος[8].
Τη σοφία που πηγάζει από την επαφή αυτή, δεν αναζητούν μόνο οι λαϊκοί αλλά και ιερείς με υψηλά αξιώματα που ζουν στον κόσμο και αποζητούν να ανασχέσουν την εκκοσμίκευση που διαβρώνει είτε τους ίδιους προσωπικά ή τη ζωή της Εκκλησίας, μέσου του πνευματικού λόγου των αγιορειτών πατέρων. Έτσι, παρατηρούμε στον βίο πολλών πατέρων του τελευταίου αιώνα, να αποτελούν σεβάσμια πρόσωπα και ενίοτε πνευματικούς οδηγούς εκκλησιαστικών προσώπων εκτός Αγίου Όρους. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφερθούμε στον σεβασμό και στο κύρος που εξέπεμπε ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο Γρηγοριάτης (†1954) στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο ο οποίος επιζητούσε τις ευχές και τις προσευχές του, όπως και ο Μητροπολίτης Ιερισσού & Αγίου Όρους Διονυσίου, ενώ ο Βασιλέας Γεώργιος ο Β’ επισκεπτόμενος το Άγιο Όρος εξομολογούνταν σε αυτόν[9]. Ομοίως, ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης νουθετούσε πνευματικά τον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, και τον Άγιο Νεκτάριο (ο οποίος συνδέονταν πνευματικά και με τον έτερο προσφάτως αγιοκαταταχθέντα, Ιερώνυμο Σιμονοπετρίτη[10]) στις δύσκολες στιγμές που περνούσε συκοφαντούμενος[11]. Επίσης, είναι εκείνος που με τη συμβουλή του ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης[12] έπαυσε να ασχολείται με τα κοσμικά θέματα στις συγγραφές του, και εστράφη προς τα πνευματικά[13], ενώ μεταξύ των επισκεπτών του συγκαταλέγονταν και απεσταλμένοι του Τσάρου της Ρωσίας, στην προσπάθειά τους να γνωρίσουν σοφούς και ενάρετους γέροντες[14]. Στον παπά-Σάββα, τον φημισμένο πνευματικό των αρχών του 20ου αιώνα, προσέτρεχε πλήθος κόσμου για να αποθέσει τα πνευματικά του βάρη. Μεταξύ αυτών και ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Φώτιος,[15] ενώ μία επιστολή του με παραλήπτη την «Αικατερίνην εις Ρωσία», εικάζεται ότι απευθύνονταν στη σύζυγο του τσάρου Αλέξανδρου Β΄[16].
Έτσι λοιπόν, η προσφορά του μοναχού σήμερα στην κοινωνία δεν θα πρέπει να αξιολογείται μόνο από τα καλά έργα ή πράξεις, αλλά από αυτό που λείπει σήμερα από αυτήν. Δηλαδή από τη μεταφορά στον άστατο κόσμο της ειρήνης της καρδιάς του[17], την ελευθερία της υπακοής, τη χάρη και τη χαρά της βίωσης του ευαγγελικού βίου.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ