Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Η γνωριμία με τον όσιο Παΐσιο, Ν.Γ. Πεντζίκη, Αρχιμ. Βασίλειο

19 Ιουλίου 2022

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, «Ο πιο σύντομος δρόμος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε επανέκδοση  από τις εκδόσεις «Αθανασίου Αλτιντζή».

 

Στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 197 έμενε ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Τον Πεντζίκη τον επισκέφτηκες στο σπίτι του τον Δεκέμβριο του 1973 μετά από προτροπή του Αγιορείτου Γέροντος Παϊσίου. Διάβαζες από χρόνια πριν τα βιβλία του, που σε έθελγαν και σε εισήγαν σε ένα κόσμο που τον ζητούσες, αλλά ελάχιστα γνώριζες την ύπαρξή του. Προηγουμένως δεν είχες καμιά σχέση ούτε με κατηχητικά, ούτε με εκκλησιαστικές οργανώσεις. Αν είχες, το πιθανότερο θα ήταν να τον περιφρονείς και να τον απεχθάνεσαι. Δεν θα ξεχάσεις που ένας γνωστός ποιητής, αριστερός, βλέποντάς σε να διαβάζεις Πεντζίκη, σου είπε κάποτε: «Τι του βρίσκεις αυτού»;

Πραγματικά, δεν ήξερες να πεις τι του βρίσκεις. Αλλά μήτε πήγαινες να τον γνωρίσεις, παρόλο που έγραφες ποιήματα. Τριγυρνούσες στο Άγιον Όρος αναζητώντας, ακούγοντας χωρίς να ρωτάς, προσμένοντας να σταλάξουν εντός σου οι θησαυροί του μοναστικού βίου.

Ο όσιος Παΐσιος στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα.

Τον Γέροντα Παΐσιο τον γνώρισες το 1971 όταν σε είχαν στείλει να τον ρωτήσεις για μια γυναίκα που έβλεπε οράματα και ήταν περιστοιχισμένη από μια αδελφότητα λαϊκών ανθρώπων δοσμένων στην προσευχή. Δεν είχες ξανακούσει το όνομά του, και ήταν ο πρώτος καλόγερος που γνώρισες. Έμενε στο κελί του Τιμίου Σταυρού, πάνω από την Καλλιάγρα, κοντά στη Σταυρονικήτα.

Βαδίζοντας στο στενό μονοπάτι προς το κελί του, προς στιγμήν χάθηκες. Φτάνοντας στο ξέφωτο με τις ελιές είδες το μικρό καλύβι. Τις λαμαρίνες της στέγης, για να μην τις παίρνει ο αέρας, τις συγκρατούσαν μεγάλες πέτρες. Λίγο πιο πέρα από τη στενή είσοδο υπήρχαν τρεις-τέσσερις χοντρές φέτες από κορμούς δέντρων για να κάθονται οι επισκέπτες.

Παρέκει ο τάφος του πάπα-Τύχωνα, ο οποίος ασκήτευε εκεί πριν από τον π. Παΐσιο, και είχε ζητήσει να μην τον ξεθάψουν μέχρι να έρθει η Δευτέρα Παρουσία. Ένας σταυρός χωρίς όνομα και λίγες μισοχωμένες στο έδαφος πέτρες όριζαν τον τάφο ανάμεσα στα δενδρολίβανα.

Ο παπα-Τύχων, που ήταν Ρώσος, είχε χρόνια να βγει από το Άγιον Όρος, αλλά κάποτε που είχε πιάσει φωτιά στην Καψάλα, τον ανάγκασαν να πάει μαζί με άλλους ως μάρτυρας στη Θεσσαλονίκη. Όταν γύρισε, τον ρώτησαν οι πατέρες πώς είδε την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια. «Εγώ δεν είδα πολιτεία με ανθρώπους», απάντησε εκείνος, «αλλά δάσος με καστανιές», θέλοντας να πει ότι ουσιαστικά δεν είχε απομακρυνθεί απ’ το καλύβι του.

Ο ρώσος Ιερομόναχος παπα-Τύχων.

Κάθε Χριστούγεννα οικονομούσε μια ρέγκα για να περάσει το Δωδεκαήμερο. Τη ραχοκοκαλιά της ρέγκας δεν την πετούσε. Την κρεμούσε με μια κλωστή, και όποτε ήταν Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχαν κατάλυση ιχθύος, έβραζε νερό σε ένα κονσερβοκούτι, βουτούσε τη ραχοκοκαλιά δύο τρεις φορές στο νερό για να πάρει μυρωδιά, και έριχνε μετά λίγο ρύζι. Τη ραχοκοκαλιά την κρεμούσε πάλι στο καρφί και για άλλη φορά, μέχρι που άσπριζε.

Ο Γέρων Παΐσιος στο βιβλίο του «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα», αναφέρει πως ο παπα-Τύχων φανερώθηκε μετά τον θάνατό του. Κάποιος μοναχός είχε έρθει στο κελί να τον επισκεφτεί και κάθισε να περιμένει κάτω από μιαν ελιά. Είδε τότε τον παπα-Τύχωνα να ξεπροβάλλει από τα δενδρολίβανα λέγοντας: «Ποιον περιμένεις»; «Τον πατέρα Παΐσιο», είπε εκείνος. «Εδώ είναι», του αποκρίθηκε, και έδειξε με το δάχτυλο προς το κελί.

Όταν συνάντησες τον π. Παΐσιο, του μίλησες για τα οράματα που έβλεπε η γυναίκα. «Εσείς μπορείτε να μου πείτε», τον ρώτησες, «από πού προέρχονται αυτά τα οράματα κι αν είναι αληθινά; Υπάρχουν εκεί πολλές ψυχές που αγωνιούν».

«Μπορώ», απάντησε. «Ανήκεις κι εσύ σ’ αυτή την ομάδα»; «Όχι, εγώ δεν ανήκω πουθενά». «Όλα είναι εικόνες χωρίς αντίκρισμα», είπε. Και άρχισε να σου μιλά για τους δαίμονες και τις ενέργειές τους, πώς εμφανίζονται και πώς ενεργούν παραπλανώντας τον άνθρωπο.

Η Σταυρονικήτα είχε γίνει από το 1971 το Μοναστήρι σου. Δεν πήγαινες πουθενά αλλού, αν και η πρώτη φορά που επισκέφτηκες το Άγιον Όρος ήταν το 1967, πηγαίνοντας με καΐκι που κουβαλούσε ξυλεία από την Καβάλα. Όλη τη νύχτα ταξιδεύατε και τα ξημερώματα το καΐκι πόδισε στη Μονή Βατοπαιδίου.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.

Με τον π. Παΐσιο μιλούσατε ώρες στο κελί του, στον Τίμιο Σταυρό, πριν μετοικήσει στο κελί Παναγούδα έξω απ’ τις Καρυές, οπόταν άρχισε να τον επισκέπτεται πολύς κόσμος. Πρώτη φορά άκουγες για τη νοερά προσευχή και για τους Πατέρες της εκκλησίας. «Το καλό», σου είπε μια μέρα, «θέλει θυσίες. Η προσευχή τότε μόνο ξεπερνά τον εαυτό σου αν βάλεις στην καρδιά σου τον πόνο του άλλου. Η νοερά προσευχή είναι θείος έρωτας. Πιέζοντας τον εαυτό μας να μάθει την ευχή μπορεί να οδηγηθούμε σε πλάνη, βάζοντας ένα φράγμα ανάμεσα σε μας και στον Θεό».

Τον π. Παΐσιο τον συνάντησες για δεύτερη φορά τον Οκτώβριο του 1973. Όμως τότε πήγες για τον εαυτό σου. Σε μια απ’ τις συζητήσεις σας έγινε λόγος για τον Πεντζίκη. «Γιατί δεν πας να τον γνωρίσεις»; σου είπε. «Η γυναίκα του, η κυρία Νίκη, είναι πολύ καλή».

Ένα μήνα μετά την επιστροφή σου του τηλεφώνησες. «Σας τηλεφωνώ εκ μέρους του πατρός Παϊσίου», είπες. «Εφόσον έρχεσαι εκ μέρους του πατρός Παϊσίου είσαι ευπρόσδεκτος», απάντησε. Βέβαια γνώριζε το οικογενειακό σου όνομα και τον πατέρα σου, όμως εσένα ούτε είχε περάσει από το μυαλό σου κάτι τέτοιο.

Ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος συνομιλεί με τον Αλέξανδρο Κοσματόπουλο στην Ι.Μ. Αγίου Όρους.

Πήγες στο σπίτι του και άρχισε να σου μιλάει για διάφορα πράγματα, αλλά εσύ δεν ανταποκρινόσουν. Ήταν όλα καταβαραθρωμένα μέσα σου. Μια μέρα έτυχε να συντύχετε στο σπίτι του με τον τότε ηγούμενο της Μονής Σταυρονικήτα και νυν της Μονής Ιβήρων Βασίλειο. «Μου τον έστειλε ο πατήρ Παΐσιος», του είπε ο Πεντζίκης, «αλλά δεν μιλάει».

Δεν τον είχες πλησιάσει ως λογοτεχνίζων νέος. Πολύ αργότερα του είπες ότι γράφεις και του διάβασες ποιήματα. Ήταν εξαιρετικά σκληρός στις κρίσεις του. Ποτέ δεν έκανε υποδείξεις για το πώς πρέπει να γράφεις, τι να προσέχεις ή πώς να χρησιμοποιείς τις λέξεις. Μήτε κολάκευε ποτέ. Χτυπούσε την έπαρση που κουβαλάνε οι συγγραφείς, δίνοντάς σου την εντύπωση πως η λογοτεχνία δεν τον ενδιαφέρει.

Το κυριότερο όμως ήταν ότι με τη συμπεριφορά του συνέτριβε κάθε κοινωνικό προσωπείο. Αυτά που ονομάζουμε σταδιοδρομία και καριέρα του ήταν ξένα. Μαζί του ξεχνούσες το πλέγμα της προβολής, της δημοσιότητας, των δημοσίων σχέσεων, των βλέψεων για άνοδο και κοινωνική προκοπή. Σου έδειχνε πως η αλήθεια και το πραγματικό βρίσκονται έξω από τις προσπάθειες των ανθρώπων να αποκτήσουν υπόσταση διά της επωνυμίας εν τη κοινωνία.

Αυτό το αισθανόσουν κοντά του. Το έδειχνε όχι με λόγια, αλλά με τη στάση του απέναντι στα πράγματα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώρισες ο οποίος δεν φοβόταν να γελοιοποιεί τον εαυτό του, φέρνοντας συχνά με τα καμώματά του σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τους άλλους. Στο τέλος είχε καταφέρει να κάνει ό,τι του κάπνιζε, μη υπολογίζοντας επιπτώσεις. Περιγελούσε τον κόσμο και τα του κόσμου. Δεν ενδιαφερόταν να δικαιωθεί σ’ αυτό που ήταν μέσα στον κόσμο. «Δεν θέλω να έχω καμιά παρρησία απέναντι στον Κύριο», έλεγε λίγο καιρό πριν από την εκδημία του.