Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Οι τελευταίες στιγμές ενός μεγάλου μουσικού

22 Ιουλίου 2022

Η άποψη ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης, ακριβώς επειδή ξεπερνάει το πλαίσιο της εποχής του, γνωρίζει στη ζωή του εκτίμηση ή αναγνώριση πολύ μικρότερη από εκείνη που θα του άξιζε, αφορά περισσότερο από κάθε άλλον την περίπτωση του Μπαχ. Η φήμη του, όχι τόσο ως συνθέτη αλλά περισσότερο ως οργανίστα με πολύ μεγάλη δεξιοτεχνία, δεν είχε επεκταθεί πιο πέρα από τον τόπο του, την πόλη της Λειψίας, και, λιγότερο στα υπόλοιπα μέρη της Γερμανίας. Μέχρις εκεί όμως. Για την μουσική Ευρώπη, ο Μπαχ ήταν άγνωστος. Όσοι είχαν ακούσει γι΄ αυτόν σε Γαλλία, Αγγλία και αλλού, ήταν, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, απόλυτα πεπεισμένοι πως πρόκειται για έναν από τους καλούς Γερμανούς σύνθετες και τίποτε περισσότερο.

Ο Μπαχ δεν υπήρξε ποτέ συνθέτης της μόδας και αυτό ίσως και να ήταν η βασική αιτία που δεν απέκτησε ποτέ φήμη. Υπάρχουν βεβαίως μαρτυρίες σύγχρονων τους για την εκπληκτική του δεξιοτεχνία του τσέμπαλο και στο εκκλησιαστικό όργανο. Πολύ λιγότερες υπήρξαν οι μαρτυρίες για την εκπληκτική συνθετική του δεινότητα, όλες όμως συμφωνούν πως η μουσική του Μπαχ θα ξεπερνούσε οπωσδήποτε τα χρονικά όρια της ζωής του. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως μεγάλοι συνθέτες της κλασικής αλλά και της ρομαντικής εποχής (Μότσαρτ, Μπετόβεν) γνώριζαν έστω και εν μέρει το έργο του και τον θαύμαζαν.

Σήμερα, ο Μπαχ θεωρείται ένας από τους κορυφαίους συνθέτες της παγκόσμιας μουσικής. Οι τρόποι ερμηνείας του έργου του είναι ανεξάντλητοι και η δυνατότητα του να αγγίζει ένα κοινό μιας εντελώς διαφορετικής εποχής, πασιφανής. Καμία μέθοδος μύησης στην έντεχνη Δυτική μουσική δεν νοείται χωρίς την επαφή με το έργο του Μπάχ και κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί σήμερα ολοκληρωμένος μουσικός χωρίς να έχει αφιερώσει κάποιο μέρος της μουσικής του σπουδής σ΄ αυτό.

Ένα μεγάλο ερώτημα αφορά την σχέση της προσωπικότητας ενός δημιουργού με το έργο του. Άραγε, ένας μεγάλος συνθέτης είναι και ένας μεγάλος, ολοκληρωμένος άνθρωπος; Ρώτησαν κάποτε τον Μάνο Χατζιδάκι αν θα ήθελε να είχε γνωρίσει τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Απάντησε: «Όχι απαραιτήτως. Τα καλύτερα μέρη της προσωπικότητάς του είναι διαθέσιμα μέσω του έργου του».

Η αλήθεια είναι πως η προσωπική ιστορία μεγάλων δημιουργών σε όλες τις τέχνες είναι συχνά απογοητευτική. Γρήγορα όμως, ο ώριμος μελετητής συμφιλιώνεται με την ιδέα της περιπλοκότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και τα αντιφατικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν.

Πολύ συχνά, το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου είναι αποκαλυπτικό της βαθύτερης ποιότητας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του Μπαχ:

Αρχές του 1750, έτος του θανάτου του Μπαχ, η όρασή του είχε χειροτερέψει σε τέτοιο βαθμό, ώστε, κατά τα τέλη Μαρτίου, αναγκάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση καταρράκτη. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Ο Μπαχ έμεινε εντελώς τυφλός. Παρά το γεγονός αυτό και την γενικότερη εξασθενημένη υγεία του, ο μέγας Μπαχ, ακούραστος, υπαγόρευε στον γαμπρό του Άλτνικολ το τελευταίο του κοράλ: «Κύριε στέκομαι μπροστά στο θρόνο σου».

Τις ημέρες αυτές, μεγάλη ανησυχία και θλίψη επικρατούσε στο σπίτι του. Ξαφνικά, στις 18 Ιουλίου, σε μία συγκλονιστική στιγμή, έγινε το θαύμα: Ξαναβρήκε το φως του. Η αποκατάσταση όμως της όρασης του διήρκεσε ένα σύντομο διάστημα.

Η Άννα Μαγκνταλένα, η δεύτερη γυναίκα του, στο «Μικρό Χρονικό» της, γράφει με αφοπλιστική απλότητα:

«Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του, βαθιά γαλήνη τον κυρίευσε. Ποτέ δεν είχε φοβηθεί το θάνατο, αφού τον έβλεπε ως το αληθινό συμπλήρωμα κάθε ύπαρξης. Οι ωραιότερες καντάτες του εκφράζουν αυτή τη σκέψη και την επιθυμία του θανάτου. Η τύφλωση του δεν τον εμπόδισε να εργάζεται ως το τέλος. Ξανακοιτά τα 18 μεγάλα του χορικά για όργανα, όταν τον εγκατέλειψαν και οι τελευταίες του δυνάμεις. Στο Χριστόφορο Άλτνικολ υπαγόρευε τότε το τελευταίο του κοράλ «Στέκομαι εμπρός στον θρόνο σου».

Όταν τελείωσε, ο Σεβαστιανός άφησε το κεφάλι που να πέσει στο μαξιλάρι και ψιθύρισε πολύ σιγανά:

΄΄Είναι η τελευταία μου μουσική΄΄.

Τα δάκρυα με εμπόδιζαν να διαβάσω την παρτιτούρα. Πλησίασα στο παράθυρο και δεν ξέρω πόσο χρόνο έμεινα έτσι ακίνητη. Τέλος τον άκουσα να λέει:

΄΄Μαγκνταλένα, έλα κοντά μου΄΄.

Έτρεξα και έμεινα κατάπληκτη. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά!. Με κοίταζε, με έβλεπε. Τα μάτια, που είχαν μικρύνει από τον πόνο και την προσπάθεια, τώρα άνοιγαν με μία πονεμένη λάμψη. Αυτό ήταν το τελευταίο δώρο που του έστειλε ο Θεός. Πριν πεθάνει, ακόμη μία φορά,  είδε τον ήλιο, τα παιδιά, εμένα, το εγγονάκι του. Αναπαυόταν ήρεμος και σε λίγο καταλάβαμε ότι το τέλος πλησίαζε. Τότε ζήτησε:

΄΄Παίξτε λίγη μουσική, τραγουδήστε κάποιο ωραίο κομμάτι. Η ώρα μου πλησιάζει΄΄.

 Αναρωτήθηκα με αγωνία, ποια επίγεια μουσική έπρεπε να διαλέξουμε, αφού σε λίγο θα αντηχούσε στα αυτιά του η ουρανία μουσική; Ξαφνικά μου ήρθε η έμπνευση και άρχισα να τραγουδάω το χορικό ΄΄ Όλοι οι άνθρωποι θα πεθάνουν΄΄, που πάνω σε αυτό είχε συνθέσει ένα συγκινητικό πρελούδιο. Οι άλλοι με συνόδευσαν, για να συμπληρωθούν οι τέσσερις φωνές. Αυτό τραγουδούσαμε, μέρι που η γαλήνη απλώθηκε στο πρόσωπο του Σεβαστιανού. Είχε γλιτώσει από τα βάσανα της γης».