Η ευχαριστιακή θεολογική διδασκαλία των Κολλυβάδων

6 Ιουλίου 2022

Οι Κολλυβάδες

Οι Κολλυβάδες ήταν λαμπροί διδάσκαλοι του Αγίου όρους, στη Χίο, την Θεσσαλονίκη και σημαντικοί παιδαγωγοί του Γένους, μάρτυρες της Εκκλησίας, φωτιστές της Ελλάδας. Με την παρουσία τους φώτισαν τον χώρο λόγω του διωγμού και της διασποράς, ήταν συγγραφείς, μεταφραστές μεγάλων πνευματικών έργων, επιμελητές αγιολογικών κειμένων που ασχολήθηκαν με ποικίλα γλωσσικά ζητήματα, αναδεικνύοντας τα εκκλησιαστικά λειτουργικά κείμενα.  Δεν δίστασαν να θυσιαστούν για κάθε σκοπό της άνθησης των γραμμάτων, φωτίζοντας το Γένος.

Επιστρέφοντας νοερά στον 18ο αιώνα και παρακολουθώντας τη μαρτυρία και το μαρτύριό τους, θα τους ανταμώσουμε διωγμένους σε όλο τον ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα όμως στον νησιωτικό χώρο. Η Ύδρα, η Πάρος, η Ικαρία και η Χίος θα πλουτισθούν από την αγιασμένη παρουσία τους και την ασκητική ζωή τους, από τον πνευματικό στήριγμα και την πρακτική φιλανθρωπία τους. Η Σκιάθος θα γίνει λιμάνι γαλήνης των διωκομένων πατέρων και η εν αυτή ιδρυθείσα κατά το 1794 μονή Ευαγγελισμού «ολκάς» πνευματική «των θελόντωνσωθήναι», αλλά και περίπυστο κέντρο μοναχικής ασκήσεως και πνευματικής αναγεννήσεως. Ο ίδιος τόπος κατέστη αναβρυτικός ταμιευτήρας και μυστικός θησαυροφύλακας της ορθοδόξου ησυχαστικής, φιλοκαλικής και λειτουργικής παραδόσεως. Ο όσιος Νήφων ο Χίος, ο αυτοεξόριστος αγιορείτης Κολλυβάς, ο «φυλάξας διά τους λόγους των χειλέων» του Κυρίου «οδούς σκληράς» (βλ. Ψαλμ. ιϚ’ 4)[1].

Αγωνία πνευματική των Κολλυβάδων δεν ήταν οι νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις, αλλά οι εκ της παραδόσεως αρυόμενες με ευλάβεια, γνώση και επιστημοσύνη αλλαγές, που θα συντελούσαν στην ανατροπή των τυποποιήσεων, στην ουσίωση του λειτουργικού βιώματος, στην επιστροφή στο γνήσιο πρωτοχριστιανικό και πατερικό πνεύμα, στην ενεπίγνωστη μετοχή στο θεοποιό μυστήριο της θείας ευχαριστίας, κατά την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας και τα προστάγματα των αγίων πατέρων και μυσταγωγών. Έτσι η επιμονή και ένστασή τους, για το ζήτημα της τελέσεως των μνημόσυνων στο καταπαύσιμο Σάββατο και όχι στην αναστάσιμη Κυριακή, καθώς και το αίτημά τους για τη συνεχή μετάληψη, δεν προερχόταν από ιδιόρρυθμη ισχυρογνωμοσύνη, αλλά από την έμπονη ενσυνείδητη αγωνία για τη διαφύλαξη ακαινοτομήτου της ορθόδοξης παράδοσης[2].

Η λειτουργική διδασκαλία τους

Τη θεολογική διδασκαλία των Κολλυβάδων για το μυστήριο της Θείας ευχαριστίας, πέρα από τις συχνές αναφορές στον όγκο των κολλυβαδικών κειμένων, ανιχνεύεται σχεδόν συστηματικά καταγραφόμενη α) στὸ Γ΄ κεφάλαιο τοῦ περὶτῶν μυστηρίων μέρους τῆςΔογματικῆς τοῦ ἈθανασίουΠαρίου, β) στὸεἰδικὸ κεφάλαιο τῆςὉμολογίας Πίστεως Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, καὶ γ) στὴν ἈντιρρητικὴἐπιστολὴἈθανασίου τοῦΠαρίου.

Η Εκκλησία πραγματοποιείται μέσα από τα μυστήριά της και κρατείται σε απλανή ενότητα με την ευχαριστία. Η συγκρότησή της και η φανέρωσή της εδράζεται στην αδιάκοπη μετοχή του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας. Η εν Χριστώ σύναξη και εν Χριστώ κοινωνία ολοκληρώνουν το ευχαριστιακό σώμα της Ορθοδοξίας σε όλους τους τόπους και τους καιρούς της ζωής των πιστών. Ο όρος «ευχαριστία» κατ’ εξοχήν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον καθαγιασμό των ευχαριστιακών δώρων, την ίδια την προσφορά του άρτου και του οίνου, ωςκαθαγιασμένου αληθούς σώματος και αίματος του Χριστού και την ζωοποιό μετουσία τους[3].

Τελούμενο αδιαλείπτως ανά τους αιώνες, ως ανάμνηση της θυσίας του Χριστού κατά την εντολή του, και έχοντας εξιλαστική δύναμη και αγιαστική χάρη, αποτέλεσε το κέντρο της ζωής και της λατρείας της Εκκλησίας του. Ο ναός των χριστιανών είναι ο Κυριακός τόπος του ευχαριστιακού τρόπου μετοχής τους στο μυστικό δείπνο της αθανασίας, στο πλαίσιο της κοινής ομοθύμου συνάξεως και λατρείας των αναγεννημένων πνευματικά τέκνων του Θεού[4].

Οι φιλοκαλικοί πατέρες είχαν πλήρη γνώση, για όλα που αφορούσαν το μυστήριο της ευχαριστίας ζητήματα, τα οποία ως αιρέσεις, παρεκκλίσεις η καινοτομίες παρεισέφρησαν στην απλανή πορεία της ορθοδόξου παραδόσεως και στην περί των μυστηρίων διδασκαλία της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Η θέση τους λοιπόν έναντι των παραχαρακτικών αυτών τολμημάτων υπήρξε και αυστηρή και καθαρή, στοιχούσα στην ίδια την επίσημη αντιμετώπιση και διευθέτησή τους από την Εκκλησία.

Είναι σημαντικό το σημείο αυτό και πρέπει να επισημανθεί η σπουδαιότητα που έχει η λατρεία για την πίστη. Μία παρέκκλιση στην επιτέλεση της λειτουργίας, ως προς τον τρόπο προσφοράς των ευχαριστιακών δώρων (π.χ. άζυμη κυκλοτερής όστια, άκρατος οίνος), γίνεται στην περίπτωσή μας υπόβαθρο κακοδοξίας. Πίστη και λατρεία ευρίσκονται σε σχέση αντιδόσεως. Η αληθής θεολογία ζωογονεί και περιφυλάσσει την ευάρεστη στον Θεό λατρεία, αλλά και η απαραχάρακτη λειτουργική βίωση και μυστηριακή μυσταγωγία προσπηγάζει στην Εκκλησία νάματα θεία αληθούς θεολογίας και χαρισματικής θεογνωσίας. Όταν διασαλεύεται η αρραγής αυτή συζυγία, η θεολογία και η λατρεία οδηγούνται στις παρατροπές των άκρων της πλάνης.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ  

 

Παραπομπές:

[1] Νικόδημου Σκρέττα, αρχιμ.,«Η θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων»[Κανονικά και Λειτουργικά 7], εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008.

[2] Σιώτου, Θεία Εὐχαριστία: ΣΙΩΤΟΥ, Μ. Α. Θεία Εὐχαριστία. «Αἱ περί τῆς θείας Ευχαριστίας πληροφορίαι τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης ὑπό τό φῶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑρμηνείας», Θεσσαλονίκη 1957.

[3]Ιώαννου Ζήσιουλα, Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία», Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου με θέμα «Το μυστήριο της θείας Ευχαριςτίας», εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2004.

[4] Καλυβοπούλου, Κ., (Πρωτοπρ.), «Χρόνος τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας» [Ἀνάλεκτα Βλατάδων 37], Θεσσαλονίκη 1982.