Η εκ Καισαρείας μάρτυς Ιουλίττα και τα βαθύτερα αίτια των χριστιανικών διώξεων

30 Ιουλίου 2023

Στον λόγο του «Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν» (PG 31, σελ. 237 και εξής) ο Μέγας Βασίλειος εγκωμιάζει το ήθος και την γενναιότητα της Αγίας αυτής της Καππαδοκικής γης, την μνήμη της οποίας εορτάζει η Εκκλησία μας στις 30 Ιουλίου.

Ο Μ. Βασίλειος εκφώνησε τον λόγο αυτόν το 373, ανήμερα της μνήμης της, από τον άμβωνα του ναού που ανεγέρθηκε στην Καισάρεια προς τιμή της, στηριζόμενος σε διηγήσεις πιστών που παρευρέθηκαν στο μαρτύριο της Αγίας. Εξ άλλου και ο ίδιος είχε συχνά ακούσει από την ευσεβή γιαγιά του, την Μακρίνα, παρόμοιες διηγήσεις για κατορθώματα μαρτύρων. Μάλιστα από τον μαρτυρικό θάνατο της Αγίας (303), στον διωγμό του Διοκλητιανού, μέχρι την γέννησή του (329) δεν είχαν μεσολαβήσει παρά μόνον τρεις περίπου δεκαετίες.

Στην αρχή της ομιλίας του ο Βασίλειος χαρακτηρίζει την γυναίκα «ανδρειοτάτην», αναρωτώμενος μάλιστα εάν πρέπει να την αποκαλεί κάποιος γυναίκα («είπερ δη γυναίκα προσαγορεύειν ευπρεπές»), εκείνην που υπερέβη τους όρους της γυναικείας φύσεως και έδειξε τόσο μεγάλο ψυχικό σθένος όχι μόνον κατά το μαρτύριο αλλά και στις προσωπικές περιπέτειες του βίου της.

Η Αγία υπήρξε πλουσία και μετά από την χηρεία της, προκειμένου να διαφυλάξη την περιουσία της από τις αρπακτικές διαθέσεις ενός «βιαίου» και «πλεονεκτικού» ειδωλολάτρου, κατέφυγε στα δικαστήρια, προσδοκώντας να εύρη το δίκιο της. Εκείνος όμως, με ψευδομάρτυρες και δωροδοκίες, κατώρθωσε να κερδίση την δίκη, επικαλούμενος μάλιστα το διάταγμα του Διοκλητιανού (24/2/303), σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν να παίρνουν μέρος στα κοινά όσοι δεν λάτρευαν τους θεούς των αυτοκρατόρων και δεν αρνούνταν την πίστη των στον Χριστό.

Η Ιουλίττα, παρά τις πιέσεις των δικαστών και την εμφανή σε βάρος της αδικία, δεν υπέκυψε αλλά ανεφώνησε με θάρρος και αποφασιστικότητα: «ερρέτω ο βίος, οιχέσθω χρήματα, μηδέ το σώμα μοι περιλειφθείη, πριν τινά φωνήν αφιέναι κατά του κτίσαντός με Θεού.» (ας πάη στα κομμάτια η ζωή μου, ας πάνε περίπατο τα χρήματα, ούτε το σώμα μου ας μην μείνη…). Προτίμησε έτσι τα άφθαρτα από τα φθαρτά και έδραμε με χαρά προς το μαρτύριο, προτρέποντας μάλιστα τις παριστάμενες γυναίκες να μην δειλιούν «προς τους υπέρ της ευσεβείας πόνους», ούτε να προφασίζωνται την ασθένεια της φύσεώς των, διότι, όπως έλεγε, «εκ του αυτού φυράματος τοις ανδράσιν εσμέν (…) ώστε το στερρόν και εύτονον και υπομονητικόν εξ ίσου τοις ανδράσι και παρ’ ημών οφείλεται τω Δεσπότη».

Η περίπτωση της μάρτυρος Ιουλίττης, πέρα από το ηρωικό φρόνημα, αναδεικνύει τα βαθύτερα αίτια των διώξεων των Χριστιανών από το ρωμαικό κατεστημένο.

Στην πραγματικότητα, οι Ρωμαίοι διώκτες δεν ενδιαφέρονταν εάν οι Χριστιανοί λάτρευαν έναν ακόμη θεό μέσα στους πολλούς που πίστευαν και οι ίδιοι, τους ενδιέφερε, όμως, πρωτίστως εάν απέδιδαν πίστη στον θεό – αυτοκράτορα. Οι Εβραίοι είχαν βρη τρόπο και τον θεό των να λατρεύουν και παράλληλα να αποδίδουν πίστη στον θεό – αυτοκράτορα, πληρώνοντας τον κήνσο (ρωμαικό νόμισμα), που έφερε την εικόνα του αυτοκράτορος, ως ένδειξη της νομιμοφροσύνης των. Γι’ αύτό ο Κύριος, στιγματίζοντας την υποκριτική των στάση, όταν τον ρώτησαν εάν πρέπει η όχι να πληρώνουν φόρο στον αυτοκράτορα, τους απήντησε με νόημα «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ., κβ’ 21).

Οι Χριστιανοί όμως, αντιλαμβανόμενοι ότι δεν μπορούν να «δουλεύουν» συγχρόνως σε δύο κυρίους (Ματθ., στ’ 24), προέκριναν την πίστη στον Θεό από την πίστη στους κοσμικούς άρχοντες [(«πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον η ανθρώποις» (Πραξ., ε’ 29)], και γι’ αυτό ακριβώς διώκονταν. Μην μπορώντας μάλιστα οι Ρωμαίοι ειδωλολάτρες να αντέξουν το ανώτερο ήθος των Χριστιανών, από φθόνο τους έσυραν σε δίκες, όπου, με βάση διατάγματα, όπως το προαναφερόμενο του Διοκλητιανού (βλ. παραπάνω), τους εξόντωναν πολιτικά και οικονομικά, γινόμενοι έτσι κύριοι των περιουσιών των.

Ασφαλώς το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός έβρισκε ανταπόκριση στα ανώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα αύξανε ακόμη περισσότερο το μίσος αλλά και τις αρπακτικές ορέξεις των εχθρών της πίστεως. Εξ άλλου, εάν επικρατούσε ο νόμος της δικαιοσύνης και της αγάπης, που δίδασκε ο Χριστός, πως θα μπορούσαν οι άδικοι και οι εκμεταλλευτές να ικανοποιούν την πλεονεξία και την ανηθικότητά των; Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να διανοηθούν όλοι αυτοί οι διώκτες ότι όσο περισσότερο επετίθεντο στους Χριστιανούς, άλλο τόσο αύξανε ο όγκος των μαρτύρων.

Η γενναία στάση της μάρτυρος Ιουλίττης, που περιγράφει ο Βασίλειος στον λόγο του, είναι σαφώς ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Οι γυναίκες, τα παιδιά, οι δούλοι, οι πτωχοί, οι αδικημένοι, που αντιμετωπίζονταν με τόση περιφρόνηση και σκληρότητα από το ρωμαικό κράτος, είχαν περισσότερους λόγους να ανθίστανται, διότι στο πρόσωπο του Χριστού έβλεπαν τον δικαιοκρίτη Βασιλιά και Λυτρωτή των δεινών των.

Το ανδρείο φρόνημα της Αγίας αποτελεί, άλλωστε, κόλαφο για την στάση πολλών σημερινών «χριστιανών», που προτιμάμε τον χρυσό από τον Χριστό, την καλοπέρασή μας από το ξεβόλεμα, την ανομία από την δικαιοσύνη, τις τιμές και τις ηδονές του κόσμου από την αγάπη και την ειρήνη του Χριστού.

Χρειάζεται να αναθεωρήσωμε ολοκληρωτικά την συμπεριφορά μας αυτήν, διδασκόμενοι από το παράδειγμα των μαρτύρων της πίστεώς μας, παλαιών και νέων, και αντιλαμβανόμενοι πως το μαρτύριο και η μαρτυρία είναι ο δρόμος του αληθινού Χριστιανού, που δεν δειλιάζει, όπως η Ιουλίττα, μπροστά στα κοσμικά μαρτύρια αλλά φοβάται μόνον μήπως δεν ομολογήση τον Χριστό.

Ας ξεκαθαρίσωμε λοιπόν και εμείς πρωτίστως με ποιόν κύριο θέλωμε να συνταχθούμε και στην συνέχεια ας προσπαθήσωμε να διατηρήσωμε ορθή την πίστη αλλά και ορθή την ζωή και την πολιτεία μας, ώστε να εύρωμε τελικά παρρησία και έλεος από τον μόνον αληθινό Βασιλέα και Κύριό μας. Γένοιτο!