«Λόγια της πλώρης». Το μεγάλο θαλασσινό νεοελληνικό λογοτεχνικό έργο  

6 Ιουλίου 2022

Τα «Λόγια της Πλώρης» ανήκουν στην κατηγορία των έργων εκείνων που, ένα από αυτά αρκεί για να δώσει σε έναν συγγραφέα μία ξεχωριστή θέση στον κόσμο των ομοτέχνων του. Για την νεοελληνική λογοτεχνία, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι ο συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων «Τα λόγια της Πλώρης».

Αναμφίβολα, δεν είναι μικρή η λογοτεχνική του Καρκαβίτσα, διαδρομή στην οποία, ορισμένα από τα έργα του όπως «Ο ζητιάνος» αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες για την φαντασία, το ταλέντο του και το χειρισμό της γλώσσας.

Γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά, ένα μικρό χωριό του Νομού Ηλείας στην Πελοπόννησο. 13 ετών πήγε στην Πάτρα για τις γυμνασιακές του σπουδές, με σκοπό να γίνει καθηγητής, πιστεύοντας πως θα καλλιεργήσει το λογοτεχνικό του ταλέντο για το οποίον είχε επίγνωση ήδη από πολύ μικρή ηλικία. Στο τέλος του 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της πενταετούς σπουδής του, η οποία κορυφώθηκε με την απονομή του διδακτορικού του διπλώματος, σχετίστηκε με τους κορυφαίους λογοτέχνες της εποχής, τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γεώργιο Ξενόπουλο.

Με την ιατρική του ιδιότητα περιηγήθηκε σε μεγάλες περιοχές της Ρούμελης ως αγροτικός ιατρός. Ιδιαίτερα, κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι, γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της Ελληνικής υπαίθρου τις οποίες κατέγραψε σε μία σειρά οδοιπορικών σημειώσεων που αποτέλεσαν και την πρώτη ύλη της νουβέλας του «Ζητιάνος».

Βολανάκης Κωνσταντίνος-Το λιμάνι του Βόλου

Το 1891, μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας, διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο πλοίο «Αθήνα» με το οποίον ταξίδεψε στα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Ελλήσποντο, τη Μαύρη θάλασσα αλλά και στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου. Αυτή ήταν και η πρώτη πραγματική επαφή του με τη θάλασσα. Οι εντυπώσεις του αποτελούν την πρώτη ύλη των διηγημάτων που περιλαμβάνονται στα «Λόγια της πλώρης». Στα διηγήματα αυτά καθρεφτίζει τη ζωή των ναυτικών κατά το τέλους του 19ου αιώνα. Ζωή γεμάτη κακουχίες, τόσο εύκολο δοσμένη από τον ίδιο τον συγγραφέα στο διήγημα «Θείον όραμα»:

Χειμώνα-καλοκαίρι το οργώνουμε το κύμα. Βόδια καματερά στη βουκέντρα της ανάγκης, υποτακτικά θα οργώνουμε το αλμυρό χωράφι,…».

Κατά τους κριτικούς το έργο αυτό αποτελεί την θαλασσινή εποποιία του σύγχρονου Ελληνισμού.

Παράλληλα, το έργο αυτό αποτελεί και ένα μνημείο της δημοτικής γλώσσας, όχι τόσο επειδή ο Καρκαβίτσας είχε προσηλωθεί σε αυτήν με βάση μία ιδεολογία όπως συνέβη στον Ψυχάρη, αλλά περισσότερο γιατί ήταν η γλώσσα που άκουγε στις ατέλειωτες ώρες της θαλασσινής περιπλάνησης. Ακριβώς επειδή είναι μία πηγαία δημοτική, γνήσια λαϊκή γλώσσα, χωρίς ακρότητες και ιδεοληψίες, καταλήγει να είναι άκρως γοητευτική, μαγνητίζοντας τον αναγνώστη στη ροή της.

Μεγάλη πρωταγωνίστρια στο έργο του η θάλασσα, άλλοτε μεγάλη νικήτρια και άλλοτε μεγάλοι ηττημένη.

Νικήτρια είναι στο διήγημα του «Η θάλασσα»:

Ο Γιάννης γίνεται ναυτικός έστω κι αν ο πατέρας του του άφησε ευχή και κατάρα να μην ασχοληθεί με τη θάλασσα. Δεν μπορεί όμως να της αντισταθεί. Όταν κάποια στιγμή επιστρέφει στο νησί, αποφασίζει να αφήσει πίσω του την παλιά του ζωή. Μεγάλο ρόλο παίζει και η Μαριώ, παλιά του αγαπημένη. Παντρεύεται και γίνεται γεωργός. Το μεγάλο κάλεσμα όμως της θάλασσας δεν έχει σβήσει. Στα βαφτίσια του νέου καραβιού κάποιου ξαδέρφου του, ο Γιάννης αποφασίζει να ξαναμπαρκάρει, φεύγοντας κλεφτά από το σπίτι του. Η ψυχική του κατάσταση συμπυκνώνεται στις τελευταίες φράσεις του διηγήματος:

«Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου πεις, δεν μετάνιωσα; Και εγώ δεν ξέρω. Αλλά και να γυρίσω τώρα στο νησί, πάλι δεν θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα».

Όσο για την ηττημένη θάλασσα, χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «Το Γιούσουρι». Έργο πικρό, μαζί και μεγαλειώδες. Έργο προπομπός ενός οικολογικού τρόπου σκέψης που τελικά όμως αφήνει την φύση ολόκληρη θύμα της ανθρώπινης εξουσιαστικότητας.

Το Γιούσουρι είναι ένα τεράστιο δέντρο, κάτι σαν τεράστιο κοράλλι, ριζωμένο στο βυθό της θάλασσας. Σύμβολο της κοινής υγρής μήτρας, από την οποία προήλθε η ζωή. Βωμός ουσιαστικά της ιερότητας της ζωής την οποίαν σέβονται όλοι οι θαλασσινοί. Το Γιούσουρι εξάπτει τη φαντασία και την περιέργεια του Γιάννου Γκάμαρου, του ήρωα του διηγήματος. Ο Γιάννος απευθύνεται στον πατέρα του με το ερώτημα γιατί δεν κόβει κάποιος το μυστικό αυτό μαύρο κοράλλι. Η γεμάτη φόβο εξήγηση του πατέρα δεν ικανοποιεί τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία να ζητήσει από τον καπετάνιο του ψαροκάικου στο οποίο δουλεύει την ευκαιρία να βουτήξει και να βγάλει το κοράλλι στην επιφάνεια. Μετά από πολλές πιέσεις, ο καπετάν Στραπάτσας δέχεται να δώσει στον πρωταγωνιστή μία ευκαιρία.

Ο Γιάννος τα καταφέρνει, το Γιούσουρι ξεριζώνεται, μόνο που αυτή η εξέλιξη δημιουργεί στον αναγνώστη το αίσθημα της αποκοπής από τη ρίζα της ζωής και το φόβο μπροστά σε έναν κόσμο που θέλει όλα να τα κατακτήσει και να τα υποτάξει. Μόνη παρηγοριά η ταπείνωση του Γιάννου από το Γιούσουρι, η ενεργοποίηση της Νεμέσεως για την Ύβρη.