Ο Αγιορείτης Άγιος Παΐσιος. Ένα οδοιπορικό μνήμης πέρα από τον χώρο και τον χρόνο…

13 Ιουλίου 2022

Η Καππαδοκία προσέφερε μεγάλους Πατέρες στην Εκκλησία του Χριστού, ιδίως κατά τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα (M. Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο Νύσσης κ.ά.). Οι Καππαδόκες Πατέρες συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ορθοδόξου δόγματος και στην καταπολέμηση των αιρέσεων.

Στους εσχάτους καιρούς, η Καππαδοκία μάς χάρισε ένα βρέφος που γεννήθηκε στα χώματά της και μας το έστειλε με την οικογένειά του το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, για να αγιάσει στη Μητέρα Πατρίδα, τον Άγιο Παΐσιο.

Ο Άγιος δεν απέκτησε θεολογική ή ευρύτερη παιδεία. Έμελλε όμως να  λάβει την κλήση της αγιότητας και να αναγνωριστεί το 2015 ως Άγιος της Εκκλησίας μας. Η Θεία Πρόνοια από καιρού εις καιρόν φαίνεται να μεριμνά και να απευθύνει την κλήση  σε απλοϊκούς ανθρώπους με καθαρή ψυχή και ένθεο ζήλο. Αυτοί οι «εκλεκτοί» αποτελούν πρότυπα ενάρετων ανθρώπων, με εσωτερική ειρήνη, πραότητα, ανεξικακία, ταπεινοφροσύνη, ζώντας κατά Χριστόν, προσευχόμενοι αδιαλείπτως για τους άλλους ανθρώπους, θυσιαζόμενοι και προσφερόμενοι οι ίδιοι, μιμούμενοι τον Θεάνθρωπο. Παράλληλα, τονίζεται ότι οι συγκεκριμένοι Άγιοι αποτελούν πρότυπα όχι μόνο για τους κοινούς πιστούς, αλλά και για τους ανθρώπους της Εκκλησίας, που κατέχουν αξιώματα, ασκούν εξουσία, εντέλλονται, διαχειρίζονται πόρους, κατέχουν πρωτοκαθεδρίες, απευθύνονται σε ακροατήρια, λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις….

Σε αυτή την κατηγορία των σύγχρονων Αγίων – προτύπων ανήκει ο Άγιος Παΐσιος.

Ο Άγιος γεννήθηκε στις 25-7-1924, στα Φάρασα της Καππαδοκίας, από τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία (Ευλογία) Εζνεπίδου. Βαφτίστηκε στις 7-8-1924, από τον μετέπειτα Άγιο Αρσένιο και έλαβε, κατά την επιθυμία του βαπτίσαντος, το όνομα Αρσένιος.  Μετά μία εβδομάδα, ξεκίνησε για την Ελλάδα το ανθρώπινο κύμα προσφύγων στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών. Βρέφος, λοιπόν, ο Άγιος Παΐσιος, βρέθηκε στον Πειραιά. Μετά τον Πειραιά, στο Κάστρο της Κέρκυρας, για λίγο καιρό στην Ηγουμενίτσα και τελικά η οικογένεια του Αγίου με άλλους Φαρασιώτες εγκαταστάθηκε στην ιστορική Κόνιτσα, όταν ο Άγιος ήταν περίπου δύο ετών.

Το φαράγγι του ποταμού Αώου κοντά στο Στόμιο, στην περιοχή της Κόνιτσας.

Ο τόπος εδώ παρέπεμπεστις κορυφές και τα φαράγγια του Ταύρου, του Αντίταυρου και του ποταμού Ζαμάντη, σαν να διάλεξε η θεία Πρόνοια την Κόνιτσα, για να θυμίζει στους ξεριζωμένους την αλησμόνητη, αγιοτόκο πατρίδα τους.

Άποψη της κοιλάδας του Περιστρέμματος (Ihlara) στην Καππαδοκία.

Κουβαλώντας την ιστορία αιώνων, τα ήθη,τα έθιμα, τις παραδόσεις και τον αγιάτρευτο πόνο του ξεριζωμού, οι πρόσφυγες της Κόνιτσας, προσαρμόστηκαν στο νέο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, που έδειξε αισθήματα φιλοξενίας και ανθρωπιάς προς τους νεοφερμένους αδελφούς.

«Και το παιδίον Αρσένιος ηύξανε και εκραταιούτο, πληρούμενοναγιότητος». Η γλυκιά του μητέρα κι ο καλός του πατέρας, γόνοι ευλαβών χριστιανικών οικογενειών, νανούριζαν και γαλουχούσαν τα βλαστάρια τους με τις νοσταλγικές ιστορίες της χαμένης πατρίδας, με τις ατέλειωτες αναφορές τους σε μάρτυρες, αγίους, ήρωες και ακρίτες τονίζοντας συχνά τις βαθιές τους ρίζες από το δέντρο του Ελληνισμού.

Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου της Κόνιτσας, ο κατά κόσμον τότε Αρσένιος, εντός κύκλου, ανάμεσα στους συμμαθητές και τους δασκάλους τους. Ο Αρσένιος δεν…. μεγάλωσε κατά την αθωότητα και την αγνότητα,  έμεινε παιδί, όπως ο Χριστός κήρυξε για όσους θέλουν να εισέλθουν στην αιώνια Βασιλεία.

Το «περιβόλι» της Κόνιτσας ήταν πρόσφορο και γόνιμο, για να αποδώσει στις ψυχές των παιδιών τους πνευματικούς καρπούς αυτής της ανατροφής.

Ο Αρσένιος αποτέλεσε το σκεύος εκλογής της θείας Οικονομίας, για να μετουσιώσει όλα όσα έφερε στο γονίδιό του και όσα διδάχθηκε, να τα κάνει βίωμα και πράξη και να τα προσφέρει στους συνανθρώπους του.

Από μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο της Κόνιτσας φανέρωσε την αταλάντευτη κλίση και θέλησή του για τα ιερά. Η οικογένειά του, οι δάσκαλοί του, οι Κονιτσιώτες, έβλεπαν, άκουγαν, απορούσαν και ανέμεναν. Μετά το δημοτικό σχολείο ήρθε η σειρά της τέχνης. «Διάλεξε» την τέχνη του Μνήστορος Ιωσήφ, που και ο ίδιος ο Χριστός είχε κατά τη λογική φορά των πραγμάτων σε ανάλογη ηλικία ασκήσει, την τέχνη του ξυλουργού.

Η ενασχόληση με την τέχνη έφερε τον Άγιο πιο κοντά στην κοινωνία της Κόνιτσας. Μπήκε σε σπίτια, μίλησε, και άκουσε. Γνώρισε βαθύτερα τους συμπολίτες του. Τον γνώρισαν και αυτοί από κοντά.

Οι δουλειές που αναλάμβανε αποτελούσαν τέλειες κατασκευές και εφαρμογές. Ό Άγιος δεν διαπραγματευόταν. Ποτέ δεν απέβλεψε στο όφελος και το κέρδος, στοιχεία ξένα και αδιάφορα για τον ίδιο. Οι λόγοι του και η συμπεριφορά του άρχισαν να πείθουν και να αποσπά σιγά-σιγά την αγάπη, το σεβασμό και το θαυμασμό των συγχωριανών του. Οι Κονιτσιώτες ένοιωθαν ότι κάτι σπουδαίο κυοφορείται.

Το ξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στην Κόνιτσα.

Ο μεγάλος και αμετακίνητος στόχος του Αγίου για την ιδανική ησυχαστική ζωή και την ακατάπαυστη προσευχή, εύρισκε προσωρινά διέξοδο στα απόμερα και απόκρημνα μέρη και ιδιαίτερα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που θύμιζε το ιστορικό παρεκκλήσι στην Καππαδοκία.

Το «πετροκομμένο» παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα Κόραμα της Καππαδοκίας, όπως το αποτύπωσε ο φωτογραφικός φακός του ποιητή Γιώργου Σεφέρη (1950).

Η θητεία του στο Όπλο των Διαβιβάσεων είναι μια περίοδος της ζωής του που επιβεβαιώνει την αρετή του Αγίου. Αναλαμβάνει τις ευθύνες άλλων, κάνει τις υπηρεσίες άλλων, δεν κάνει χρήση ευκολιών και τηρεί αυστηρά και στο ακέραιο τις υποχρεώσεις του. Μόνο όταν του θίγουν τα ιερά και τα όσια, ο Άγιος γίνεται αγνώριστος, θυμίζοντας το «Άρατε ταύτα εντεύθεν!», που ανεφώνησε ο Ιησούς, όταν ο «οίκος του Πατρός» είχε μετατραπεί σε «οίκο εμπορίου».

Επιβιώνει κατά την αδερφοκτόνο σφαγή σε περιοχή που σπαράσσεται, με παρέμβαση της θείας Πρόνοιας και του άδολου, άκακου, ακίνδυνου παρουσιαστικού του.

Πλησιάζει πλέον η μεγάλη ώρα για την «ξενητεία», την αποταγή των εγκοσμίων. Δύσκολες οι ώρες με βάση τα ανθρώπινα μέτρα, αλλά για τον Άγιο έρχεται πρώτη η αγάπη προς το Θεό και μετά η αγάπη προς τους δικούς του.

Κονιτσιώτες όλων των ηλικιών έχουν αγκαλιάσει τον Άγιο Παΐσιο με έκδηλη την αγαλλίαση στα πρόσωπά τους και εκείνος σχεδόν «κρύβεται» στο βάθος (κέντρο – δεξιά της φωτογραφίας), μέσα στο πλήθος.

Τα χρόνια που κύλησαν στον ευλογημένο τόπο της Κόνιτσας προετοίμασαν τον Άγιο για τα κατοπινά, για τους μεγάλους αγώνες και τους μεγάλους άθλους. Του χαλύβδωσαν το χαρακτήρα και την πίστη. Αντέχει πλέον στις δυσκολίες, στις στερήσεις, στους πειρασμούς, στις κακουχίες και στις αρρώστιες. Η δύναμη της προσευχής και η δι’  αυτής επικοινωνία με το Θείον τον ανεβάζουν ενίοτε σε ένα κόσμο υπέρλογο. Η θεία Χάρις τον κατακλύζει.

Ο Άγιος στη στέγη του μοναστηριού στο Στόμιο επί το έργον. Ήταν το τάμα του στην Παναγία να ξαναφτιάξει το καμένο μοναστήρι.

Ο Άγιος δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του. Δεν τρώει ούτε την ελάχιστη τροφή επιβίωσης. Δεν πίνει να ξεδιψάσει. Δεν ευχαριστιέται τίποτα από τις απλές χαρές της ζωής. Τον ενδιαφέρει μόνο να μη στερηθούν οι συνάνθρωποί του. Θέλει να περνάει αυτός χειρότερα από όλους, να υποφέρει αυτός παρά να υποφέρουν οι άλλοι, να είναι αυτός άρρωστος παρά να είναι οι άλλοι. Αυτός να είναι ο έσχατος, στην τροφή, στην ενδυμασία, στην υγεία.

΄Ολο αυτό το μεγαλείο ψυχής και βιοτής του Αγίου παρέπεμπε κατευθείαν στον Ένα, τον Πρώτο, τον Χριστό. Μιμητής του υπήρξε ο Άγιος, εφαρμόζοντας με συγκεκριμένες πράξεις, έργα και λόγους, σχεδόν όλα τα μηνύματα που περιλαμβάνονται στο Ευαγγέλιο. Με τρόπο απλό, πρακτικό, κατανοητό και αρκετές φορές με χιούμορ.

Θυμίζουμε στο σημείο αυτό τους βασικούς σταθμούς στην πορεία του Αγίου μετά το Στρατό, ώστε ο αναγνώστης του άρθρου να έχει μια συνοπτική εικόνα της μεγάλης πορείας του. Στις 21-3-1950, λαμβάνει το απολυτήριο στρατού. Μένει λίγο στην Κόνιτσα και στη συνέχεια μεταβαίνει στο Άγιο Όρος για να εξετάσει τα δεδομένα της μοναχικής ζωής. Επιστρέφει στην Κόνιτσα και εργάζεται ως μαραγκός. Το Μάρτιο του 1953 επιστρέφει στο Όρος και εντάσσεται ως δόκιμος μοναχός. Μετά ένα χρόνο δέχεται  την «ρασοευχή» και λαμβάνει το όνομα Αβέρκιος. Το καλοκαίρι του 1956 γυρίζει για μερικούς μήνες στη Κόνιτσα για λόγους υγείας. Επιστρέφει στο Όρος και το Μάρτιο του 1957 λαμβάνει το όνομα Παΐσιος κατά την κουρά του σε μικρόσχημο μοναχό. Τον Αύγουστο του 1958 επιστρέφει στην Κόνιτσα για να αποκαταστήσει τον καμμένο από τους Γερμανούς ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου στη Μονή του Στομίου. Το Σεπτέμβρη του 1962 από την μονή Στομίου της  Κόνιτσας αναχωρεί για το θεοβάδιστο Όρος Σινά. Μένει εκεί μέχρι τον Μάη του 1964 και επανέρχεται στο Άγιο Όρος, όπου μένει μέχρι τέλους. Τον Οκτώβριο του 1993 κατέβηκε στη Σουρωτή. Η κλονισμένη υγεία του επιδεινώθηκε. Δεν επέστρεψε πάλι στο Όρος. Εκοιμήθη και ετάφη στη Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στη Σουρωτή στις 12-7-1994.

Ο Άγιος Παΐσιος στη στέγη του μοναστηριού στο Στόμιο, κατά τις εργασίες αποκατάστασης.

Ο Άγιος Παΐσιος έμεινε ως το τέλος απλός μοναχός. Πέρασε από όλα τα «σχολεία» τις «σχολές» και τα διακονήματα του Άθωνα. Όταν ήρθε η ώρα ο Θεός αντάμειψε το έργο του. Το όνομα του έφερε στο απλό κελλί του χιλιάδες ανθρώπους και μετά θάνατον το όνομά του έγινε Οικουμενικό. Όταν μας ρωτούν, ποιός ήταν ο Άγιος Παΐσιος, μπορούμε να απαντάμε πλέον: «δεν σας λέμε εμείς ποιος ήταν, αλλά ρωτήστε την Οικουμένη», κατά το γνωστό αρχαίο, ταφικό επίγραμμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου («Ενθάδε κείται ου λέγω τις, αλλ’ ερωτήσατε την Οικουμένη»).

Για τον Άγιο έχουν γραφεί δεκάδες χιλιάδες σελίδες. Πιστεύω ότι συνεχώς ό όγκος των αναφορών προς το πρόσωπό του θα μεγαλώνει, καθώς θα απλώνεται στον σύγχρονο κόσμο και θα γίνεται περισσότερο γνωστή η τόσο σπάνια εγκόσμια πορεία του.

Ο Άγιος με οσιακή μορφή μπροστά στην είσοδο του καθολικού της Μονής του Στομίου, ανάμεσα σε επισκέπτες. Σε σημείωση αναφέρεται ότι η φωτογραφία ελήφθη στις 8-9-1959, δηλαδή ανήμερα της μνήμης του Γενεσίου της Θεοτόκου, που το Μοναστήρι γιορτάζει. Φαίνεται ότι οι εργασίες αναστήλωσης δεν είχαν τελειώσει.

Πιστεύουμε ότι η θεία Πρόνοια μεσολάβησε, ώστε το σκήνωμα του Αγίου να βρίσκεται στη Σουρωτή, για να το επισκέπτονται και να το προσκυνούν και οι γυναίκες και πλήθος άλλων ανθρώπων που θα ήταν δύσκολο ή και αδύνατο να ανέβουν στον Άθωνα. Βεβαίως ο προσκυνητής, που έχει τη δυνατότητα, ανεβαίνει στον Άθωνα, κατεβαίνει στη Σουρωτή και καταλήγει στην Κόνιτσα, όπου η παρουσία του Αγίου είναι συνεχής και έντονη. Θα επισκεφθεί το πατρικό του σπίτι, θα ανεβεί στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, θα προσκυνήσει στην Ιερά Μονή του Στομίου και θα περπατήσει στα ίχνη του Αγίου. Η Κόνιτσα και οι άνθρωποί της είχαν το προνόμιο και την ευλογία να αποτελούν μέρος από τις αδιάλειπτες προσευχές του Αγίου Παϊσίου και μάλιστα οι αναφορές του σ’ αυτούς να γίνονται ονομαστικά, υπέρ των Κονιτσιωτών, ζώντων και  κεκοιμημένων. Γιαυτό με ευλάβεια και καύχηση εν Κυρίω τιμούν τον Άγιό τους.

 Εμείς προσφέρουμε με σεβασμό στον Άγιο την παρακάτω ωδή:

«Καππαδοκίας τὸν γόνον,

καὶ Κονίτσης τὸ κόσμημα,

ᾄδοντες, ψάλλοντες,

δεῦτε τιμήσωμεν, ἀδελφοί,

Παΐσιον τὸν πρᾶον

μιμητὴν τοῦ Χριστοῦ,

αἰτούμενοι πρεσβεύειν,

ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι,

τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

Σημείωση:

Ευχαριστούμε θερμά για το φωτογραφικό υλικό και συναφείς πληροφορίες τους κυρίους Παναγιώτη Πλιώτα, Θεολόγο Καπετανίδη, Γιώργο Καλλιντέρη και Μιχάλη Μιχαλακόπουλο.

Πηγές:

«Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», Ιερομόναχος Ισαάκ, Άγιον Όρος, 2012

«Τρεις μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας», Γιώργος Σεφέρης, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2005

Η Μονή της Παναγίας στο Στόμιο (φαράγγι ποταμού Αώου).

Πανοραμική άποψη της Μονής της Παναγίας στο Στόμιο.

Ο Ποταμός Ζαμάντης στο όρος Ταύρος κοντά στην Καισάρεια [www.nomad.gr].