Ποίημα Αγίου Παϊσίου προς τη μητέρα του

14 Ιουλίου 2022

Στις  3 Μαρτίου του 1957 έγινε η κουρά του αγίου σε μικρόσχημο μοναχό στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους και έλαβε το όνομα Παϊσιος. Μετά την κουρά έβγαλε μια φωτογραφία. Στις 3-5-1957 έγραψε στο πίσω μέρος της φωτογραφίας το ποίημα που ακολουθεί και το έστειλε στην Κόνιτσα στη μητέρα του. Το ποίημα έχει ως ακολούθως, όπως ακριβώς έχει καταχωρηθεί φωτοτυπημένο σε πολλά βιβλία και έντυπα:

Μαννούλα μου σε χαιρετώ εγώ πάω να μονάσω,

Φεύγω την μάταιαν ζωήν, τον πλάνον, να γελάσω.

Στην μοναξιάν, στην έρημον τα νιάτα να περάσω,

Δια την αγάπην του Χριστού , όλα θα τα θυσιάσω.

 

Όλα του κόσμου τα αγαθά, σαν σκύβαλλα θα αφήσω,

Να εκτελέσω την πρώτην εντολήν, τον Θεόν να αγαπήσω

Με τον Σταυρόν στον Γολγοθάν, τον Ιησούν να ακολουθήσω

Και εις την άνω Ιερουσαλήμ, εύχομαι να σε συναντήσω.

                                            –

Φεύγω από την μεγάλην σου στοργήν, μαννούλα να μπορέσω

Δια να είμεθα αιώνια μαζί, τον Ιησούν να παρακαλέσω.

Δια αυτό μικρός εθέλησα τα μαύρα δια να φορέσω,

Να αφιερωθώ εις τον Χριστόν, του Θεού να αρέσω.

                                          –

Και δια μητέρα εις το εξής, θα έχω την Παναγίαν,

Να με φυλάξη αβλαβή, απ΄του εχθρού την πανουργίαν.

Μάννα μου με κατάνυξιν, στην έρημον εδώ στην ησυχίαν

 Θα εύχομαι πάντα δια εσέ και δι΄όλην την πολιτείαν. 

                         –

Μ/ού. Π/ου Φιλοθεϊτου. Άγ. ‘Ορος. 3-5-1957

Αφιερούτε στην σεβαστήν μου Μητέραν. Παϊσιος

Λίγα σχόλια:

Στη δεκαετία του ‘50, η αναζήτηση δουλειάς και μιας καλύτερης ζωής έσπρωξε στην ξενιτιά χιλιάδες νέους. Ο αποχωρισμός των νέων από τις οικογένειές τους ήταν σπαραξικάρδιος. Άνοιγε πληγές ανεπούλωτες και σε αυτούς που έφευγαν και σε αυτούς που έμεναν. «Μανούλα θα φύγω μη κλάψεις για μένα…», «Κρατώντας κάποια φωτογραφία μια μάνα κλαίει βράδυ πρωί». Τα θρηνώδη αυτά λαϊκά τραγούδια,  έκαναν τις καρδιές να σπαράζουν. Ο Στέλιος Καζατζίδης, Πόντιος ο ίδιος, ερμήνευε βάζοντας στην ανεπανάληπτη φωνή του όλους τους στεναγμούς της καρδιάς της ξεριζωμένης γενιάς των Ποντίων από τις πατρογονικές τους εστίες. Τα τραγούδια αυτά ακουγόντουσαν σε όλη τη χώρα από ραδιόφωνα, γραμμόφωνα, τζουκ μποξ και από χιλιάδες στόματα.

Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα εμπνεύστηκε ο Άγιος για τη δική του, ξενιτιά, «ξενιτεία», το ποίημα, που αφιέρωσε στη μάνα του.

Δομημένο σε ένα περίπου δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο ποιητικό λόγο, που προσομοιάζει με  πολλά δημοτικά τραγούδια, αποτελεί ένα σπαραγμό ψυχής, που τον καταθέτει και σαν ένα είδος συγγνώμης και παρηγοριάς στην στοργική του μανούλα, την Ευλαμπία ή Ευλογία, όπως προτιμούσε ο ίδιος να την ονοματίζουν.

Η Θεία Οικονομία παρεμβαίνει πολλές φορές και καθορίζει αυτή τις διαδρομές των ανθρώπων εξισορροπώντας, συμβιβάζοντας, ικανοποιώντας σύμμετρα τις επιδιώξεις, τους σχεδιασμούς και τις επιθυμίες τους.

Στο ποίημα αυτό ο Άγιος με ασυγκράτητη συγκίνηση απευθύνεται στην μητέρα του και από τα βαθύτερα μύχια της καρδιάς του της αναγγέλλει τις αποφάσεις του. Σε χαιρετώ της λέει, πάω στην έρημο να μονάσω για χάρη του Χριστού, τον οποίο θα μιμηθώ και θα τον ακολουθήσω στο Γολγοθά. Καλή αντάμωση στην άλλη ζωή!

Το ποίημα το συνθέτει υπό το κράτος της βαθιάς συγκίνησης της οριστικής και αμετάκλητης ένταξής του στο αγγελικό σώμα των μοναχών με το όνομα Παΐσιος και το μεταφέρει με σχετική αφιέρωση στο πίσω μέρος της  φωτογραφίας του, που στέλνει στη μητέρα του.

Το πόσο αγία ψυχή ήταν ή μητέρα του και πόσο είχε συμβάλει στη διάπλαση του χαρακτήρα του, του ψυχικού του κόσμου, των ευαισθησιών και συναισθημάτων του, φαίνεται από την γεμάτη συγκίνηση αναφορά του, «φεύγω από την μεγάλη σου στοργή μανούλα..».

Δεν αφήνει κανένα περιθώριο μικρής έστω επιστροφής στην ζεστή αγκαλιά της. Κλείνοντας μάλιστα τον ποιητικό σπαραγμό προς τη μάνα,   της υπόσχεται ότι θα την αναφέρει πάντα στις προσευχές του και το ίδιο θα κάνει και για όλους τους Κονιτσιώτες.

Αυτά τα γράφει την Άνοιξη του 1957. Είναι ηλικίας 33 ετών. Έχει την ηλικία του Χριστού. Είναι ώριμος για τον μοναχικό βίο, πιστός και αμετακίνητος στις αποφάσεις του.

Εδώ ακριβώς τίθεται το θέμα της Θείας Οικονομίας. Όταν δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο υπαναχώρησης από την απόφαση της άρνησης του κόσμου και της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στην μοναχική κοινότητα, τότε είναι ορθό και δίκαιο να δούμε και την πλευρά εκείνης της μάνας, που συνειδητά και τρυφερά τον προετοίμαζε γιαυτό το στάδιο. Σαν άνθρωπος εκείνη δεν θα δοκίμαζε τη φυσική και ανθρώπινη χαρά βλέποντας το γυιό της σαν «δεύτερη μητέρα», μετά την Παναγία, να κινείται να δρα και να βιώνει ως πραγματικός μοναχός εκεί κοντά στα μέρη τα ποτισμένα με δάκρυα, τα άγια  χώματα της Κόνιτσας; Αναμφίβολα ναι.

Η Θεία Οικονομία λοιπόν, παρεμβαίνει, έχει προνοήσει για όλα. Ο οίκος της Παναγίας του Στομίου στην Κόνιτσα έχει καεί από το 1943. Τον έκαψε ο αδυσώπητος  κατακτητής. Νεύει στον Άγιο η «Πρώτη» του Μητέρα, η Παναγιά και ο Άγιος επιστρέφει. Για τέσσερα περίπου χρόνια (1958-1962), ασχολείται με την αποκατάσταση του οίκου του Γενεσίου της Θεοτόκου του Στομίου της Κόνιτσας. Συγκινεί με την αυστηρή ασκητική του ζωή, με την ακαταπόνητη εργατικότητά του, με το κοινωνικό έργο του, ζώντας σε υγρά κατοικητήρια και στις οπές της γης, στερούμενος, κακουχούμενος,  αδιαλείπτως προσευχόμενος. Οι Κονιτσιώτες μένουν εκστατικοί από την αγία βιωτή του Αγίου τους και του παρέχουν κάθε δυνατή συνδρομή και βοήθεια.

Η Ευλαμπία ή Ευλογία, η μανούλα του, πως τάχα να ένοιωθε τα τέσσερα περίπου χρόνια, που ο γυιός της υπηρετούσε με θείο ζήλο την Μητέρα όλων μας στη Μονή του Στομίου; Η Θεία Οικονομία την είχε ανταμείψει με αυτό το δώρο. Όπως και τον ίδιο τον Άγιο για τον ίδιο λόγο.

Όταν το 1962, πέταξε με αγγελικά φτερά για το Θεοβάδιστο Όρος Σινά ο άγιος Παΐσιος για να συνεχίσει την άκρα ησυχαστική ζωή, η μανούλα του, ήταν απόλυτα ικανοποιημένη, γιατί τέσσερα ολόκληρα χρόνια είχε το γυιό της σε μικρή απόσταση από το σπίτι της. Με αυτή την ικανοποίηση και τις συνεχείς προσευχές της, η αγία αυτή ψυχή, όδευσε προς την Άνω Ιερουσαλήμ στις 31 Οκτώβρη του 1963. Κατά την επιθυμία του Αγίου, που εκφράζεται με έμφαση στο ποίημα θα είναι τώρα και πάντα μαζί της στον Παράδεισο!…