Θεολογικές θέσεις για τις εξελίξεις της κοινωνίας

21 Ιουλίου 2022

Η Ποιμαντική προσφορά του Αγίου Όρους δεν περιορίζεται μόνο στην προσφορά αγαθών. Οι αγιορείτες αφουγκράζονται τις αγωνίες και τις ανησυχίες του πληρώματος της Εκκλησίας που ζει στον κόσμο και παρεμβαίνει όποτε θεώρει σκόπιμο αλλά και χρήσιμο, καθώς για τον πιστό λαό είναι πάντοτε παρήγορη η παρέμβαση του Αγίου Όρους και θεωρείται ότι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα διότι αποτελεί τη φωνή της συνείδησης του πιστού λαού ο οποίος πολλές φορές παρασύρεται από ακραίες και φονταμενταλιστικές ομάδες.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι παρεμβάσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες έχουν να κάνουν με αποφάσεις που ελήφθησαν από το πολιτικό προσωπικό της χώρας και οι οποίες αλλοιώνουν είτε τον χαρακτήρα της πνευματικής ζωής του ανθρώπου, είτε κλονίζουν θεσμούς όπως ο γάμος και γενικότερα η οικογενειακή ζωή, η θρησκευτική αγωγή και εκπαίδευση αλλά ακόμη και για θέματα που σχετίζονται με τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα.

Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν αναλυτικότερα οι παρεμβάσεις του Άγιου Όρους τα τελευταία χρόνια οι οποίες συνήθως γίνονται μέσω της Ιεράς Κοινότητας, χωρίς όμως να λείπουν και οι μεμονωμένες παρεμβάσεις μονών, όπως θα δούμε στο τέλος της ενότητας.

 i)  Παρεμβάσεις Θεολογικού και Δογματικού χαρακτήρα

Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν κυρίως θέματα θεολογικού χαρακτήρα και σκοπό έχουν να θεραπεύσουν καταστάσεις που θεωρούνται αντίθετες προς την παράδοση ή τους κανόνες της Ορθόδοξης πίστης, να φυλάξουν την παρακαταθήκη των Αγίων Πατέρων αλλά και να αναπαύσουν τον πιστό λαό ο οποίος θεωρεί το Άγιο Όρος ως τον θεματοφύλακα της γνησιότητας της Ορθοδοξίας.

iα) Επίσκεψη του Πάπα στο Φανάρι – συμπροσευχές και συλλείτουργα.

Το Άγιο Όρος παρενέβη το 2006, αφουγκραζόμενο και τις αντιδράσεις που υπήρξαν, στις συναντήσεις του Πάπα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη αλλά και στην επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου στο Βατικανό.

Έτσι, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους διατύπωσε την αντίθεσή της στην υποδοχή του Πάπα Βενέδικτου του ΙΣΤ΄, η οποία έγινε σαν να ήταν ο κανονικός επίσκοπος Ρώμης, καθώς κατά την τελετή της υποδοχής του προσφωνήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη με το «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», ευλόγησε το εκκλησίασμα, πολυχρονίσθηκε και ως αγιώτατος και μακαριώτατος επίσκοπος Ρώμης, (στο σημείο αυτό η ανακοίνωση πληροφορεί τον λαό ότι ουδέποτε συντάχθηκαν τα ψαλέντα από αγιορείτες μοναχούς, όπως εσφαλμένος διαδόθηκε από τα ΜΜΕ), απήγγειλε το «Πάτερ ημών» και αντάλλαξε λειτουργικό ασπασμό με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, γεγονότα που ξεπερνούν τις απλές έως τότε συμπροσευχές.

Η Ιερά Κοινότητα υπενθύμισε ότι όλα αυτά συμβαίνουν εν όσο ο Πάπας ενισχύει τόσο τα δόγματα περί πρωτείου και αλάθητου αλλά και ενισχύοντας την Ουνία η οποία αποτελεί μέσο προσηλυτισμού των Ορθοδόξων στην Ανατολική Ευρώπη, χρησιμοποιώντας τη βυζαντινή λειτουργία, τον βυζαντινό τύπο και την εξωτερική εμφάνιση των ιερέων με σκοπό να εξαπατήσουν τους πιστούς[1].

Υπενθυμίζεται επίσης, ότι μέσω αυτών των συλλειτουργιών, επιχειρείται κατά πρώτον η Ορθοδοξία να γίνει συμμέτοχη των αμαρτιών της Δύσης (Σταυροφορίες, Ιερά Εξέταση, δουλεμπόριο, αποικιοκρατία, Παγκόσμιοι Πόλεμοι, αθεΐα κλπ.), και κατά δεύτερον να δημιουργείται η ψευδής ομοιότητα της Ορθοδοξίας και της Δύσης σε όσους τυχόν ετερόδοξους προσβλέπουν, με την επάνοδό τους στην Ορθοδοξία, την επάνοδο στην αληθινή Εκκλησία.

Συμπερασματικά, με τις ομολογίες της Δύσης, ο οποίες στερούνται της αγιαστικής χάριτος (καθώς στερούνται της αποστολικής διαδοχής και έχουν διαστρέψει την πίστη του Ευαγγελίου και των Πατέρων) ο διάλογος μπορεί να είναι θεμιτός μόνο όταν σκοπό έχει να τους πληροφορήσει περί της Ορθόδοξης πίστης ώστε να διανοιχθούν οι οφθαλμοί τους, και σε καμία περίπτωση με συμπροσευχές και συμμετοχές σε λειτουργικές και λατρευτικές συνάξεις[2].

Σε συνάφεια με τα παραπάνω, το 2014, 122 αγιορείτες μοναχοί, προερχόμενοι από συνοδείες, σκήτες, καθίσματα και από τις Ιερές Μονές Ζωγράφου και Μεγίστης Λαύρας, παρενέβησαν κυκλοφορόντας έντυπο 128 σελίδων με τίτλο «Άγιον Όρος, Διαχρονική μαρτυρία στους αγώνες υπέρ της πίστεως» με το οποίο αποκηρύσσονται η Ουνία, υπογραμμίζονται οι διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού και καταδικάζονται οι συμπροσευχές με ετερόδοξους και αλλόθρησκους[3].

iβ) Αγία και Μεγάλη Σύνοδος

 Δέκα χρόνια αργότερα το Άγιο Όρος, συναισθανόμενο τον σπουδαίο ρόλο που διαδραματίζει στη διαφύλαξη των παραδόσεων, αλλά και αντιλαμβανόμενο ότι μία μερίδα των πιστών δεν αναπαύθηκε με τα προσυνοδικά κείμενα της σχεδιαζόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αποφάσισε να παρέμβει[4]προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως αποτέλεσμα, ζήτησε να υπάρξουν μεταβολές στα συνοδικά κείμενα, τέτοιες ώστε κατά πρώτον να μην σκανδαλίζεται ο πιστός λαός και κατά δεύτερον τα κείμενα αυτά να είναι ακόλουθα των Πατερικών διδασκαλιών και των Οικουμενικών Συνόδων, έτσι ώστε, εκτός από τον σκανδαλισμό, να αποφεύγονταν και η οποιαδήποτε πιθανότητα σχίσματος που θα αποτελούσε πληγή στο σώμα της Ορθοδοξίας.

Έτσι λοιπόν, το Άγιο Όρος αποφάσισε να παρέμβει πριν την έναρξη της συνόδου της Κρήτης, σε τέσσερα σημεία, με πρώτο αυτό το οποίο έχει εκκλησιολογική αναφορά και σχετίζεται με τον προσδιορισμό τον ετερόδοξων. Η πρόταση του Αγίου Όρους ήταν να αποφευχθεί ο Όρος «Εκκλησία» για τους ετερόδοξους και αντί αυτού να χρησιμοποιηθεί ο όρος «χριστιανικά δόγματα και ομολογίες» έτσι ώστε και οι ετερόδοξοι να έχουν μια σαφή και ειλικρινή εικόνα για το πώς τους βλέπει ο Ορθόδοξος κόσμος, αλλά και «για να γίνει αντιληπτό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μια από τις πολλές άλλες “Εκκλησίες” που χαρακτηρίζονται με άλλα επίθετα όπως η “Καθολική Εκκλησία”, η “Ευαγγελική Εκκλησία” η “Αγγλικανική Εκκλησία”, η “Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία” αλλά είναι ηΕκκλησία, η μοναδική και μόνη αληθής Εκκλησία[5]». Επίσης όταν ομιλούμε περί της ενότητας των χριστιανών (να σιν ν[6]) θα πρέπει να εννοούμε των Ορθόδοξων Χριστιανών διότι με τους ετερόδοξους δεν πρέπει να τίθεται θέμα ενότητας, αλλά επανόδου τους στην αλήθεια της Ορθοδοξίας.

Δεύτερον,  και ενώ η Ιερά Κοινότητα καταδικάζει τον τρόπο διεξαγωγής των θεολογικών διαλόγων, των συμπροσευχών και άλλων λειτουργικών πράξεων, ο οποίος δεν αναπαύει το σύνολο του πληρώματος της Εκκλησίας, εγείρει τις αντιρρήσεις της ως προς το άρθρο που αναφέρεται στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο. Ζητά λοιπόν να διασαφηνιστεί ότι η ενότητα της Εκκλησίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μέσω των παραπάνω πρακτικών (διαλόγων, συμπροσευχών κ.λπ.), ενώ εκφράζει και τον έντονο προβληματισμό ως προς τη συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών».

Στο τρίτο σημείο παρέμβασης της Ιεράς Κοινότητας, έγινε αναφορά στο γεγονός ότι πρέπει να διευκρινιστεί σαφώς ότι ως έσχατος κριτής επί θεμάτων πίστης αναγνωρίζεται η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας η οποία εκφράζεται είτε από μεμονωμένα πρόσωπα, είτε από συνόδους ιεραρχών, είτε επικυρώνεται δια συνοδικών αποφάσεων. Σημαντικό κομμάτι του τρίτου σημείου παρέμβασης, αποτελεί το αίτημα της Ιεράς Κοινότητας να γίνει αναφορά στις μετά τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, και συγκεκριμένα στη σύνοδο του 879 επί Μεγάλου Φωτίου, τη σύνοδο επί Γρηγορίου Παλαμά (1341-1351) σχετικά με τις ησυχαστικές έριδες αλλά και αυτές που ακύρωσαν τις «ψευδοσυνόδους» που έλαβαν χώρα στη Λυών και τη Φλωρεντία έτσι ώστε να αναδειχθούν μέσω αυτών οι δογματικές και οι εκκλησιολογικές διαφορές που προκύπτουν με τους ετερόδοξους (Φιλιόκβε, κτιστή Χάρη, παπικό πρωτείο κ.λπ.). Το σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να αναφερθεί ότι από την ενημέρωση της Εκκλησίας της Ελλάδας προς το ποίμνιό της μετά τη σύνοδο της Κρήτης, μέσω του έντυπου «Προς τον Λαό[7]», έγινε γνωστό ότι οι παρεμβάσεις αυτές έγιναν αποδεκτές από την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο».

Τέλος, στο τέταρτο και τελευταίο σημείο παρέμβασης οι Αγιορείτες, υπενθυμίζοντας τις διδαχές του Γρηγορίου Παλαμά, ως κληρονόμοι του ησυχαστικού πνεύματος, ζήτησαν στο πνεύμα του κειμένου «Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω», να γίνει αναφορά στη δυνατότητα της αποκάλυψης του Θεού στον άνθρωπο αλλά και της κοινωνίας του  Θεού με τον άνθρωπο μόνο μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, τονίζοντας ότι μέσω αυτής της οδού δύναται να επέλθει η «άνωθεν ειρήνη» σε αντιδιαστολή με την κοσμική ειρήνη.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] Θεόδωρου Ζήση (Πρωτοπρ.), Ουνία. Η καταδίκη και η αθώωση, Εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 132-133.

[2] βλ. υπ’ αριθ. Φ.2/7/2310/30-12 -2006 έγγραφο της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους.

[3] Χ.σ., Άγιον Όρος, Διαχρονικοί μαρτυρία…, Ορθόδοξο Χριστιανικό περιοδικό «Ο Σωτήρ», Τεύχος 2106, 1 Μαρτίου 2015, σελ. 108-109. Για περισσότερα βλ. την έντυπη έκδοση Άγιον Όρος, Διαχρονικοί μαρτυρία στους αγώνες υπέρ της πίστεως,  Έκδοση Αγιορειτών Πατέρων – Άγιον Όρος 2014

[4] βλ. υπ’ αριθ. Φ.2/7/1085/25-05 -2016 έγγραφο της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους.

[5] Θεόδωρου Ζήση (Πρωτοπρ.), Αγία και Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει να ελπίζουμε ή να ανησυχούμε;, Εκδόσεις Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 115.

[6] Ιωαν. 17,11

[7] «…η Αγία Σύνοδος δεν αναφέρθηκε μόνον στο κύρος των γνωστών Οικουμενικών Συνόδων, αλλά σε αυτήν για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκαν ως Σύνοδοι «καθολικού κύρους», δηλαδή ως Οικουμενικές, η Μεγάλη Σύνοδος επί Μεγάλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), οι επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Μεγάλες Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), και οι εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλες και Αγίες Σύνοδοι για την αποκήρυξη της ενωτικής Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-1439), των προτεσταντικών δοξασιών (1638, 1642, 1672, 1691) και του εθνοφυλετισμού ως εκκλησιολογικής αιρέσεως (1872)», βλ. έντυπο Προς τον Λαό, τεύχ. 49, Ιανουάριος 2017, σ. 2-3. Επίσης, βλ. και την Εγκύκλιο «τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», παρ.3, Κεφ. Ι.