Ἡ προφητικὴ ζωὴ τῆς Παναγίας – τύπος τῆς μοναχικῆς βιοτῆς

29 Αυγούστου 2022

Ὁ μοναχισμὸς εἶναι μίμηση τῆς ζωῆς τῆς Παναγίας, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος μίμηση τῆς ὁδοῦ τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της. Κατ’ οὐσίαν, ἡ θεόπαις Μαριὰμ εἶχε τοποθετήσει προφητικὰ τὸν Ἑαυτό Της στὴν ὁδὸ αὐτὴ πρὶν ἀκόμη ἔλθει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο καὶ ἔγινε ἡ κατεξοχὴν μέτοχος στὸ κρίμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ βιοτή Της ἦταν προφητική, διότι ἡ Ἁγία Παρθένος ὄχι ἁπλῶς ἐπισκιάσθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἀλλὰ ἐμφορεῖτο ἀπὸ Αὐτό. Μᾶλλον ἀγόταν καὶ φερόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παράκλητο.

Ἡ ἴδια ἐξέφερε λόγο μόνο μιὰ φορά, ψάλλοντας τὴν ὠδή Της στὸν Κύριο, ὅταν ἄκουσε τὴν καλὴ ἀγγελία ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ καταυγάσθηκε ἀπὸ τὸ ἅγιο Φῶς τῆς Θεομητρότητας. Στοὺς λίγους στίχους ὅμως τῆς ὠδῆς αὐτῆς περικλειόταν προφητεία ποὺ οἱ πιστοὶ θὰ ἐκπληρώνουν μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος σὲ κάθε θεομητορικὴ ἑορτή: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί».

Ἔκτοτε ἡ Παναγία σιώπησε. Δὲν χρειαζόταν πλέον νὰ ἐκφέρει λόγους, ἐφόσον ἔφερε στὴ γῆ τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο τοῦ Πατρός. Ἡ χάρη τῆς παρουσίας Της ὅμως ἦταν τόσο ψηλαφητή, ποὺ σὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἐκγυμνασμένα τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς, μετέδιδε τὸ προφητικό Της πνεῦμα. Ὡς ἀγέννητο βρέφος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ μεγάλυνε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅταν σκίρτησε ἀπὸ ἀγαλλίαση στὴ μήτρα τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ ἡ δίκαιη αὐτὴ γυναίκα πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη λογική, μπόρεσε νὰ ἀναγνωρίσει στὴ νεαρὴ ἐξαδέλφη Της τὴν ἐκπλήρωση τῆς παράδοξης προφητείας τοῦ Ἡσαΐα: «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἕξει ἐν γαστρὶ καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ»1.

Οἱ λόγοι τῆς Παναγίας γιὰ τὴ δόξα ποὺ ἔμελλε νὰ λάβει ἄνωθεν ἦταν γνήσια προφητικοί, δηλαδὴ ἐκφέρθηκαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐφόσον τὴ νεαρὴ κόρη δὲν ἔθελγε οὐδεμία ἐγκόσμια δόξα. Εἶχε αὐτοσμικρυνθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στὸ ἔπακρο καὶ στὸν ἀρχαγγελικὸ ἀσπασμὸ ἔκανε λόγο μόνο γιὰ τὴ μηδαμινότητά Της: «Ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ». Ὡστόσο, σὲ αὐτὸ τὸ μηδέν, σὲ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινώσεως τῆς Θεομήτορος, ὁ Θεὸς ἐξέχυσε τόση χάρη, ὥστε ἀνέδειξε τὴ φτωχὴ καὶ ἄσημη κόρη τῆς Ναζαρὲτ σὲ θεὸ κατὰ χάρη, στὴν Ὁποία γενεὲς γενεῶν κράζουν μὲ εὐγνωμοσύνη: «Χαίροις μετὰ Θεὸν ἡ θεός, τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα· ἀμέσως ἡ δεχομένη τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν τὸ πλήρωμα ὅλον καὶ εἰς ἅπαντας Ἀγγέλους ἀνθρώπους τε, τοῦτο διαπορθμεύουσα».

Σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ζωή Της ἡ Ἁγία Παρθένος δὲν ἐμφανίζεται δίπλα στὸν Χριστό, ὅταν τὰ πλήθη Τὸν δοξάζουν, ὅταν ἐπιτελεῖ θαυμαστὰ σημεῖα, ὅταν φανέρωσε τὴ λάμψη Του στὸ Θαβώρ. Ἦταν δίπλα Του ὅταν ὁ ὄχλος μὴ ἀντέχοντας τοὺς «σκληροὺς λόγους» καὶ τὴν ἁγία ἑτερότητα τοῦ ἤθους Του ἔλεγαν «ὅτι ἐξέστη», ὅταν ἐπιχειροῦσαν νὰ Τὸν λιθοβολήσουν, ὅταν κρεμόταν στὸν Σταυρό.

Ἡ Παναγία ἦταν ἡ κατὰ σάρκα Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅμως ἐνώπιόν Του ἔκοβε συνεχῶς τὸ θέλημά Της καὶ ζοῦσε γιὰ νὰ διακονεῖ τὸ δικό Του ἅγιο, θεῖο καὶ σωτήριο θέλημα. Ὑπέμενε τὰ πάντα μὲ ταπεινὴ ἀγάπη, γιὰ νὰ δώσει ὅλη τὴν ἐλευθερία στὸν Χριστὸ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἔργο ποὺ Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Οὐράνιος Πατέρας.

Ἐνίοτε οἱ λόγοι ποὺ Τῆς ἀπηύθυνε ὁ Χριστὸς εἶχαν φαινομενικὰ σκληρὸ χαρακτήρα καὶ ἔκοβαν τὸν σαρκικὸ δεσμὸ ποὺ τοὺς ἕνωνε. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως ὁ Κύριος ἔμεινε ἐλεύθερος νὰ δώσει τὴ φοβερὴ ἐντολή: «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής»2. Καὶ ἐνῶ καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία εἶχαν κάνει τέλεια ἀποταγὴ στὸ ψυχικὸ ἐπίπεδο τῆς σχέσεως μητέρας καὶ τέκνου, ὁ Κύριος ἐν τῷ κρυπτῷ Τῆς ἀπηύθυνε τὸν μεγαλύτερο ἔπαινο: «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν»3.

Ἂς ἐξετάσουμε πῶς συνδέονται κάποια γεγονότα-σταθμοὶ στὴ ζωὴ τῆς Παναγίας μὲ τὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος.

Γενέθλιον Παναγίας

Ἡ γέννηση τῆς Παναγίας καθεαυτὴν ἦταν θαῦμα. Οἱ γονεῖς Της ἦταν στεῖροι, δίκαιοι ὅμως καὶ πιστοί. Ἡ ζωὴ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀγιότητας καρποφόρησε ἀπὸ στείρα μήτρα εὐκλεὴ καρπό, τὴ Θεομήτορα.

Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ὅπως ἐξεφράσθηκε στὴν παραβολὴ τῆς ἄκαρπης συκῆς βεβαιώνει ὅτι, ὁ Θεὸς ἀναμένει νὰ ἐκζητήσουμε τὴ χάρη Του ἡ ὁποία εἶναι ἱκανὴ νὰ γονιμοποιήσει ἀκόμη καὶ τὴν πνευματική μας στειρότητα καὶ νὰ φέρει καρπὸ τὴν πνευματική μας ἀναγέννηση

Εἰσόδια

Ἀπὸ τὴν πιὸ τρυφερή Της ἡλικία ἡ Παναγία ἀφιερώθηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς Της στὸν ναό. Ἡ θεόπαις Μαριὰμ εἶχε ἀσυνήθιστη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ τῶν Πατέρων Της, ἀγάπη ποὺ ἐκφραζόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν. Στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἔγινε ὄχι μόνον ἡ πρώτη τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ πρώτη τῶν Ἡσυχαστῶν. Ζοῦσε ἐπικαλούμενη τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μελετώντας τὸν λόγο Του, καὶ οἰκειοποιούμενη τὸν λόγο Του στὴν προσωπική Της προσευχή.

Προσκαρτερώντας στὴν προσευχὴ βρῆκε τὸν θαυμαστὸ τόπο τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς, ὅπου γνώρισε καὶ ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεὸ τῶν Πατέρων Της καὶ μέσῳ Αὐτοῦ ἀντιλήφθηκε τὴν ὁμοουσιότητά Της μὲ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Στὴν ἕνωσή Της μὲ τὸν Θεὸ μὲ φυσικὸ τρόπο Τῆς μεταδόθηκε θεία κατάσταση καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπέβη ὁ μοναδικὸς νόμος τῆς ὑπάρξεώς Της. Ἕνα ὅμως εἶναι τὸ θεῖο θέλημα ποὺ βασιλεύει στὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ στὴ γῆ τῆς καρδιᾶς ἐκείνων ποὺ ἔχουν μετατρέψει τὴν ὕπαρξή τους σὲ οὐρανό: «Ἵνα πάντες σωθῶσι». Μὲ αὐτὸ τὸ θέλημα εἰσῆλθε ὁ Πρωτότοκος στὴν οἰκουμένη, μὲ αὐτὸ τὸ θέλημα ἔζησε, προσευχήθηκε, δίδαξε, ἔπαθε, πέθανε, ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε. Αὐτὸ τὸ θέλημα διακόνησε καὶ διακονεῖ μὲ τὴ μεσιτεία Της ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.

Εὐαγγελισμὸς

Ἡ παράδοση τῆς Παναγίας στὸ θεῖο θέλημα ἦταν τέλεια καὶ ἀπερίγραπτη, γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε «χωρίον τοῦ Ἀχωρήτου» καὶ «ὄχημα τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβίμ». Δὲν ὑπάρχει μεγαλειωδέστερη μορφὴ ἀσκητικοῦ ἀγώνα ἀπὸ τὴν παράδοση στὸ θέλημα καὶ στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συνεχὴς προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας στὰ τέκνα της εἶναι: «Πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς ἔφερε στὸ εἶναι τὰ σύμπαντα μὲ ἕνα λόγο Του: «Γενηθήτω». Καὶ τώρα ἡ Μαριὰμ μὲ τὸ εὐλογημένο «ναὶ» τῆς ὑπακοῆς Της, λέγοντας, «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα Σου», ἔφερε στὴ γῆ τὸν Ἴδιο τὸν Δημιουργό, καταδεικνύοντας τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ ἐπιτελεῖται, ὅταν τὸ μικρὸ ἀνθρώπινο θέλημα ταυτισθεῖ πλήρως καὶ ἐλευθέρως μὲ τὸ τέλειο θεῖο θέλημα. Ὁ Εὐαγγελισμὸς ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ζέσεως καὶ τῆς προσευχῆς τῆς Παναγίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἄκρας συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ.

Στὸ Πρόσωπό Της πραγμάτωσε ἐκεῖνο ποὺ μὲ σφοδρὸ πόθο ἐπιδιώκει ὁ μοναχὸς στὸ ἀγώνισμα τῆς ὑπακοῆς, τὴν ἕνωση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἐκπλήρωσε προφητικὰ τὸν προορισμὸ ἐν γένει τοῦ κάθε Χριστιανοῦ ὅπως κατ’ ἐπανάληψη τὸν ἐκφράζει ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος: νὰ γίνει ζῶν καὶ ἀχειροποίητος ναός, κατοικητήριο τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου.

Κοίμηση

«Καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ»4. Παρακούοντας ὁ Ἀδὰμ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὸν Παράδεισο, διέρρηξε τὴ ζωοποιὸ σχέση μὲ τὸν Δημιουργό του καὶ ὡς ἔνδικος μισθαποδοσία εἰσῆλθε στὴ ζωή του ὁ θάνατος. Τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔκτοτε ὑποδουλώθηκε στὸν νόμο: Ἡδονή, ὀδύνη, θάνατος, καὶ ἔγινε θύμα ἑνὸς φαύλου κύκλου. Πασχίζοντας νὰ ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὰ δίχτυα τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος ἔγινε φίλαυτος καὶ ἐπιζητοῦσε μεγαλύτερη ἡδονή, ποὺ βεβαίως κατέληγε σὲ οἰκτρότερο θάνατο. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κλοιὸς γύρω του γινόταν ὁλοένα καὶ πιὸ ἀσφυκτικός, καὶ αὐτὸς ἱκανὸς γιὰ κάθε ἔγκλημα, προκειμένου νὰ ἐπιβιώσει κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ φόβου τοῦ θανάτου.

Ὁ Χριστὸς ἔγινε ὁ Νέος Γενάρχης. Ἀφενὸς γεννημένος ἀφθόρως, ἀσπόρως καὶ ἀναμαρτήτως ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ προπαντὸς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἀφετέρου διάγοντας ἀναμάρτητη βιοτή, δὲν ὑπόκειτο στὸν νόμο τοῦ θανάτου. Ἑκουσίως καὶ ἐλευθέρως ὅμως ὑπέστη θάνατο στὸν τόπο τοῦ πλάσματός Του, ὥστε ὁ ἄδικος καὶ ἀναίτιος θάνατός Του νὰ εἶναι στὸ ἑξῆς ἡ καταδίκη τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἦταν δίκαιος λόγῳ τῆς ἀμαρτίας ποὺ προηγήθηκε.

Στὸ Πρόσωπο τῆς Παναγίας ἐπαναλήφθηκε τὸ κρίμα τοῦ Υἱοῦ Της. Ἡ σύλληψή Της δὲν ἦταν μὲν ἄσπορος, ἀλλὰ οὔτε τελείως ἐκ θελήματος σαρκός. Ἦταν καρπὸς μακρᾶς καὶ ἔμπονης προσευχῆς ἁγίων ἀνθρώπων, τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Ἡ Ἴδια καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς Της οὐδέποτε ἁμάρτησε οὔτε κἂν μὲ τὸν λογισμό. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν ὄφειλε νὰ πεθάνει. Ἀκολουθώντας ὅμως πιστὰ τὸν Κύριο «ὅπου ἂν ὑπάγῃ», ἑκουσίως πέθανε καὶ ἔτσι καὶ ὁ δικός Της θάνατος ἀφομοιώθηκε μὲ τὸ θάνατο τοῦ Υἱοῦ Της καὶ ἔτσι ἀπέβη καταδίκη τοῦ θανάτου ποὺ μάστιζε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Στὸ Πρόσωπό Της εὐλογεῖται ἀκόμη καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πρωτύτερα ἦταν πάντοτε ἀντικείμενο θρήνου, τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς.

Πῶς μετέχουμε ὡς Χριστιανοὶ καὶ ἰδιαίτερα ὡς μοναχοὶ στὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ποὺ διὰ θανάτου ὁδηγεῖ σὲ ζωὴ ἄληκτη, στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ χορεία τῶν Ἁγίων Του;

Κατ’ ἀρχὰς καὶ κατεξοχὴν ἀσπαζόμενοι τὸ μυστήριο τῆς ὑπακοῆς. Στὴν κατάσταση τῆς πτώσεως τὸ θέλημά μας, μικρὸ καὶ ἁμαρτωλό, ἔχει ταυτισθεῖ μὲ τὴ ζωή μας. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀρνούμαστε γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὑφιστάμεθα ἕνα εἶδος θανάτου. Ἀκριβῶς ὅμως ἐπειδὴ ἡ πράξη τῆς ἀποταγῆς τοῦ θελήματος γίνεται χάριν τῆς ἐντολῆς τοῦ Γέροντά μας, ποὺ βρίσκεται «εἰς τόπον Χριστοῦ», ἐπιφέρει πλῆγμα στὸν θάνατο ποὺ κουβαλοῦμε στὴν καρδιά μας καὶ τὸν καταδικάζει. Μὲ τὴν ὑπακοὴ σιγὰ-σιγὰ νικοῦμε τὸν θάνατο καὶ ἀποθησαυρίζουμε στὰ στήθη μας τὸ «περισσὸν τῆς ζωῆς».

Ἡ ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ δόξα καὶ τὸ προσωπικό Της Πάσχα. Ὅπως Αὐτὴ ἄνοιξε διάπλατα τὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὴν καρδιά Της γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ θεῖο βρέφος καὶ μὲ πλήρη αὐταπάρνηση διακόνησε τὸν Χριστὸ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς Της, ἔτσι καὶ τὴ μέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς δέχθηκε τὴν ἄμωμη ψυχή Της στὴν ἀγκαλιά Του καὶ Τὴν ἀνύψωσε στὰ οὐράνια σκηνώματα ἐκ δεξιῶν τῆς δόξας Του.

Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ περικλεὴς μετάστασή Της συνιστοῦν προτροπὴ γιὰ τοὺς πιστοὺς νὰ φρονοῦν καὶ νὰ ποθοῦν «τὰ ἄνω», νὰ ἐκζητοῦν ἐξ ὅλης καρδίας τὴν ἕνωση μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό. Καὶ ἂν ὁ ἐχθρὸς ἐνσπείρει τὸν λογισμὸ τῆς νόθου ταπεινώσεως ὅτι ἡ Πανάχραντος Παρθένος ἦταν Κεχαριτωμένη, ἦταν ὑπὲρ-ἄξια γιὰ τὴν ἀνύψωση αὐτή, ἐνῶ ἐμεῖς ὑποδουλωμένοι στὰ πάθη καὶ στὴ ματαιότητα κείμεθα σὲ λάκκο ἀπωλείας, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀποστομωτικός: «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».

Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ εὕρει τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο καὶ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Ἦλθε γιὰ νὰ ἰάσει τοὺς ἀσθενεῖς, νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἀδυνάτους, νὰ παρηγορήσει τοὺς «πενθοῦντας», νὰ ἀνορθώσει τοὺς «κατερραγμένους» ἀπὸ τὴν ἀδικία αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας, μαζὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς μας πτωχείας, ἀντὶ νὰ μᾶς ἀποθαρρύνουν μπορεῖ νὰ μετατραποῦν σὲ ἰσχυρὴ ὤθηση γιὰ τὴν ἐκζήτηση Σωτῆρος ἐξ Οὐρανοῦ.

Δὲν θέτουμε τὴν πεποίθησή μας στὶς δικές μας δυνάμεις. Ἐκεῖνος παρέχει τὴν ἰσχύ. Μᾶς δίνει πτέρυγες γιὰ νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὴ γῆ, νὰ ὁρμήσουμε πρὸς τὰ ἄνω καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὴ χάρη τοῦ Δείπνου τῆς εὐλογημένης Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

ᾎσμα Ἠγαπημένου

«Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου».

Ἡ Παναγία ὡς ἀπόγονος τοῦ προφητάνακτος Δαβὶδ εἶναι ἡ θυγάτηρ τοῦ βασιλέως. Εἶναι ὅμως καὶ θυγατέρα τοῦ Νέου Γενάρχη, τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ. Ἐπίσης ὡς Μητέρα τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων, τοῦ Κυρίου οὐρανοῦ καὶ γῆς εἶναι καὶ Αὐτὴ Παντάνασσα, βασίλισσα δόξης.

Ἐκείνη ποὺ στὴν ἀπαρχὴ τοῦ δοξασμοῦ τοῦ Χριστοῦ, στὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ, στεκόταν ἐκ δεξιῶν τοῦ Σταυροῦ, παρίσταται τώρα διηνεκῶς ἐκ δεξιῶν τῆς ἐπουράνιας δόξας Του. Καὶ βεβαίως δὲν παρίσταται μὲ ράθυμο ἢ ἀδρανὴ τρόπο, ἀλλὰ μὲ ἀκόμη πληρέστερη τὴν πνευματικὴ ἔνταση ποὺ χαρακτήριζε τὴν ἐπίγεια ζωή Της.

Ὅσο ζοῦσε πάνω στὴ γῆ ἔφερε σάρκα καὶ περιοριζόταν ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Μὲ τὴν ἱερὰ Κοίμησή Της ὑπερέβη τὰ ὅρια τῆς φύσεως. Τώρα, περιβεβλημένη μὲ τὴ θεία δόξα ἔχει μεταποιηθεῖ. Ἔχει γίνει πνεῦμα, ὅπως πνεῦμα εἶναι καὶ ὁ Υἱός Της. Μὲ ἐξουσία καὶ δύναμη ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ συνεχίζει μὲ ἰσχυρότερη ἔνταση τὴν προσευχὴ μεσιτείας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ εἶχε ἀρχίσει ἤδη ὅταν ὡς νεαρὴ κόρη ἐνδημοῦσε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων.

«Ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».

Ἡ Ἁγία Παρθένος εἶναι ἐνδεδυμένη τὸ σεπτὸ ἱμάτιο ποὺ λαμβάνει ὁ κάθε πιστὸς στὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸν Χριστό5. Εἶναι ἐνδεδυμένη τὸ πολυτίμητο ἱμάτιο τῆς χριστοειδοῦς ταπεινώσεως, ἐφόσον ὅλη ἡ ζωή Της ἦταν μιὰ πρωτοφανὴς κένωση. Δέχθηκε τὴν τέλεια χάρη, καὶ γιὰ νὰ τὴν φυλάξει ὑπέστη τέλεια σταύρωση.

«Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν».

Κάθε πτυχὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐκπλήρωνε τὴν ἐντολὴ Τοῦ Υἱοῦ Της νὰ γίνεται κάθε πράξη εὐσεβείας «ἐν τῷ κρυπτῷ». Ἦταν ὅπως τὰ ἠλεκτρικὰ καλώδια ποὺ φέρουν τεράστια ἐνέργεια μέσα τους, ἐξωτερικὰ ὅμως δὲν φαίνεται τίποτε.

Ἡ δόξα τῆς Παναγίας δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὶς ἀπατηλὲς ἐπίγειες δόξες. Ἡ δόξα Της εἶναι ἡ λάμψη τῆς μυστικῆς ἀρετῆς Της, ἡ ἐσωτερική Της ὡραιότητα. Εἶναι λάμψη ταπεινώσεως, ἀγάπης καὶ πρεσβείας γιὰ τὴν πάγκοινη σωτηρία. Ἡ Ἁγία Παρθένος ἀστραποβολοῦσε ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔφερε ἐντός Της. Ἡ δόξα Της εἶναι «ἔσωθεν», ἐφόσον πάντοτε ζοῦσε μέσα στὴ βαθειὰ καρδιά Της. Ἐκεῖ ἀποθησαύριζε τὴ χάρη, ἐκεῖ βίωνε τὴν ἕνωσή Της μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία Της μὲ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

«Ἀπενεχθήσονται τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι».

Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ νυμφαγωγοὶ τῶν παρθενικῶν ψυχῶν; Βεβαίως, ὁ νοῦς στρέφεται μὲ ἄπειρη καὶ ἀτελεύτητη εὐγνωμοσύνη σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἐπωμισθεῖ τὸ ἔργο νὰ διακονήσουν «μετὰ μεγάλων δακρύων» τὴν ἕνωση τῆς ψυχῆς τῶν πιστῶν μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό, στοὺς πνευματικούς μας Πατέρες, στοὺς Γέροντές μας.

Ὅπως διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ πείρας καθημερινὰ ἐπιβεβαιώνουμε, «χωρὶς τοῦ Κυρίου οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν». Οἱ ψυχές, ὅσο καὶ ἂν τὸ ποθοῦν, δὲν ἀνυψώνονται μὲ τὴ δική τους δύναμη στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Δὲν βιώνουν τὶς ἀλλοιώσεις καὶ τὶς ἀναβάσεις τῆς καρδιᾶς ὡς ἐπιβράβευση τοῦ ἀσκητικοῦ τους ἀγώνα. Ἄλλοι τοὺς ὑποδεικνύουν τὴν ὁδό, ἄλλοι σηκώνουν τὸ βάρος τους, τοὺς στηρίζουν στὴν πορεία τους καὶ τοὺς ἀνιστοῦν κάθε φορὰ ποὺ προσκόπτουν.

Πίσω ἀπὸ τὴν Παρθένο θὰ ὁδηγηθοῦν στὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν νέες, ἀγγελόμορφες, παρθενικὲς ψυχές. Ὁ λόγος ἐδῶ δὲν γίνεται γιὰ τὴ φυσικὴ παρθενία, ἐφόσον «ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν»6, καί, «σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται»7.

Οἱ παρθένοι ποὺ θὰ ἀξιωθοῦν τῆς ὑψώσεως στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀκολουθώντας τὴν Ἄχραντο Παρθένο, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τους δὲν διέπραξαν τὴν πνευματικὴ μοιχεία τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ.

Ἀντιθέτως, εἶχαν γίνει κατάσχεση Θεοῦ. Ἔφεραν τὸ Πνεῦμα Του ἐντός τους καὶ ἔτρεμαν μήπως τὸ λυπήσουν ἔστω καὶ μὲ τὴν παραμικρὴ κίνηση. Τὸ ἔνθεο πάθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ κατεῖχε ὅλη τους τὴν ὑπαρξη. Ὁ νοῦς τους δὲν ἦταν διαχεόμενος σὲ ὅλη τὴν κτίση, ἀλλά, στερρῶς ἑδραιωμένος στὸν Κύριο, δὲν ἀφίστατο στιγμὴ ἀπὸ τὴ μνήμη Του, ἕτοιμος νὰ ἁρπάξει κάθε νεύση τοῦ θελήματός Του. Τὰ προστάγματά Του ἦταν τὸ φῶς στὴ ζωή τους καὶ ὁ μόνος νόμος τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἐπικαλοῦνταν τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ζοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό, ἀνέπνεαν τὸν Χριστό. Ἡ καρδιά τους βίωνε διαρκεῖς ἀναβάσεις καὶ μὲ στεναγμοὺς ἀλαλήτους ἔκραζε: «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ».

Οἱ ψυχὲς αὐτὲς εἶναι ὁ τύπος τοῦ πραγματικοῦ μοναχοῦ. Ὅπως ἡ πνευματικὴ παρθενία εἶναι ἐκείνη ποὺ δίνει ἀξία καὶ στὴ φυσική, καὶ μέσῳ αὐτῆς ἑνώνεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ μοναχὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐκεῖνος ποὺ φέρει τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ἀλλὰ ὁ «κραταιωμένος διὰ τοῦ Πνεύματος εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον»8, ποὺ εἶναι πολυτελὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ9.

1. Ἡσ. 7,14.

2. Λουκ. 14,26.

3. Λουκ. 8,21· βλ. Ματθ. 12,50· Μάρκ. 3,35.

4. Α’ Πέτρ. 4,17.

5. Πρβλ. Γαλ. 3,27.

6. Ἰωάν. 6,63.

7. Α’ Κορ. 15,50.

8. Βλ. Ἐφ. 3,16.

9. Πρβλ. Α’ Πέτρ. 3,4.