Η χλωρίδα και η πανίδα του Αγίου Όρους

26 Αυγούστου 2022

A.  Γεωλογία, γεωγραφική θέση  και κλιματικές συνθήκες στο Άγιο Όρος

Η Γεωγραφική θέση

Η χερσόνησος του Αγίου όρους, έχει μήκος 57 χιλιόμετρα και πλάτος 10 χιλιόμετρα. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία του Κράτους (1960), έχει έκταση 33,300 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το συνολικό του έδαφος καλύπτεται από λόφους και βουνά ύψους 450-990 μέτρων, ενώ η κορυφή του όρους Άθως, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικότερό του άκρο, φτάνει σε ύψος 2033 μέτρων. To 80%, της επιφάνειας του Αγίου όρους, έχει υψόμετρο μικρότερο από 500 μέτρα, ενώ λοφοσειρές και οροσειρές σχηματίζουν τις κορυφές τους στον κεντρικό άξονα της χερσονησίδας, διαιρώντας την επιφάνεια της στη νοτιοδυτική πλευρά προς τον Σιγγιτικό κόλπο και στη βορειοανατολική πλευρά προς το Θρακικό πέλαγος. Τα μοναστήρια, είναι χτισμένα σε επιλεγμένες τοποθεσίες ενώ τα περισσότερα αντικρίζουν την θάλασσα. Στα μεγάλα υψόμετρα, οι πλαγιές είναι γυμνές και βραχώδεις.

  1. Το κλίμα

 Το Άγιο Όρος, έχει μεσογειακό κλίμα, με ήπιους χειμώνες σε ότι αφορά τις χαμηλότερες περιοχές προς την θάλασσα και ισχυρές, συχνές βροχοπτώσεις στα μεγάλα υψόμετρα. Το καλοκαίρι είναι αρκετά ξηρό. Στην διαμόρφωση των κλιματικών συνθηκών, παίζει ρόλο πρώτα από όλα η θάλασσα και ύστερα ο ιδιόμορφος κεντρικός κορμός του όρους με την βελοειδὴ κορυφή του. Οι βόρειοι άνεμοι, προσκρούουν στην βόρεια μεριά τους Άθως, λαμβάνουν μια ανάπτυξη προς τα πάνω και στη συνέχεια πέφτουν στην ανάγλυφη επιφάνεια της χερσονήσου με τεράστια ένταση. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, οι άνεμοι εκχέονται στις πιο χαμηλές περιοχές, τις κοιλάδες, τις πλαγιές και τις χαράδρες. Από εκεί και ύστερα, αποκτούν μια πορεία αντίστοιχη με τις εδαφικές εξάρσεις και κοιλότητες. Εκεί οφείλονται και κάποιες διαφορές που παρατηρούνται στην κατεύθυνση των ανέμων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η βλάστηση του Αγίου Όρους, να έχει ιδιαίτερο, πλούσιο και ιδιάζων χαρακτήρα.

  1. Το υδρογραφικό δίκτυο

 Σε ότι αφορά το υδρογραφικό δίκτυο, η χερσόνησος διακρίνεται από αρκετούς χειμάρρους που τροφοδοτούνται από την βροχή και το χιόνι. Δεν υπάρχουν βέβαια, φυσικές λίμνες ή ποτάμια, αλλά υπάρχουν κάποιες τεχνητές λίμνες, που κατασκευά-στηκαν με στόχο να προστατεύουν την περιοχή από πυρκαγιές. Ο λόγος που δεν υπάρχουν ποτάμια, είναι το γεγονός ότι η περιοχή είναι ορεινή και δεν βοηθά στο σχηματισμό ποταμιού, τα αδιαπέραστα πετρώματα εμποδίζουν τη ροή του νερού, ενώ το είδος της βλάστησης είναι πυκνό με αποτέλεσμα το έδαφος να μην αφήνει τα νερά να χαθούν στο βάθος του εδάφους.

Β. Χλωρίδα του Αγίου Όρους

Η χλωρίδα της Άθωνος πολιτείας, είναι τόσο εντυπωσιακή, που έχουν γίνει ήδη τα από τα αρχαία χρόνια, πολλαπλές αναφορές σε αυτή. Πολλοί πίστευαν πως το Άγιο Όρος ήταν ο τόπος κατοικίας των νυμφών του δάσους, των Αμαδρυάδων. Η αναφορά στη χλωρίδα, γίνεται και στον Σενέκα, όταν μιλά για τα βότανα της Μήδειας, τα οποία υπαινισσόταν πως έπαιρνε από τα δάση του Αγίου όρους. Από άποψη χλωρίδας, η Αθωνική πολιτεία, χαρακτηρίζεται από την έντονη πυκνότητα της βλάστησης. Το 98% της επιφάνειας της χερσονήσου, καλύπτεται από τοπικά, ελληνικά και βαλκανικά ενδημικά, δέντρα, θάμνους, ημίθαμνους και ποώδη φυτά. Τα δάση και οι θάμνοι, είναι άφθονα, ενώ ορισμένα είδη καλλιεργούνται αποκλειστικά εκεί. Η περιοχή του Αγίου όρους, λόγω αυτής της τεράστιας αφθονίας «πράσινου», έχει χαρακτηριστεί σαν βοτανικός παράδεισος.

Η χλωρίδα του Αγίου όρους αποτελείται από διάφορης προέλευσης χλωριδικά στοιχεία, όπως: μεσογειακά,  βαλκανικά , ευρωπαϊκά, ευρωσιβηρικά, ανατολικά και ενδημικά, από τα οποία τα μεσογειακά υπερέχουν κατά πολύ. Αυτό οφείλεται σε γεωμετρικά και κλιματικά αίτια[1].

Οι ειδικοί, που μελέτησαν τα φαινόμενα της χλωρίδας και της πανίδας, κατέληξαν πως η αφθονία αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην θέση και τη γεωλογία, που έχει η χερσόνησος. Πιο συγκεκριμένα, το γεγονός ότι προεκτείνεται βαθιά μέσα στην θάλασσα, το μεγάλο υψόμετρο (2.033 μέτρα), το κλίμα, τα ορεινά εδάφη, το πλήθος από τα πετρώματα, η γεωγραφική απομόνωση αλλά και η απουσία κοπαδιών ευνοούν ιδιαίτερα την βλάστηση της περιοχή[2].  Το έδαφος περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις ζώνες βλάστησης που απαντούν στην Ελλάδα. Είναι αξιοσημείωτα τα δάση πλατύφυλλων, ιδιαιτέρως εκεί όπου κυριαρχεί η αριά. Το 2004, λόγω πρωτοβουλίας της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους έγινε μελέτη, στα πλαίσια του ευρωπαϊκού προγράμματος LIFE, για την καλύτερη διατήρηση των δασών του Αγίου Όρους. Στόχος ήταν να βρεθεί ο καλύτερος τρόπος για τη μετατροπή ορισμένων δασών δρυός και αριάς (είδη βελανιδιάς) από πρεμνοφυή σε σπερμοφυή, τα οποία είναι περισσότερο ανθεκτικά. Σήμερα, καταβάλλεται προσπάθεια να αναστραφεί η αρνητική εξέλιξη των δασών. Απώτερος στόχος είναι, να επανέρθουν τα δάση στην αρχική τους κατάσταση, αλλά δεν είναι γνωστό κατά πόσο είναι εφικτό καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύ χρόνο, ίσως και αιώνες. Επιπλέον, πολλές από τις παλαιότερες περιβαλλοντικές συνθήκες έχουν αλλάξει και εκ των πραγμάτων. Δεν είναι ίσως δυνατή η επιστροφή στην αρχική τους κατάσταση.  Παρόλο που τα δάση αυτά μετατράπηκαν τα τελευταία 100 περίπου έτη σε πρεμνοφυή, αποτελούν τα καλύτερα διατηρημένα δάση του τύπου αυτού στη Μεσόγειο. Μεγάλη σημασία έχει και η δρυς, μέσα από την οποία σχηματίζονται αμιγείς μεικτές συστάδες με υψηλή φυσικότητα και μεγάλη σημασία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.

 Ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα, που βίωσε η βιοποικιλότητα του Αγίου όρους, ήταν οι πυρκαγιές. Η μεγαλύτερη πυρκαγιά που έχει καταγραφεί, η οποία κατάφερε να κάψει περίπου 22.300 στρέμματα της περιοχής, συνέβη το 1990. Εξαιτίας της φωτιάς αυτής, μειώθηκε σημαντικά η φυσικότητα του δάσους, αλλοιώθηκαν τα εδαφικά οικοσυστήματα, αλλοιώθηκε σημαντικά την χλωρίδα, ενώ η εξάπλωση της ήταν τεράστια λόγω των ανέμων, της έλλειψης πυροσβεστικού σώματος αλλά και της ξηρότητας του εδάφους και των δασών. Σήμερα τα μόνα υψηλά δάση στην Αθωνική πολιτεία, είναι αυτά της οξιάς και των ορεινών μεσογειακών κωνοφόρων της μαύρης πεύκης και της ελάτης καθώς και τα δάση της χαλεπίου πεύκης και ορισμένα, μικρής έκτασης, λείψανα μικτών δασών όπως στην Πλαγιάρα της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, στον Μέγα Βελά της Ιεράς Μονής Μεγάλης Λαύρας και αλλού.

  1. Οι 5 ζώνες του Άθω

Από τον χώρο της παραλίας μέχρι την πιο ψηλό σημείο του Αγίου Όρους, η περιοχή είναι χωρισμένη σε 5 ζώνες:

▪ στην Παραλιακή: Η ζώνη αυτή, εκτείνεται σε μια πολύ στενή λωρίδα κατά μήκος των ακτών, οι οποίες στη χερσόνησο του Άθω είναι κατά κανόνα βραχώδεις και απότομες έως απόκρημνες, με πολύ λίγους αμμώδεις μυχούς.[3]

▪ Στην Ευμεσογειακή ζώνη: Αυτή η ζώνη , χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της Χαλεπίου πεύκης, στο βόρειο τμήμα, και των σχηματισμών των αείφυλλων πλατύφυλλων, στο υπόλοιπο τμήμα της Χερσονήσου. Η ζώνη αυτή περιβάλλει ως δακτύλιος όλη την περιοχή της Χερσονήσου καταλαμβάνοντας το χαμηλότερο μέρος της, από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι ένα κυμαινόμενο ύψος, ανάλογα με την έκθεση και το πέτρωμα από 300 μέτρα μέχρι 800 μέτρα περίπου στις νότιες ασβεστολιθικές πλαγιές του Άθω. Η ζώνη αυτή αναλύεται σε μια σειρά τύπων βλάστησης, ανάλογα με το πέτρωμα, το υπερθαλάσσιο ύψος, τη διαμόρφωση και ιδιαίτερα την κλίση και τον προσανατολισμό του εδάφους, την παραγωγικότητα και το διαμορφούμενο τοπικό κλίμα. (Ξηροφυτικός τύπος βλάστησης, τύπος μακκίας βλάστησης με κυριαρχία της αγριελιάς, του σχοίνου, του φιλλυκίου και του πουρναριού,  τύπος μακκίας βλάστησης με κυριαρχία του πουρναριού, τύπος μακκίας βλάστησης με κυριαρχία της γλιστροκουμαριάς).

▪ Στη ζώνη φυλλοβόλων πλατύφυλλων: Αυτή η ζώνη χαρακτηρίζεται από:

Την ενδιάμεση ζώνη, τους σχηματισμούς χνοώδους δρυός, την πλατύφυλλη δρυ, την βαλκανική δρυ, την καστανιά, τα μικτά δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων και κωνοφόρων και τα δάση οξιάς.

▪ Στη ζώνη των μεσογειακών κωνοφόρων, που είναι η κύρια ζώνη. Εκεί, υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη φυλλοβόλων, πλατύφυλλων και βελονοδειδών κωνοφόρων δέντρων. Τα ορεινά μεσογειακά κωνοφόρα η ελάτη του Αγίου όρους και η παλλασιανή μαύρη πεύκη, συναντώνται διάσπαρτα σε όλη τη ζώνη των φυλλοβόλων πλατύφυλλων και μερικές φορές και στον οικότονο των αείφυλλων προς τα φυλλοβόλα. Ξεχωριστή ζώνη δημιουργούν μόνο στον κυρίως Άθω, από ένα υψόμετρο 1.100 με 1.500 μέτρα όπου η ελάτη δημιουργεί τα δασοόρια.

▪ Στην εξωδασική – υπαλπική – αλπική ζώνη: Μετά τα δασοόρια, (τα οποία δημιουργούν κατά περίπτωση η ελάτη, η υρκανία, ο σφένδαμος, η τρέμουσα λευκή και η  δύσοσμη άρκευθος), εκτείνεται η εξωδασική περιοχή του Άθω με χαρακτηριστικό είδος το στενόφυλλο αστράγαλο. Από τα ξυλώδη είδη , συναντώνται σε έρπουσα μορφή η νανώδης ημισφαιρική άρκευθος, το περδικόψωμο, η τριανταφυλλιά του Ολύμπου και η αγριοκορομηλιά. Χαρακτηριστικό της χλωρίδας της ζώνης αυτής, είναι ο μεγάλος σχετικά αριθμός ενδημικών ειδών [4].

2. Τα είδη της χλωρίδας

Το Άγιο Όρος, περιλαμβάνει σύμφωνα με τον Μπαμπαλώνα (1998), 1.453 είδη και υποείδη που αντιπροσωπεύουν στην περιοχή 539 γένη φυτών και 109 οικογένειες, Η χλωρίδα, αποτελείται από Μεσογειακά στοιχεία (70%), στοιχεία Βορειανατολικής προέλευσης (15%), Βαλκανικά στοιχεία (9%), Μεσευρωπαϊκά (4%) και τοπικά ενδημικά (2%).

Υπάρχει τεράστια αφθονία από καστανιές, οξιές, δρύς , πουρνάρια, κουμαριές  αλλά και πληθώρες βοτάνων, που ήδη από το 1544 κέντρισαν την προσοχή των βοτανολόγων. Ο ερευνητής Christian Rauh (1949), ύστερα από την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος, υποστήριξε την άποψη πως παρόλο που πολλά δάση μετατράπηκαν σε πρεμνοφυή, η βλάστηση της περιοχής διατηρεί την δαψιλότητα και πληρότητα της, ενώ αποκάλεσε την Αθωνική πολιτεία ως μια «όαση», έναν παράδεισο που χαρακτηρίζεται από τεράστια ποικιλία ειδών. Σύμφωνα με τον Έλληνα πανεπιστημιακό Μυλόπουλο (1963), περίπου το 5-10% της περιοχής είναι άγονο, ή γυμνό. Είναι αξιοσημείωτο, πως στο πιο ψηλό σημείο του όρου και σε ορισμένα σημεία, το τοπίο έχει σεληνιακή όψη. Σύμφωνα με τον καθηγητή δασικής βοτανικής, Γεώργιο Φωτιάδη, στο πιο ψηλό σημείο του Αγίου Όρους, υπάρχουν περισσότερα από 15 είδη και υποείδη φυτών, τα οποία δεν φυτρώνουν σε κανένα άλλο μέρος, αλλά αποκλειστικά και μόνο εκεί. Παράδειγμα αποτελεί η “Viola athois” [5],[6]. Υπάρχουν ακόμη κάποια είδη φυτών που βρίσκονται σε κίνδυνο προς εξαφάνιση, λόγω της σπανιότητας τους όπως τα «Σιλινή του Ορφανίδη», η «Ανθεμίδα του Σίμπθορπ», το «Ελίχρυσο του Σίμπθορπ», «Φριντιλλάρια η Ευβοϊκή» και ο «Γαλανθός του Χιονιού»  ή κοινό υαλοπίνακα χιονιού με ανθισμένα λευκά άνθη. Ο λόγος για τον οποίο η κορυφή του Άθωνα, βοηθά τόσο στη γένεση καινούργιων ειδών, είναι σύμφωνα με τον Φωτιάδη, το γεγονός ότι η κορυφή του Όρους είναι ασβεστολιθική και έχει ιδιαίτερο καιρικό κλίμα.

  1. Η βλάστηση

 Στη χερσόνησο του Αγίου όρους, η βλάστηση παρουσιάζει ιδιόρρυθμη εξέλιξη και σαφή καθ’ ύψος διάρθρωση σε ζώνες. Η θέση του όρους στο άκρο απόληξης μιας στενής και μακριάς Χερσονήσου, μέσα στο θαλάσσιο χώρο, καθιστά δυνατή την πλήρη ανάπτυξη και εξέλιξη μιας μεσογειακής βλάστησης στη χαμηλότατη βαθμίδα του, ενώ η γειτονιά και σύνδεση της περιοχής του Αγίου όρους με την ηπειρωτική ξηρά, έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας πλούσιας βλάστησης σε ξυλώδη είδη στη μεσαία βαθμίδα του όρους και μάλιστα με πολλά κοινά φυτά των δύο γειτονικών περιοχών. Η  δασική οξιά για παράδειγμα, που σχηματίζει εκτεταμένα δάση στον ορεινό όγκο Χολομώντα της Χαλκιδικής δεν εμφανίζεται στην κωνοειδή κορυφαία περιοχή του Άθω, αλλά στη ραχοκοκαλιά που συνδέει τη χερσόνησο του Αγίου όρους με το υπόλοιπο τμήμα της Χαλκιδικής και μάλιστα με διάσπαρτη μορφή , κατά συνεδρίες ή κατά αμιγείς συστάδες[7].

Σύμφωνα με τον Μπαμπαλώνα[8], οι βασικές ενότητες βλάστησης στο Άγιο όρος όπου η φυτοκάλυψη υπερβαίνει το 95% είναι:

1) Η διάπλαση της σκληροφύλλης / αείφυλλης βλάστησης που σχηματίζει στα χαμηλά υψόμετρα μία πρώτη ζώνη βλάστησης. Η διάπλαση αυτή, ανάλογα με τις κατά τόπους εδαφικές και κλιματικές και άλλες διαφορές παρουσιάζει διαφορετικές δομές που αντιπροσωπεύουν στην περιοχή διάφορες μεσογειακές φυτοκοινότητες. Η δομή της μεσογειακής αυτής βλάστησης, είναι σε καλύτερη και περισσότερο αντιπροσωπευτική δομή στην ανατολικό-βορειοανατολική παράκτια ζώνη, ενώ στη νοτιοδυτική πλευρά της Χερσονήσου λόγω ξηροθερμικών συνθηκών η δομή της είναι περισσότερο χαλαρή.

2) Στην Ορεινή ζώνη και σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 500 μέτρα, όπου η επικράτηση των φυλλοβόλων ξυλωδών ειδών, είναι σαφής. Εκεί, τα δάση καστανιάς κυριαρχούν σε έκταση και ακολουθούν τα δρυοδάση και τα δάση οξιάς.

3) Ιδιαίτερα στον Άθω και σε υψόμετρο 600 – 1.550 μέτρα, υπάρχουν κατά τόπους αμιγή ή μεικτά ελατοδάση και δάση με μαύρη πεύκη ενώ στην υπαλπική ζώνη[9] και μετά τα δασοόρια, όπου το επιτρέπουν οι εδαφικές συνθήκες, κυριαρχεί ποώδης  λιβαδική βλάστηση[10].

Στην περιοχή υπάρχει επίσης, έντονη δραστηριότητα καλλιεργειών. Κάποιες από αυτές είναι, η καλλιέργεια αμπελιών (από όπου παράγεται το κρασί), η καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών, η καλλιέργεια οπωρώνων , ελαιώνων (από όπου παράγονται ελιές και λάδι) αλλά και λαχανόκηπων. Πολλά από τα προϊόντα των παραπάνω καλλιεργειών, όπως κρασί, λικέρ, αποστάγματα, μέλι, κερί, κηραλοιφές, αιθέρια έλαια, φάρμακα και σαπούνια, προωθούνται στην αγορά για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των μονών.

4. Η Μυκοχλωρίδα

Υπάρχει ακόμη, ένα ιδιαίτερο είδος χλωρίδας, που ονομάζεται Μυκοχλωρίδα. Η μυκοχλωρίδα ενός τόπου αποτελείται από το σύνολο των μυκήτων που κατοικούν σε αυτόν. Τα μανιτάρια είναι οι καρποί των μυκήτων. Ο πιο ιδανικός βιότοπος για την ανάπτυξη ενός μύκητα και ιδιαίτερα των σαπροφυτικών, είναι τα δάση. Ή αφθονία της οργανικής ουσίας, η αδιαταραξία της και οι κατάλληλες κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτά ευνοούν την ανάπτυξη πλούσιας μικροχλωρίδας. Οι μύκητες, επιβιώνουν πιο εύκολα δίπλα στα δένδρα, καθώς προτιμούν υγρά και ασφαλή μέρη. Στο Άγιο όρος τα περισσότερα είδη μυκήτων αναπτύσσονται κατά μήκος των παραλιακών αείφυλλων δασών και πευκοδασών, καθώς και των καστανών δασών και ελατοδασών, ενώ λιγότερα είναι αυτά που αναπτύσσονται προς την κορυφή του Άθω.

Η μακρά παράδοση των εδώδιμων φαγώσιμων μανιταριών δεν είναι αδικαιολόγητη τα άγρια μανιτάρια έχουν υπέροχες γεύσεις αλλά και σημαντική θρεπτική αξία. Παρόλα αυτά ένας μικρός σχετικά αριθμός από μανιτάρια του Αγίου όρους περιέχει τοξικές χημικές ουσίες που προκαλούν στον άνθρωπο δηλητηριάσεις.

Στην Αθωνική πολιτεία υπάρχουν περίπου 350 είδη από μύκητες, οι οποίοι χωρίζονται σε 2 κατηγορίες: τους ασκομύκητες και τους βασιδομύκητες. Οι βασιδιομύκητες, παράγουν τα γνωστά μανιτάρια που έχουν σχήμα ομβρελλοειδές, οπλής ίππου, κοραλλοειδές, σφαιρικό, κυλινδρικό ή αστερόμορφο και ζελατινοειδές. Οι ασκομύκητες, χαρακτηρίζονται από καρποφορίες με σχήμα κυψελοειδές, κωνικό  σελλοειδές, δισκοειδές έως κύπελλόμορφο και συνήθως δεν ξεπερνούν σε μέγεθος μερικά χιλιοστά[11].  Μερικά από τα βασικά είδη μύκητα είναι: ο Κλάθρος ο κόκκινος, τα στροφάρια, ο σαρκοσκύφης, η τρεμέλλα, η σφαιρόμπαλλα, η πιθύα και πολλά άλλα.

Γ. Πανίδα του Αγίου Όρους

Στο Άγιο Όρος, σε ότι αφορά την στεριά θα συναντήσει κανείς ελάφια, ζαρκάδια, κουνάβια, αγριογούρουνα, αετούς, γεράκια, κοράκια, γλάρους, και ερωδιούς, και χαμαιλέοντες και πιο σπάνια λύκους. Υπάρχουν ακόμη, πολλών ειδών σαύρες, χελώνες, τρωκτικά, τσακάλια αλλά και η υπόλοιπη πανίδα που απαντάται στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Σε ότι αφορά την θάλασσα, υπάρχουν μέλαινες, μελανούρια, κέφαλοι γοφάρια, σουπιές, οκταπόδια, καλαμάρια, φώκιες, και πολλά άλλα. Η ανυπαρξία βιομηχανιών, συμβάλλει στο να υπάρχουν καθαρά νερά και ένα υγιές περιβάλλον, που να προσφέρει ποικίλα αλιεία.

Είναι αξιοθαύμαστο, το γεγονός ότι η ποικιλία και το μέγεθος του ζωικού βασιλείου στο Άγιο Όρος, είναι ιδιαίτερα σταθερά. Παράδειγμα τεράστιας ποικιλίας, αποτελεί η Μονή Βατοπαιδίου, η οποία είναι γεμάτη από έντομα, ερπετά, χελώνες και σαύρες, αλλά και από πολλά είδη πουλιών (δρυοκολάπτες, πέρδικες, κουκουβάγιες, γεράκια, αετοί, κούκοι, φάσσες, τσαλαπετεινοί κλπ.). Στα ορεινά δασικά μέρη του Βατοπαιδίου, συναντά κανείς αγριόχοιρους, αλεπούδες, τσακάλια, νυφίτσες, λαγούς και σκίουρους. Οι υψηλότερες ζώνες της περιοχής (με υψόμετρο άνω των 500 μέτρων) καλύπτονται από δάση καστανιάς και πλατύφυλλης δρυός, με διάσπαρτες αριές και σφενδάμνους, τα οποία υλοτομούνται. Στις χαμηλότερες και στις παράλιες ζώνες (έως 500 μέτρα υψόμετρο) συναντώνται αειθαλή και πλατύφυλλα δένδρα και θάμνοι, κυρίως πουρνάρια και αριές, ενώ κοντά στην μονή υπάρχουν και καλλιεργημένες εκτάσεις. Οι καλλιέργειες της μονής, μαρτυρούνται από τους βυζαντινούς χρόνους και περιλαμβάνουν είδη απαραίτητα για την λατρεία και για την καθημερινή διατροφή των μοναχών (σιτάρι, λάδι, οίνο, λαχανικά, φρούτα κ.λπ.).

Το Άγιο Όρος, λόγω του ότι είναι γεωγραφικά κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας, συγκριτικά με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα, παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην εποχιακή μετανάστευση των πτηνών, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται σημαντικές παρουσίες ακόμη και παραμονές διαφόρων ειδών όλο το χρόνο. Τα ιδιαίτερα ψηλά δέντρα και οι κλειστές συστάδες του δάσους, ωθούν τα ημερόβια αρπακτικά (όπως είναι οι αετοί και τα γεράκια) να διοχετεύονται και να καταλαμβάνουν τις απότομες εξάρσεις του Άθως. Τα ανοδικά ρεύματα του αέρα, διευκολύνουν τη χαρακτηριστική πτήση της αναζήτησης των μεγάλων αυτών αρπακτικών γύρω από τις ορεινές εξάρσεις, ενώ η παράκτια αύρα την συσσώρευση των γλάρων.

Σύμφωνα με τον Βαβαλέκα   παρόλο που το ζωικό βασίλειο είχε πολλές επιλογές να αναπτύξει την κοινωνία του στην αθωνική πολιτεία, αυτό που άλλαξε τα δεδομένα ήταν η ανάγκη για λεπτή ξυλεία, η λειψανδρία και η οικονομική δυσκολία των μονών τον 19ο αιώνα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και τη γεωργική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα του 1924, οι ανάγκες των μοναστηριών, η μεγάλη ζήτηση του ξύλου της καστανιάς και οι αγροτικές κατασκευές επέφεραν μία πολύ σημαντική αλλαγή στα οικοσυστήματα της Χερσονήσου , . Οι αλλαγές που συνέβησαν, ήταν ότι τα δένδρα της καστανιάς άρχισαν υλοτομούνται, οι καλλιέργειες να εγκαταλείπονται και τα κτίσματα να καταστρέφονται από έλλειψη δυνατότητας συντήρησης. Φυσικά, αυτό είχε επιπτώσεις στην βιοποικιλότητα της περιοχής, η οποία συντηρούνταν μέσω όλων αυτών. Τα ζώα άρχισαν να νιώθουν πίεση σιγά-σιγά, τα περισσότερα θηλαστικά μετακινούνταν για αναζήτηση τροφής και καταφυγίου, με εξαίρεση το αγριογούρουνο, το οποίο αυξανόταν λόγω του ότι δεν είχε πλέον εχθρούς και έτσι αξιοποίησε τη μεγάλη γεννητικότητα, αλλά και το τσακάλι, το οποίο δεν είχε πλέον εχθρούς, όπως είχε νωρίτερα τον λύκο και γέμισε τις σπηλιές και τις χαράδρες. Τα ερπετά μετακινήθηκαν κοντά στις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ τα πτηνά, που έκαναν την εμφάνισή τους ήταν τα αηδόνια και οι καρδερίνες, τα οποία έβρισκαν καταφύγιο στις πυκνές συστάδες αλλά και οι πετροπερδίκες και τα αρπακτικά που έμεναν στις βραχώδεις πλαγιές.

Παρ’ όλες αυτές τις αλλαγές η Αθωνική πολιτεία, εξακολουθεί να κατέχει μεγάλη ποικιλία από διάφορα είδη ζώων. Όλα όσα συνέβησαν, οδήγησαν την 1η πρώτη καταγραφή της αγιορείτικης πανίδας μόλις το 1996. Στις αρχές του 1997 εντοπίστηκαν 131 είδη πτηνών 37 είδη θηλαστικών 10 είδη αμφίβιων και 14 είδη ερπετών. Υπάρχουν πουλιά αέρος και κορμού, θηλαστικά ημερόβια και νυκτόβια, φώκιες, δελφίνια, ερπετά .

Ειδικότερες πληροφορίες για την κατανομή των ειδών δεν υπάρχουν με εξαίρεση την ορνιθοπανίδα του δάσους της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας από τον ορνιθολόγο Κ. Ποϊραζίδη. Σύμφωνα με αυτή, στα αείφυλλα πλατύφυλλα του δάσους της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας απαντούν 32 είδη. Εκτιμάται ότι ένας μεγάλος αριθμός από τα είδη αυτά χρησιμοποιεί και τα δάση αριάς, ειδικότερα τις συστάδες εκείνες με διαφοροποιημένη δομή .

  1. Ανάλυση ζωικού βασιλείου ανά κατηγορία

Πτηνά: Τα περισσότερα πτηνά είναι ημερόβια, όπως ο άνθρωπος. Είναι τα μόνα από τα σπονδυλωτά που δεν γεννούν μικρά, άλλα αυγά που δεν θέλουν πολύ φροντίδα γαλουχίας και ανατροφής. Τα πουλιά συλλέγουν για τροφή ουσίες με μεγάλη ενέργεια. Τρώνε σπόρους, φρούτα, νέκταρ, σκουλήκια, έντομα τρωκτικά, ψάρια και κάθε τροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες. Ο σκελετός τους, είναι δομημένος με στόχο το σώμα να στηρίζεται στα πόδια και να βρίσκεται κάτω από τα φτερά .  Η περισσότερο πολυάριθμη κατηγορία πτηνών είναι οι Μυγοθήρες. Εκτός από τους Μυγοθήρες, μια άλλη ομάδα πτηνών με σημαντική παρουσία είναι τα αρπακτικά, τα οποία βοηθιούνται πολύ από το ανάγλυφο. Από τα είδη αρπακτικών που υπάρχουν στην Ελλάδα, το 31% μπορούμε να τα βρούμε στο Άγιο Όρος. Άλλα είδη πτηνών που εμφανίζονται είναι, ενδεικτικά: Γλαύκες, Πετροπέρδικες, Παπαδίτσες, Σπουργίτια,  Γεράκια, Χελιδόνια, Κορυδαλλοί, Αλκυόνες, Γλάροι, Ερπετά.

Θηλαστικά: Τα θηλαστικά είναι μία ιδιαίτερη ομάδα που περιλαμβάνει: είδη που ζουν στη στεριά, είδη που ζουν σε ποτάμια και λίμνες, είδη που ζουν στη θάλασσα ακόμη και είδη που έχουν την ικανότητα να πετούν, όπως οι νυχτερίδες. Στην Ελλάδα, υπάρχουν 116 είδη θηλαστικών τα οποία κατανέμονται σε 31 οικογένειες. Εξαρτώνται πλήρως από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, από τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων της γης και των νερών, αλλά και την παραγωγή πολλών ειδών για ικανοποίηση αναγκών αναψυχής.  Από τα θηλαστικά ο λαγός, είναι περιορισμένος σημαντικά εξαιτίας της πυκνής βλάστησης. Το τσακάλι έχει σημαντική πυκνότητα. Η αλεπού και το κουνάβι βρίσκονται στα δάση των πλατύφυλλων. Υπάρχει ο ασβός και η νυφίτσα, που αποτελούν με τη σειρά τους την καλύτερη τροφή για τον μπούφο, την αλεπού και το τσακάλι. Τέλος, υπάρχει και η αγριόγατα, που είναι μονήρης και νυκτόβια και προτιμάει τα μεγάλα δάση πλατύφυλλων.

Ερπετά και αμφίβια: Τα ερπετά και τα αμφίβια σε αντίθεση με τα πτηνά και τα θηλαστικά, έχουν διάφορη θερμοκρασία σώματος. Εξαιτίας αυτού, είναι εξαρτώμενα από τη θερμοκρασία του αέρα και του νερού που την αποθηκεύουν στο σώμα τους ή την αποταμιεύουν από την άμεση ακτινοβολία του ήλιου ή από τις θερμές επιφάνειες. Πολλά φίδια και σαύρες μπορούν να συλλαμβάνουν χημικούς ερεθισμούς από το περιβάλλον με τη βοήθεια της γλώσσας που συχνά είναι διχαλωτή. Τα αμφίβια που ονομάζονται και βατράχια, έχουν πάνω στη γη περισσότερο από 300 εκατομμύρια χρόνια. Εμφανίστηκαν μετά τα ψάρια και πριν από τα σπονδυλωτά. Το δέρμα τους έχει πολυάριθμους αδένες, που εκκρίνουν ένα υγρό, το οποίο τους επιτρέπει να αναπνέουν επιδερμικά, κυρίως κατά τη χειμερινή νάρκη. Τα αμφίβια διαθέτουν λιγότερο αναπτυγμένο εγκέφαλο από τα ερπετά, ενώ η γλώσσα τους είναι ιδιαίτερα μαλακή και ευέλικτη, ώστε να χρησιμεύει στη σύλληψη των εντόμων. Από τα αμφίβια παρατηρήθηκε η παρουσία της σαλαμάνδρας, του τρίτωνα, του εερματοτρίτωνα , του χωματόδρομου, το  πρασινόφρυνου, του κιτρινογάστορα, που αναποδογυρίσει όταν κινδυνεύει, του δεντροβάτραχου, του ευκίνητου βάτραχου, και του λιμνοβατράχου. Στην Ελληνική πανίδα υπάρχουν 16 είδη αμφίβιων και 58 είδη ερπετών.  Από τα ερπετά, έντονη είναι η παρουσία της οχιάς στο ανατολικό άκρο της Χερσονήσου, όπως και του λαφιάτη, που αναρριχάται καλά και θεωρείται από τα μεγάλα φίδια μαζί με το μαύρο με το μικρό κεφάλι, που ζει στις βραχώδεις ανοιχτές εκτάσεις. Το σπιτόφιδο με μυτερό κεφάλι και κίτρινο ή χωματί χρώμα σώματος σε βραχώδεις ηλιόλουστες θέσεις κάτω από τα 500 μέτρα υψόμετρο . Στα 14 καταγεγραμμένα είδη ερπετών, τα προστατευόμενα είναι τα εξής: Νεροχελώνα (2 είδη), Ονυχοχελώνα, Πρασινόσαυρα, Σπιτόφιδο, Νερόφιδο, Λαφιάτης, Όχιά, Αμφίβια. Από τα 10 αμφίβια, τα προστατευόμενα είναι τα εξής: Σαλαμάνδρες, Τρίτωνες, Κιτρινογάστορες, Δενδροβάτραχοι, Ευκίνητοι βάτραχοι, Ρυακοβάτραχοι.

  1. Απειλούμενα και προστατευόμενα είδη

«Από τα 131 είδη πτηνών σύμφωνα με τον Καρανδεινό (1992 , σελ 356), 13 εμφανίζονται ως τρωτά, 6 ως κινδυνεύοντα, 3 ως σπάνια και 3 ως ανεπαρκώς γνωστά. Από τα 131 είδη, το 47% είναι μεταναστευτικά, ενώ το υπόλοιπο 53% παραμένει στο Άγιο Όρος σε όλη τη διάρκεια του έτους. Εκ των 131 ειδών η εμφάνιση ενός θεωρείται τυχαία, ενώ 39 περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ (Βαβαλέκας 1997). Από τα 37 είδη θηλαστικών σύμφωνα με τον Καρανδεινό (1992) τα 11 είναι τρωτά, 8 είδη αναφέρονται ως κινδυνεύοντα και ένα είδος είναι σπάνιο ενώ 9 είδη εμπίπτουν στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Από τα 14 είδη των ερπετών τα 10 περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ενώ και τα 8 αμφιβίων περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της ίδιας οδηγίας» .

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

▪ Αθανασιάδης Ν., (1996)  «Βλάστηση – χλωρίδα Αγίου Όρους»,                    Διεθνές Συμπόσιο: Το Άγιον Όρος. Χθες – Σήμερα – Αύριο. Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, σελ.24-29.

▪ Αθανασιάδης Ν. – Θεοδωρόπουλος Κ. – Γερασιμίδης Α. – Ελευθεριάδου Ε. – Τσιριπίδης Ι. – Κοράκης Γ., (1997)  «Μονάδες βλάστησης της ζώνης των αειφύλλων πλατυφύλλων  του Αγίου Όρους». Θεσσαλονίκη, σελ.10.

▪ Βαβαλέκας, Κ. (1997). «Φύση και περιβάλλον στο Άγιον Όρος. Η πανίδα του Αγίου Όρους». Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους Άθω. Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 98», σελ 10.

▪ Βαβαλέκας Κ. (2001) , «Η πανίδα του Αγίου Όρους» , στο: Άγιο όρος 2001, σελ 15-25.

▪ Bλάχος K. (1903), «H χερσόνησος του Aγίου Όρους Άθω», Bόλος. «Θησαυροί του Αγίου όρους, Φύση και φυικό περιβάλλον στο Άγιον Όρον», 1998, σελ.28

▪ Διαμαντής Σ. – Περλέρου Χ, (1997) «Η μυκοχλωρίδα του Αγίου Όρους». Θεσσαλονίκη, σελ. 25-35.

▪ Καρανδεινός, Μ. (υπευθ. έκδοσης). 1992. «Το Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων σπονδυλόζωων της Ελλάδας». Αθήνα. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, σελ.53.

▪ Καρτέρης, Μ., Κρητικός, Γ. & Κωνσταντινίδης, Π. (2001). « Οπτική ταξινόμηση της βλάστησης του Αγίου Όρους με τη χρήση δορυφορικών εικόνων». ‘Δασοπονία και περιβάλλον Αγίου Όρους’, Επιστημονική Διημερίδα, Ουρανούπολη Χαλκιδικής, 4-5 Ιουνίου. Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος – Περιφερειακό Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας, σελ. 31

▪ Κακούρος Π. και Σ. Ντάφης (2004). «Τεχνική μελέτη για την ανόρθωση των δασών με Quercusilex και των δασών με Quercus frainetto του Αγίου Όρους». Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων -Υγροτόπων. Θέρμη, σελ.32.

▪ Μουλόπουλος, Χρ. (1969), «Η δασοπονία του Αγίου Όρους», Αθωνική Πολιτεία, Θεσσαλονίκη, σελ.14.

▪ Μπαμπαλώνας Δ, (1997) «Φυτά του Αγίου Όρους», σελ. 23-25 , Θεσσαλονίκη σελ.91.

▪ Ντάφης Σπ. (1997). «Ανθρώπινες δραστηριότητες και φυσικό περιβάλλον. Φύση και Φυσικό Περιβάλλον στο Άγιον Όρος». Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους Άθω, Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Θεσσαλονίκης, σελ.10.

▪ Ντάφης Σπ. (1998) «Φύση και περιβάλλον Αγίου Όρους» , Εκδόσεις Ο.Π.Π.Ε.Θ, σελ.20-49.

▪ Παπαντωνίου Π. , Πίτσης Χ., (2009) «Η

αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους : πύργοι και αρσανάδες», Αθήνα. σελ.38-49.

▪ Παρχαρίδου, Μ. και Φουντούλης, Μ , 2001 « Άγιον Όρος:  ΦΥΣΗ, ΛΑΤΡΕΙΑ, ΤΕΧΝΗ». Τόπος έκδοσης: Θεσσαλονίκη, σελ.8

▪ Στάμου Ν. (2001), «Δάση και δασοπονία του Αγίου Όρους», Άγιον Όρος φύση λατρεία τέχνη – Πρακτικά συνεδρίων εις το πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων της 213 έκθεσης Θησαυροί Του Αγίου Όρους, Πανεπιστήμιο Πατρών, Βιβλιοθήκη Αρχιτεκτονικής, Πάτρα, σελ. 17.

▪ Τσιαπράλης Δ. (1980), «Η διατήρηση και η προστασία του ιστορικού και φυσικού χώρου του Αγίου Όρους», Πρακτικά συνεδρίου με θέμα: προβλήματα διατήρησης και προστασίας του ιστορικού και φυσικού χώρου του Αγίου Όρους, Βιβλιοθήκη ΤΕΠ, Πάτρα, σελ.5.

[1] Αθανασιάδης, «Βλάστηση – χλωρίδα Αγίου Όρους» (1996) σελ.29

[2] Διαμαντής, «Η μυκοχλωρίδα του Αγίου Όρους» (1999), σελ. 26

[3] Ντάφης, «Φύση και περιβάλλον Αγίου όρους» (1998), σελ 38

[4] Ντάφης, «Φύση και περιβάλλον Αγίου όρους»  (1998), σελ.38-49

[5] Παράρτημα ΙΙ

[6] Μπαμπαλώνα, «Φυτά του Αγίου Όρους», (1997),σελ. 91

[7] Αθανασιάδης, «Βλάστηση – χλωρίδα Αγίου Όρους» (1996), σελ. 24-26

[8] Μπαμπαλώνας, «Φυτά του Αγίου Όρους», (1997), σελ. 23-25

[9] Παρατηρείται σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 1600μ., πάνω από εκεί που σταματά η εξάπλωση των δέντρων των δασών και αποτελείται από χορτολίβαδα, βραχώδεις σχηματισμούς και χαμηλά φυτά.

[10] Μπαμπαλώνας Δημήτριος, «Φυτά του Αγίου Όρους», (1997), σελ 23-25

[11] Διαμαντής, «Η μυκοχλωρίδα του Αγίου Όρους» (1999), σελ. 25-35