Κατάχρηση ουσιών. Θεωρίες αιτιολόγησης και συνέπειες
2 Αυγούστου 2022Στο δοκίμιο αυτό θα ασχοληθούμε με τη χρήση ουσιών και τις ψυχικές διαταραχές που συνδέονται με αυτές. Συγκεκριμένα, θα αναζητήσουμε την αιτία πίσω απ’ την υπερβολική χρήση, εξετάζοντας και συγκρίνοντας τρία διαφορετικάμοντέλα: της ψυχαναλυτικής θεώρησης, της συμπεριφοριστικής θεώρησης και της θεωρίας της επικοινωνίας.
Η έννοια της ‘’χρήσης’’ μιας ουσίας συνδέεται με την αξιοποίηση των ιδιοτήτων αυτής, για την καλύτερη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου. Όταν η χρήση παρουσιάζει απόκλιση από τα αποδεκτά ή ιατρικά πρότυπα ο οργανισμός κάνει ‘’κατάχρηση’’ της ουσίας.Έχει αρνητική έννοια σαν λέξη καθώς η ουσία έρχεται σε αντίθεση με το σκοπό της κατασκευής της τόσο σε ποιοτικό όσο και σε ποσοτικό επίπεδο. Σε πιο προχωρημένο στάδιο η ουσία μπορεί να γίνει εθιστική για τον οργανισμό. Η χρήση της πλέον φαντάζει σαν μία ‘’υποχρέωση’’ για το άτομο, το οποίο παρουσιάζει αδυναμία ελέγχου στη σχετική συμπεριφορά. Αναζητά όλο και μεγαλύτερη ποσότητα και συχνότητα δόσης, παρουσιάζοντας έτσι διαταραχή στην προσωπικότητα και στη σχέση με το περιβάλλον του. Οδηγείται έτσι στην ‘’εξάρτηση’’, στάδιο στο οποίο η ουσία καθορίζει πλέον το σύνολο των ενεργειών και των συμπεριφορών του οργανισμού (Παπαγεωργίου, 2009; Kolb & Whishaw, 2011;Sadock&Sadock, 2015).
Η εξάρτηση συνοδεύεται από σωματικές και ψυχικές ενοχλήσεις κατά τα διαστήματα στέρησης της ουσίας, οι οποίες συμβάλουν στην αδυναμία παραίτησης από την τελευταία, κάνοντας έτσι το άτομο δυσλειτουργικό στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική του ζωή. Αξίζει να αναφέρουμε μάλιστα ότι το 60 με 75% των εξαρτημένων εμφανίζουν ψυχιατρικές παθήσεις, όπως διαταραχές της διάθεσης, ψυχωτικές και αγχώδεις διαταραχές, αναλόγως της ουσίας που καταναλώνεται. Τα συμπτώματα των διαταραχών αυτών αφορούν μεταβολές γνωσιακού επιπέδου, διάθεσης και συμπεριφοράς (Sadock&Sadock, 2015;Παπαγεωργίου, 2009).
Σε μια προσπάθεια ερμηνείας των αιτιών,η ψυχαναλυτική θεωρία αντιμετωπίζει τον ανθρώπινο οργανισμό ως ένα ενεργειακό σύστημα. Σύμφωνα με τον S.Freud, τον κύριο εκπρόσωπο της ψυχανάλυσης, ο ανθρώπινος οργανισμός προσπαθεί να επέλθει σε μία κατάσταση ηρεμίας μέσα από την ηδονή, την ικανοποίηση δηλαδή των ενστικτωδών ενορμήσεων, που στοχεύει στην μείωση της έντασης και την απελευθέρωση της ενέργειας(Cervone & Pervin, 2013). Έτσι λοιπόν και η εξάρτηση από ουσίες αποδίδεται, βάσει της θεωρίας αυτής, σε ενορμήσεις σχετικές με τη βρεφική ηλικία του χρήστη. Σημαντικό ποσοστό τέτοιου είδους καταχρήσεων μπορούν να ερμηνευτούν βάσει του στοματικού σταδίου, σύμφωνα με το οποίο το βρέφος αντλεί ικανοποίηση από το θηλασμό, το δάγκωμα και την κατάποση, ευχαριστήσεις οι οποίες ίσως αναζητηθούν σε μεγαλύτερη ηλικία μέσω στοματικών συνηθειών, ειδικά αν έχουν μείνει ανικανοποίητες από παλαιότερα (Χριστοπούλου, 2008;Brennan, 2009).
Η ελλειμματική ή τραυματική σχέση μητέρας βρέφους παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη θεωρία αυτή. Αναλυτικότερα, εάν η μητέρα δεν παρείχε την απαιτούμενη φροντίδα στο παιδί, προσφέροντάς του ανακούφιση από την εσωτερική ένταση και παρέχοντάς του την απαραίτητη διέγερση, θα δημιουργήσει ένα εσωτερικό έλλειμα στον οργανισμό. Το άτομο έτσι θα μεγαλώσει κυριευμένο από ένα διάχυτο άγχος το οποίο θα κληθεί να καταπολεμήσει. Σχετικά μ’ αυτό ο Freud τόνισε ότι αναζητάμε τη μεγαλύτερη δυνατή ευχαρίστηση με το μικρότερο δυνατό πόνο. Έτσι τα άτομα, ειδικότερα δε αυτά με ανεπαρκή αυτό-ηρεμιστική ικανότητα, καταφεύγουν στις ουσίες για να μειώσουν το οδυνηρό άγχους που κουβαλούναπό παιδιά και να επιτύχουν μια κατάσταση εσωτερικής ομοιόστασης (Cervone&Pervin, 2013; Χριστοπούλου, 2008;Brennan, 2009).
Ο χρήστης έτσι αναπτύσσει μια ναρκισσιστική στάση καθώς ικανοποιεί τις ανάγκες του χωρίς την παρουσία άλλων ατόμων, εξωτερικεύοντας την ανάγκη του για παντοδυναμία μέσα από την ουσία, ως εξιδανικευμένο πλέον αντικείμενο.Τροφοδοτεί έτσι το ‘’Εκείνο’’ με ηδονή και παράλληλα εκδικείται τους ανεπαρκείς γονείς του που καθρεπτίζονται στο ‘’Υπερεγώ’’ του (Χριστοπούλου, 2008;Brennan, 2009).
Την ψυχαναλυτική προσέγγιση σχετικά με το θέμα των ουσιών ενισχύει το κλινικό παράδειγμα του Δημήτρη (50 ετών), ο οποίος αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού. Ύστερα από μακροχρόνια θεραπεία σε Συμβουλευτικό Σταθμό φάνηκε η ανάγκη του για μεγαλύτερη αποδοχή από τη μητέρα του και η έντονη ζήλια προς τον αδερφό του για την αδυναμία που του έδειχναν. Τα ελλείματα του παρελθόντος, η πίκρα και ο θυμός που του είχαν δημιουργηθεί καλυπτόντουσαν και εκτονωνόντουσαν με τη χρήση (Ποταμιάνος&Αναγνωστόπουλος, 2011).
Από την άλλη μεριά, η συμπεριφοριστική προσέγγιση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μάθηση, ως μία σχετικά μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά του ατόμου που προκύπτει από τα εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Ο οργανισμός ανταποκρίνεται στο ερέθισμα που δέχεται, προσαρμόζοντας τις ενέργειές του στο εξωτερικό περιβάλλον. Μ’ αυτό τον τρόπο οδηγείται στην μάθηση και κατ’ επέκταση στην επιβίωση του (Ράπτης & Ράπτη, 2013).
Αναλυτικότερα, εξετάζοντας την άποψη του Skinnerγια τη συντελεστική συμπεριφορά, ‘’η μάθηση προκύπτει όταν η συμπεριφορά τεθεί υπό τον έλεγχο της ενίσχυσης από το περιβάλλον’’ (Brennan, 2009). Η ενίσχυση μπορεί να επέλθει είτε με την εισαγωγή ενός ευχάριστου ερεθίσματος (θετική), είτε με την απομάκρυνση ενός δυσάρεστου ερεθίσματος (αρνητική). Εξετάζοντας το θέμα μας με βάση τη θεωρία αυτή, παρατηρούμε ότι η βελτίωση της ψυχικής κατάστασης ως θετική ενίσχυση και η μείωση των οδυνηρών συναισθημάτων ως αρνητική ενίσχυση οδηγούν το άτομο στην παρατεταμένη χρήση ουσιών. Μάλιστα, όσο παρατείνεται η χρήση τόσο μεγιστοποιείται και η επιθυμία για μεγαλύτερη και συχνότερη δόση, καθώς η ενίσχυση της ικανοποίησης από την αρχική δόση χάνεται λόγω της ανοχής του οργανισμού σ’ αυτή (Χριστοπούλου, 2008;Kolb&Whishaw, 2011; Βοσνιάδου, 2001).
Ο Ivan Pavlov από την άλλη διατύπωσε τη θεωρία της κλασσικής εξαρτημένης μάθησης, κατά την οποία ένα ουδέτερο ερέθισμα μπορεί να προκαλέσει την ίδια αντίδραση που προκαλεί ένα ανεξάρτητο ερέθισμα (πρωτεύουσα ανταμοιβή) εάν συνταιριαχτεί αλλεπάλληλα με αυτό (Brennan, 2009). Έτσι και με τις ουσίες, ερεθίσματα του περιβάλλοντος που σχετίζονται με τη χρήση προκαλούν ανάλογες αντιδράσεις στο άτομο. Η απλή θέαση προσώπων ή εργαλείων που σχετίζονται με τη χρήση μπορεί να οδηγήσουν στην υποχώρηση συμπτωμάτων στέρησης ή να αποτελέσουν το έναυσμα για την επιθυμία χρήσης (Χριστοπούλου, 2008; Kolb&Whishaw, 2011; Βοσνιάδου, 2001). Σχετική έρευνα για το κάπνισμα επιβεβαιώνει την τοποθέτηση αυτή, καθώς χρήστες που εκτέθηκαν σε (εικονικό) περιβάλλον με ερεθίσματα που σχετίζονταν με το κάπνισμα, παρουσίασαν μεγαλύτερη επιθυμία να καπνίσουν απ’ αυτούς που δεν ήρθαν σε επαφή με τέτοιου είδους ερεθίσματα (Baumann&Sayette, 2006).
Τέλος αξίζει να εξετάσουμε την χρήση ουσιών και από τη σκοπιά της θεωρίας της επικοινωνίας. Η επικοινωνία αποτελεί μια διαδικασία μετάδοσης και αποκωδικοποίησης πληροφοριών μεταξύ πομπού και δέκτη. Η μετάδοση δεν είναι μονόπλευρη, παρά εμπεριέχει πάντα την αλληλεπίδραση μεταξύ των δυο πλευρών. Το μήνυμα δε, έχει τη δύναμη της επίδρασης στην συμπεριφορά αυτού που το λαμβάνει (Watzlawick, 1986; Σακαλάκη, 1994). Το άτομο έτσι λειτουργεί ως πομπός αλλά και δέκτης μηνυμάτων, ενώ αντιδρά σ’ αυτά κατευθυνόμενο τόσο από τα ατομικά του χαρακτηριστικά (π.χ. κληρονομικότητα), όσο και από το περιβάλλον του (π.χ. οικογένεια, φίλοι, Μ.Μ.Ε)(Παπαγεωργίου, 2009).
Καταλαβαίνουμε επομένως ότι η χρήση ουσιών, με βάση τη θεωρία αυτή, έγκειται στη δυναμική σχέση των ατομικών χαρακτηριστικών του χρήστη, του περιβάλλοντος του και της ουσίας που προσλαμβάνει. Αναλυτικότερα η κοινωνία δίνει θετικά και αρνητικά ερεθίσματα στο άτομο σχετικά με τις ουσίες, τα οποία το ίδιο επεξεργάζεται και αντιδρά σε αυτά, αντίδραση η οποία εκλαμβάνεται ως ερέθισμα απ’ την κοινωνία αντίστοιχα. Φαίνεται μάλιστα οι ουσίες να παίρνουν, ως μήνυμα, τη μορφή της συνταγής της επιτυχίας, της εύκολης λύσης στα προβλήματα και του υψηλού κοινωνικούstatus από την κοινωνία, προωθούμενεςκατ’ αυτό τον τρόπο από τις ταινίες , τα τραγούδια, τις διαφημίσεις και τα κοινωνικά πρότυπα. Βάσει αυτού εξηγείται η ροπή τού ατόμου προς τις ουσίες, καθώς τις αντιμετωπίζει σαν πανάκεια στα προβλήματα του ή σαν μέσο κοινωνικής επίδειξης (Παπαγεωργίου, 2009).
Σε έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, που ενισχύει τη παραπάνω θεωρία, φάνηκε ότι οι ταινίες που προβάλλουν το κάπνισμα έχουν μεγάλη επίδραση στους εφήβους (10-14 ετών) τόσο στην αύξηση της επιθυμία όσο και στην έναρξη του καπνίσματος (Willsetal., 2008). Σε άλλη μελέτη και πάλι για εφήβους (16-20 ετών) φάνηκε ότι η εμφάνιση περιεχομένου σχετικά με το αλκοόλ σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης παρουσιάζουν αιτιακή σχέση με την κατάχρηση της ουσίας αυτής (Geusens&Beullens, 2016).
Καταλαβαίνουμε επομένως ότι στις τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις που αναλύσαμε, η αιτιότητα σε σχέση με τις ουσίες αποδίδεται σε διαφορετικούς παράγοντες. Βάσει της ψυχοδυναμικής θεωρίας , αποδίδεται σε ελλείματα της παιδικής ηλικίας, τα οποία δημιούργησαν ενδο-ψυχικά προβλήματα που αναζητούν λύση μέσω της ουσίας. Η συμπεριφοριστική θεωρία απ’ την άλλη, πιστή στο κίνημα του Θετικισμού – Αντικειμενισμού, αρκείται στη συμπεριφορά εκείνη που είναι μετρήσιμη και παρατηρήσιμη, αποδίδοντάς την στις ιδιότητες της ουσίας αυτής καθ’ εαυτής και αντιμετωπίζοντάς τον χρήστη σαν ‘’λευκό χαρτί’’ που απλώς αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Τέλος, η θεωρία της επικοινωνίας παρουσιάζει ως αίτιοτην αλληλεπίδραση των ατομικών χαρακτηριστικών του χρήστη και των μηνυμάτων του κοινωνικού περιγύρου του σε σχέση με τις ουσίες και την επίδρασή τους σ’ αυτόν (Brennan, 2009;Παπαγεωργίου, 2009; Ράπτης& Ράπτη, 2013).
Παρ’ ότι βέβαια δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, οι τρεις αυτές θεωρίες κρύβουν στην ερμηνεία τους για τις ουσίες και κοινά στοιχεία. Συγκεκριμένα παρατηρούμε και στις τρεις προσεγγίσεις ότι το άτομο αναζητά την αύξηση των ευχάριστων βιωμάτων και την αποφυγή των δυσάρεστων. Στην ψυχοδυναμική θεωρία αυτό επιτυγχάνεται με την αναζήτηση της ηδονής και την μείωση του άγχους. Στο συμπεριφορισμό το άτομο αναζητά τη θετική ενίσχυση και την απομάκρυνση των αρνητικών παραγόντων και στην θεωρία επικοινωνίας την ανάδειξη της αυτό-εικόνας βάσει των κοινωνικών προτύπων και τη μείωση των προβλημάτων της καθημερινότητας. Ακόμα, και οι τρεις προσεγγίσεις φαίνεται να αντιμετωπίζουν την ουσία σαν υποκατάστατο. Στην ψυχοδυναμική θεωρία το άτομο αντικαθιστά με την ουσία το ανεκπλήρωτο συναίσθημα φροντίδας της παιδικής του ηλικίας, ενώ στο συμπεριφορισμό, μέσω της συμβολοποίησης που προσφέρει η κλασσική εξαρτημένη μάθηση, η ουσία παίρνει τη μορφή της παρέας, της χαλάρωσης και της διασκέδασης. Τέλος στη θεωρία της επικοινωνίας, το άτομο αναζητά την ένταξη σε ένα σύνολο που ποτέ δεν τον αποδέχτηκε όπως ήταν. Έτσι, μην μπορώντας να αναπτύξει τις απαραίτητες εσωτερικές δυνατότητες και τρόπους συμπεριφοράς, προσπαθεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του μέσω της χρήσης.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι δεν χρειάζεται να μεταφράσουμε την αιτία της χρήσης βάσει μιας και μόνης θεωρίας απ’ αυτές που αναλύσαμε. Αντίθετα, αν θεωρήσουμε ότι ένα άτομο οδηγείται στη χρήση λόγω πολλών παραγόντων, όπως των ελλειμάτων του παρελθόντος που ψάχνουν διέξοδο, της φύσει εθιστικής ουσίας και της ανάγκης αποδοχής και ενσωμάτωσης στο σύνολο, θα οδηγηθούμε σε ένα συνδυασμό των τριών θεωριών άρα και σε μια πιο σφαιρική ερμηνεία του θέματος.