Μνήμες θανάτου…

3 Αυγούστου 2022

Σε όλα αυτά τα χρόνια που ζήσαμε μαζί, μας μίλησε πολλές φορές για το θάνατός της. Πιθανώς αυτός ήταν και λόγος που μόλις ο θάνατος της έφτασε, ήταν τόσο ήσυχος μέσα μας.

Θυμάμαι έναν διάλογο σε ανύποπτο χρόνο περασμένα μεσάνυχτα στην βεράντα του σπιτιού μας. Περίμενε να φύγουν όλοι και αγγίζοντας το χέρι μου είπε:

  • Παιδί μου θέλω να σου πω κάτι.
  • Έλα μάνα, πέσ’ μου. Ακούω.
  • Παιδί μου είμαι μεγάλη γυναίκα και σε λίγο θα φύγω από τη ζωή.
  • Όλοι θα φύγουμε ρε μάνα. Τί σε έπιασε νυχτιάτικα;
  • Παιδί μου θέλω να μου ετοιμάσετε τα πράγματα μου.
  • Άσε μας ρε μάνα! Υπάρχουν τα Γραφεία γι’ αυτά.
  • Όχι παιδί μου. Θέλω να με ετοιμάσετε. Τα γραφεία έχουν τα δικά τους. Εγώ δεν είμαι κοριτσάκι. Θέλω σεμνά πράγματα.

Βρήκα θυμάμαι ευκαιρία από τον διάλογο και έκανα τις προεκτάσεις:

-Καλά ρε μάνα με τις ετοιμασίες αυτές θα το δούμε. Με την ετοιμασία της ψυχής σου είσαι εντάξει για το θάνατο;

-Γιατί το λες αυτό παιδί μου;

-Τι να σου πω ρε μάνα; Μια σκέψη έκανα. Να! Σε άφησε ο Θεός να ζεις τόσα πολλά χρόνια. Άραγε το έκανε από ευεργεσία σε σένα ή μήπως υπάρχει κάτι που έχεις «χρεωμένο» και σου δίνει καιρό για μετάνοια;

-Παιδί μου, ότι είχα και ότι με βάραινε το έχω πει στην εξομολόγηση. Τώρα πάλι δεν ξέρω! Ίσως και κάτι να το έχω ξεχάσει. Αλλά δεν πειράζει. Ο Χριστός δεν είναι μικροπρεπής για να ασχοληθεί με κάτι που ούτε εγώ το θυμάμαι. Αναμάρτητη δεν είμαι, αλλά ότι μπορώ προσπαθώ να το κάνω.

Έπαψα να μιλάω. Η απάντηση ήταν ισχυρή. Είδα την βεβαιότητα μιας ευθείας και άμεσης σχέσης ενός ανθρώπου με τον Θεό που αυτόματα μου ανέκοψε κάθε δυνατότητα προέκτασης της συζήτησης υπό την λογική ότι, όταν ο άνθρωπος τα έχει βρει τόσο απλά με τον Θεό κάθε σύνθετη σκέψη είναι πλανεμένη.

Λίγο καιρό αργότερα όλα τα πράγματα της Εξόδου ήταν έτοιμα όπως ακριβώς τα ζήτησε. Απλά. Σεμνά. Ταπεινά. Ορθόδοξα. Χριστιανικά.  Μόλις της είπα είναι όλα εδώ θυμάμαι μου είπε:

  • Δόξα τω Θεώ. Η ώρα η καλή!

Λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε στο κρεβάτι της ασθένειας και του γήρατος.  Και προσμετρήθηκε το μέγεθος της υπομονής και της καρτερίας που μόνο μια μάνα μπορεί να αντέξει. Ούτε ένα παράπονο. Ούτε ένα «γιατί;». Ούτε μια υπόνοια αγανάκτησης. Οι μόνες κουβέντες σχετικά με τα προβλήματά δύο: «Δοξασμένη μου Αγία Τριάδα!», «Ότι θέλει η Παρθένος!». Δύο απλές κουβέντες. Οι ίδιες που ακούγαμε να λέει σε όλη της τη ζωή. Και το τέλος της ζωής της αυτές οι δύο κουβέντες…

Κάποιο μεσημεράκι, περνώντας έξω από το δωμάτιό της άκουσα από την ανοιχτή πόρτα να μιλά. Παραξενεύτηκα και έκατσα διακριτικά να ακούσω χωρίς να με δει. Προσευχόταν. Προσευχόταν υπέροχα με μια ευθύτητα επικοινωνίας που την θαύμασα: «Αγία μου Τριάδα δοξασμένη πάντα και εις τους αιώνας! Παναγία μου Παρθένε, δεν πειράζει που δεν μπορώ να κουνήσω το χεράκι μου να κάνω το Σταυρό μου! Ξέρεις εσύ…!»

Τρείς μέρες πριν το θάνατό της μας ανακοίνωσε ότι θα πεθάνει. Το έκανε με ησυχία. Χωρίς καμία ταραχή. Χωρίς καμία αγωνία. Και όπως είπε έπραξε.

Το τελευταίο απόγευμα επέμενε ότι σε λίγο θα πεθάνει. Σκέφτηκα πως ίσως να το εννοεί. Για να μην πάρω «κρίμα στο λαιμό μου», της είπα ξεκάθαρα: «Μάνα, δεν ξέρω αν θα πεθάνεις. Αυτά είναι του Θεού πράγματα. Αυτό που ξέρω είναι ότι εγώ θα είμαι δίπλα σου, εδώ κοντά σου και δεν θα φοβόμαστε τίποτα. Ωστόσο, θες να πω στον παπά μας να έρθει να σε μεταλάβει; Και σε αυτά μου τα λόγια πήρα μια ανδρεία απάντηση: «Ναι παιδί μου! Πες στον παπά μας να έρθει.».

Την είχα δει πολλές φορές να κοινωνεί τα Άγια Μυστήρια, αλλά ποτέ δεν την είχα δει να έχει τόσο μεγάλη «λαχτάρα», κάτι που μου το είπε και ο ιερέας που την κοινώνησε για τελευταία φορά: «Τόσα χρόνια κοινωνάω την μάνα σου. Ποτέ δεν την είδα να μεταλαμβάνει έτσι. Μου έκανε εντύπωση και στο λέω.».

Πέντε λεπτά πριν αφήσει τούτη τη ζωή, χωρίς κανένα ίχνος επερχόμενου θανάτου, χωρίς τίποτα από αυτά που σου δίνουν την εικόνα ότι ένας άνθρωπος τελειώνει, μπήκα στο δωμάτιό της και είχαμε τον τελευταίο μας διάλογο. Ήταν επερχομένου του Ψυχοσαββάτου της Πεντηκοστής:

-Μανούλα πώς είσαι;

-Παιδί μου είμαι ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ!

-Τότε μάνα να διαβάσουμε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.

Συγκατατέθηκε με ένα χαρακτηριστικό βλέμμα. Και ξεκίνησα να διαβάζω: «Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη,…»και στο πρώτο «Χαῖρε͵ νύμφη ἀνύμφευτε.», απλά και αθόρυβα σταμάτησε να αναπνέει. Με τα μάτια όμορφα ανοιχτά να κοιτούν το Προσευχητάρι που κρατούσα στα χέρια μου. Χωρίς καμία ένταση, χωρίς καμία οδύνη, χωρίς κανέναν πόνο, απλά σταμάτησε να αναπνέει σε τούτη την γη. Και δεν ταράχτηκα μέσα στην τόση ηρεμία. Απλά συνειδητοποιώντας ότι άφησε την ψυχή της στα χέρια του Δημιουργού στο άκουσμα «Χαῖρε͵ νύμφη ἀνύμφευτε.» αυτόματα πέρασε από το μυαλό μου αυτό που έλεγε πάντα: «Ότι θέλει η Παρθένος!». Και συνέχισα ήσυχα να διαβάζω τους χαιρετισμούς για να φτάσω στο πρώτο «Ἀλληλούϊα» για να δοξαστεί και το Όνομα του Τριαδικού Θεού για τον οποίο πάντα έλεγε «Δοξασμένη μου Αγία Τριάδα!». Και με το«Ἀλληλούϊα» σφράγισα τα μάτια της μέχρι να την αξιώσει ο Χριστός  να τα ανοίξει στην Δόξα της Αναστάσεως Του.

Στάθηκα ώρα πολύ σιωπηλός και χαρούμενος. Σιωπηλός γιατί το μυστήριο του θανάτου είναι ιερό και χαρούμενος γιατί η μάνα έφυγε για τον Δημιουργό της σε ώρα προσευχής και κοινωνημένη των Μυστηρίων.

*****

Έζησα σε ένα σπίτι που ο Χριστός δεν απουσίαζε. Η μάνα φρόντιζε πάντα να υπάρχει Χριστός στο σπίτι. Το βλέπαμε σε κάθε κίνηση της. Στο αναμένω καντήλι, στη μυρωδιά του λιβανιού, στην φιλοξενία του ξένου, στον εναγκαλισμό του οικείου, στην δεκτικότητα σε κάθε άλλον, στον σεβασμό κάθε διάκρισης, στις καθημερινές συμβουλές που πάντα προέτρεπαν στην καρτερία και στην σιωπή, στην εναπόθεση των προβλημάτων στα χέρια του Θεού, στην απόδοση κάθε χαράς στην ευεργεσία της Αγίας Τριάδος, στην επίκληση του ονόματος της Θεοτόκου σε κάθε περίσταση άλλοτε ικετευτικά και άλλοτε δοξολογικά.

Βλέπαμε το Χριστό παντού ακόμα και στο μαγείρεμα που πάντα είχε παραπάνω μια-δυό μερίδες «Μη τυχόν τύχει κάποιοςχριστιανός!» για να μείνει μαζί μας στο τραπέζι. Ωστόσο στο μυαλό της μάνας ο «χριστιανός» ήταν η κάθε ανθρώπινη ψυχή, γι’ αυτό και στο τραπέζι της έφαγαν και έτερόδοξοι και αλλόδοξοι και άθεοι. Δεν γινόταν αλλιώς στην λογική της: «Άνθρωπος του Θεού είναι!». Βλέπαμε τον Χριστό παντού ακόμα και στο περιβόλι μας, όταν κάθε μέρα την ώρα που τελείωναν τα σχολειά η μάνα άνοιγε τις πόρτες του για να μπουν τα μαθητούδια να κόψουν πορτοκάλια, μανταρίνια, μήλα, αχλάδια… και ότι καλό μας έδινε ο Θεός στους κήπους μας. Βλέπαμε το Χριστό ακόμα και στην επίπληξη: «Κάνε παιδί μου το Σταυρό σου! Δεν ακούς την καμπάνα;», «Πες παιδί μου Δόξα τω Θεώ και μην είσαι αχάριστος!», «Κάνε παιδί μου το Σταυρό σου και μη στηρίζεσαι στον εαυτό σου!».

Βλέπαμε τον Χριστό στην αρρώστια, όταν η μάνα έκανε το Σταυρό της δίπλα στο κρεβάτι μας. Βλέπαμε το Χριστό στο πρόσωπο της γιαγιάς που η μάνα μας την ερμήνευε ως το μέγεθος του σεβασμού, γιατί γέννησε τον πατέρα μας. Βλέπαμε τον Χριστό ψωμί που αν τυχόν το πετούσες ή το χειριζόσουν με ασέβεια ήταν καλύτερα να φύγεις από το σπίτι γιατί:«Από το ψωμί ο Χριστός φτιάχνει το Σώμα Του!». Βλέπαμε τον Χριστό στο κρασί που μια σταγόνα να έχυνες έπρεπε να εξαφανιστείς γιατί: «Από το κρασί ο Χριστός μας δίνει το Αίμα Του!»Βλέπαμε το Χριστό παντού….

Μα πιο πολύ από όλα βλέπαμε τον Χριστό στην Ενορία μας και η Ενορία μας ξεκινούσε από το σπίτι και επέστρεφε στο σπίτι: «Κάνε μπάνιο! Λούσε τα μαλλιά σου! Αύριο έχουμε Εκκλησία! Πώς θα πας; Άπλυτος;»,«Ετοίμασε τα ρούχα σου! Δεν θα ψάχνουμε το πρωί τι θα βάλεις! Με το πρώτο «νταν» φύγαμε!». «Σε είδα στην Εκκλησία να κάθεσε σε ώρα που δεν έπρεπε! Να μην ξαναγίνει παιδί μου! Δεν θα λέμε τα ίδια!». «Γιατί έχεις νεύρα παιδί μου! Τζάμπα πήγες στην Εκκλησία χθες;». «Να μην το ξανακάνεις παιδί μου! Τα παιδιά της Εκκλησίας δεν κάνουν τέτοια πράγματα.»

Έτσι είδαμε και το Χριστό στο θάνατο. Λαμπροφόρο, ήσυχο, σιωπηλό. Χωρίς κανέναν τρόμο. Χωρίς κανέναν δισταγμό. Χωρίς καμία ανασφάλεια.

Και έτσι αποκτήσαμε άλλο ένα μάθημα ζωής μέσα από το θάνατο της μάνας….

Δόξα τω Θεώ!

*****

Έτσι μας γέννησε κατά σάρκα, έτσι μας μεγάλωσε και έτσι μας ενίσχυσε κατά πνεύμα μέσα σε μια μητρότητα που οικονομούσε τα πράγματα χωρίς να κάνει εκπτώσεις στα θέματα της Ορθόδοξης Πίστης. Και με το μέτρο αυτό αναλογίζεται ο νους την σημαντικότητα και την αξία μιας χριστιανής μάνας στο περιβάλλον δόμησης μιας χριστιανικής οικογένειας. Διαρκής έλεγχος με χαμόγελο, διαρκής προτροπή στο αγαθό με σύνεση, διαρκής προσοχή με διάκριση, διαρκής μέριμνα με σεβασμό, διαρκής εκδήλωση αγάπης με πρόνοια, διαρκής δοτικότητα με φροντίδα, διαρκής παρουσία παράδοξη πραγματική, αλλά και άυλη.

Θυμάμαι ότι το πιο δυνατό χιούμορ της μάνας επιστρατευόταν στις εντάσεις μας. Κάθε φορά που υπήρξε ένταση μας έκανε να γελάσουμε και η ένταση έφευγε.Και μόλις η ένταση έφευγε άρχιζε να τραγουδά ή να ψάλει ενώ παράλληλα επιστράτευε λιχουδιές και καλούδια για να μας γλυκάνει… ή μάλλον να μας κάνει να μοιραστούμε μεταξύ μας όμορφες γεύσεις. Εκεί το γλυκό το έκοβες στα δύο ή στα τρία και το μοιραζόσουν χαρούμενος με αυτούς που λίγα δευτερόλεπτα πριν βρισκόσουν σε ένταση. Και αφού η ατμόσφαιρα επέστρεφε στην απόλυτη κανονικότητα η μάνα έκανε πάντα προς όλους την ίδια ερώτηση και μας έβαζε σε τάξη: «Και τι καταλάβατε που κοντέψατε να βγάλετε τα μάτια σας για το τίποτα;». Για να απαντήσει μόνη της απομονώνοντας κάθε προέκταση άλλου: «Με αγάπη λύνονται όλα! Με υπομονή και αγάπη όλα λύνονται!».

Με αυτή την εμπειρία φορτωμένος στην πλάτη, πολλά ερωτήματα ζωής και θανάτου περνοδιαβαίνουν στα αυλάκια του μυαλού.

Άραγε πόσο σημαντικό είναι μια οικογένεια να ζει κοντά στην Εκκλησία;

Πόσο αξίζει μια μάνα να δίνει στα παιδιά της δείκτες βίου μέχρι που να αφήσει αυτόν τον κόσμο;

Πόσο μεγάλης αξίας είναι η παιδαγωγία κατά Χριστόν μέσα από καταστάσεις εμπειρίας;

Πόσο αξίζει να προσμετράς την ζωή στην αξία μιας ουσιαστικής αγάπης;

Πόση δύναμη ενυπάρχει στο να προχωρά κάποιος στο θάνατο με την βεβαιότητα ότι συναντά τον Χριστό;

Πόση σημασία έχει το «προσδοκώ Ανάσταση» να ταυτίζεται με την βεβαιότητα της Αναστάσεως;

Πόσο μπορεί η προσευχή να ξεπεράσει τα όρια του χρονοχώρου και να γίνει πνευματική δύναμη στην αιωνιότητα;

Πώς μπορεί η τελευταία αναπνοή μιας ανθρώπινης ύπαρξης να γίνει κίνητρο ανακεφαλαίωσης όλης της κατήχησης που έχει λάβει κάποιος άνθρωπος;

Πόση δυναμική έχει η ανθρώπινη ψυχή όταν δεν ξεχνά ότι είναι πνοή ζωής του Δημιουργού της;

Και ο θάνατος.

Τελικά τί είναι ο θάνατος;

Τί είναι ο θάνατος για κάποιον που πιστεύει στον Χριστό;

Τίποτα το σύνθετο.

Είναι απλά η απόλυτη βεβαιότητα της μετάβασης στην όντως ζωή κατά το ρήμα Εκείνου:«ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν.»

 

Α.Γ.