«Ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας, επί του όρους Σινά διά συμβόλων…»
6 Αυγούστου 2022Για μια ακόμη φορά, αγαπητοί μου αδελφοί, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει και πανηγυρίζει την μεγάλη δεσποτική εορτή της θείας του Κυρίου μας Μεταμορφώσεως και καλεί όλους εμάς τα πιστά τέκνα της να προσεγγίσουμε το νόημα κα το περιεχόμενο της εορτής. Με τα εμπνευσμένα και θεοφώτιστα τροπάρια, τους ύμνους και τα αναγνώσματα, με την συμμετοχή μας στην ευχαριστιακή σύναξη και με την όλη εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών αυτών, επιθυμεί να μας χειραγωγήσει και να μας καταστήσει κοινωνούς της θείας δόξης του μεταμορφωθέντος Κυρίου.
Με οδηγό τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας και να αναλύσουμε, εν ολίγοις, ένα από τα θεοφώτιστα τροπάρια της πλουσιότατης υμνογραφίας μας, προκειμένου έτσι να προσεγγίσουμε μία ακόμη σημαντικώτατη πτυχή του όλου θαύματος της Μεταμορφώσεως. Πρόκειται για το πρώτο στιχηρό ιδιόμελο των αποστίχων του εσπερινού, της εορτής: «Ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας, επί του όρους Σινά διά συμβόλων, Εγώ ειμί λέγων ο Ών, σήμερον επ’ όρους Θαβώρ μεταμορφωθείς επί των μαθητών, έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβών ουσίαν. Και της τοιαύτης χάριτος μάρτυρας παραστησάμενος, Μωϋσήν και Ηλίαν, κοινωνούς εποιείτο της ευφροσύνης, προμηνύοντας την έξοδον δια Σταυρού, και σωτήριον Ανάστασιν». Εκείνος ο οποίος κάποτε συνομίλησε με τον Μωϋσή, λέγει ο ποιητής, πάνω στο όρος Σινά με σύμβολα, λέγοντας εγώ είμαι ο Ών, ο υπάρχων, είναι ο Ιησούς, ο οποίος σήμερα μεταμορφώθηκε πάνω στο όρος Θαβώρ ενώπιον των μαθητών του και έδειξε κατ’ αυτήν, την δόξαν της θείας φύσεώς του, φέροντας επάνω του την ανθρώπινη φύση. Και αφού παρέστησε ως μάρτυρες αυτής της συγκαταβάσεώς του τον Μωϋσή και τον Ηλία, τους κατέστησε κοινωνούς αυτής της πανευφρόσυνης θέας, καθ’ όν χρόνον αυτοί προανήγγειλαν τον επικείμενον σταυρικόν του θάνατον και την επακολουθήσασαν σωτήριον Ανάστασιν.
Ευθύς εξ’ αρχής ο θεοφώτιστος υμνογράφος, ο μέγας δογματικός Πατήρ της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αντιπαραβάλλει την θεοφάνεια, την αποκάλυψη του Θεού στον Μωϋσή πάνω στο όρος Σινά, με την αποκάλυψη της Θεότητός του στο όρος Θαβώρ.Διασαφίζει ξεκάθαρα, ότι ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, ο Ιησούς Χριστός, ήταν εκείνος, ο οποίος κάποτε, πάνω στο όρος Σινά, ως άσαρκος Λόγος αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή και συνομίλησε μαζί του δια συμ-βόλων, δηλαδή εν στύλω νεφέλης και εν πυρί, σύμφωνα με την μαρτυρία της βιβλικής διηγήσεως «είπε Κύριος προς Μωϋσήν, ιδού εγώ παραγίνομαι προς σε εν στύλω νεφέλης» (Εξ. 19,9) και λίγο πιο κάτω λέγει «το όρος Σινά εκαπνίζετο όλον διά το καταβεβηκέναι επ’ αυτώ τον Θεόν εν πυρί» (Εξ.19,18). Με την φράση «εγώ ειμί λέγων ο Ών», ο ποιητής μας παραπέμπει σε μία ακόμη Θεοφάνεια του Θεού προς τον Μωϋσή, πάλι στο όρος Σινά, πέραν αυτής κατά την οποίαν έλαβε τις πλάκες του νόμου. Πρόκειται για την Θεοφάνεια εκείνη, κατά την οποία ο Θεός αποκαλύπτεται «εν πυρί φλογός βάτου», η οποία εκαίετο μεν, αλλά δεν κατεκαίετο. Τότε, στη συνομιλία που είχε ο Θεός με τον Μωϋσή, είπε μεταξύ άλλων προς αυτόν «εγώ ειμί ο Ών», εγώ είμαι ο υπάρχων, ο οποίος δηλαδή έχω την ύπαρξη από τον εαυτό μου και δεν την οφείλω σε κάποιον άλλον. Πράγματι, ο Θεός είναι ο μόνος αδημιούργητος, ενώ ο άνθρωπος, ως δημιούργημα του Θεού οφείλει την ύπαρξή του σ’ Αυτόν.
Εάν στο όρος Σινά ο Θεός αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή ως άσαρκος Λόγος, στο όρος Θαβώρ αποκαλύπτεται όχι πλέον ως άσαρκος, αλλά ως ένσαρκος Λόγος «εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβών ουσίαν», δηλαδή φέροντας επάνω του την ανθρώπινη φύση. Η αποκάλυψη αυτή του ενανθρωπήσαντος Λόγου ήταν ασυγκρίτως υπεροχώτερη από τις άλλες αποκαλύψεις του Θεού στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, διότι κατ’ αυτήν ο Θεός «έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος». Εάν η εικόνα του αρχετύπου είναι ο άνθρωπος, τότε το αρχέτυπον της εικόνος είναι ο Θεός, αφού ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος. Το κάλλος του αρχετύπου είναι η ωραιότης και η δόξα του θείου και ακτίστου εκείνου φωτός, το οποίον έλαμψε από τον μεταμορφωθέντα Κύριον. Είναι η δόξα της θείας φύσεως, που πηγάζει και από τα τρία πρόσωπα της παναγίας Τριάδος.
Η Θεοφάνεια στο όρος Θαβώρ ήταν υπεροχώτερη από τις άλλες θεοφάνειες και για έναν ακόμη σπουδαιότατο λόγο. Κατ’ αυτήν έχουμε παρόντες ως μάρτυρες του μεταμορφωθέντος Κυρίου δύο μεγάλα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία. Ο πρώτος είναι ο εκπρόσωπος του νόμου και ο δεύτερος των προφητών. Ποίον όμως ήταν το νόημα και ο σκοπός της παρουσίας των δύο αυτών κορυφαίων ανδρών; Στο ερώτημα αυτό απαντώντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό-στομος παρατηρεί: «ίνα μάθωσιν, ότι και θανάτου και ζωής εξουσίαν έχει και των άνω την ζωήν και των κάτω των νεκρών κρατεί. Διά τούτο τον τετελευτηκότα (δηλαδή τον Μωϋσή που πέθανε) και τον ουδέπω τούτο παθόντα (δηλαδή τον Ηλία που δεν πέθανε) εις μέσον άγει». Φέρνει παρόντες τους δύο αυτούς άνδρες, για να μας πληροφορήσει ότι εξουσιάζει τον θάνατο και την ζωή και αυτούς που είναι ζώντες πάνω στη γη και εκείνους που είναι κάτω στον άδη νεκροί. Ένας άλλος ερμηνευτής, ο Ζηγαβηνός παρατηρεί: «Συμπαρέστησεν ως δούλους, τους επισημοτέρους των εν τη παλαιά λαμψάντων, ίνα φανεί το μέσον εαυτού τε κακείνων και πόσον αυτός διαφέρει τούτων». Έφερε εκεί παρόντες ως δούλους τους δύο αυτούς άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία, που ήταν οι επισημότεροι από όλους τους προφήτες, για να φανεί πόση απόσταση υπάρχει μεταξύ αυτού και εκείνων και πόσο διαφέρει αυτός με εκείνους.
Ένας άλλος Πατήρ της Εκκλησίας μας, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αναλύει πλατύτερα το θέμα αυτό και μας δίδει δύο ακόμη σπουδαιότατες ερμηνείες της παρουσίας των δύο ανδρών. Λέγει λοιπόν ότι, επειδή οι Εβραίοι συνεχώς κατηγο-ρούσαν τον Χριστόν, ότι παραβαίνει τον Μωσαϊκό Νόμο και τον θεωρούσαν βλά-σφημο, επειδή σφετεριζόταν την δόξα του Θεού Πατρός, που δεν του άρμοζε και έλεγαν: Αυτός δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου και αλλού πάλι έλεγαν ότι: σε λιθοβολούμε όχι για κάποιο καλό έργο, αλλά εξ’ αιτίας βλασφημίας και ότι, ενώ είσαι άνθρωπος κάνεις τον εαυτό σου Θεό. Σε άλλη πάλι περίπτωση, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην συνομιλία τους με τον θεραπευθέντα εκ γενετής τυφλό ισχυρίζοντο, ότι: εμείς γνωρίζουμε ότι στον Μωϋσή ομίλησε ο Θεός. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού ήρθε. Για να φανεί λοιπόν, ότι αυτές οι κατηγορίες είναι αποτέλεσμα φθόνου και ότι αυτός είναι ανεύθυνος από αυτές, δεν είναι δηλαδή ούτε παραβάτης του νόμου, ούτε σφετεριστής της δόξης του Θεού, συγκαλεί στο πλευρό του τον Μωϋσή και τον Η-λία. Διότι οι Ιουδαίοι μπορούσαν να αντιληφθούν, ότι ο Μωϋσής, ο οποίος τους πα-ρέδωσε το νόμο, δεν θα παρέβλεπε την, καθώς νόμιζαν, παράβαση του νόμου και δεν θα δεχόταν να παρασταθή δίπλα του. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Ηλίας, που αγωνίστηκε για την επικράτηση της δόξης του Θεού, δεν θα παρίστατο και δεν θα υπάκουε σ’ έναν αντίθεο, που ονόμαζε τον εαυτό του ίσο με τον Θεό.
Οι δύο άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, συμπαριστάμενοι κατά την ώρα της Μεταμορφώσεως καθίσταντο, κατά τον ποιητή, κοινωνοί θείας ευφροσύνης. Όχι μόνον δε τούτο, αλλά επί πλέον συνομιλούν με τον Χριστόν και προαναγγέλουν την αναχώρησή του από την παρούσα ζωή δια του σταυρού και της αναστάσεώς του. Οι δύο προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, όχι μόνο με την απλή παρουσία τους, αλλά και με όσα λέγουν, αποδεικνύουν, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, ο προκηρυχθείς υπό των προφητών και διαβεβαιώνουν τους τρείς μαθητές, οι οποίοι άκουγαν την συζήτησή τους, ότι όλα όσα επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στην Ιερουσαλήμ ήταν μέσα στο προαιώνιο σχέδιο της ενσάρκου θείας οικονομίας για την σωτηρία του ανθρώπου.
Θα κλείσω την σύντομη αυτή ανάλυση με μία ακόμη ερμηνευτική παρατήρηση ενός νεοτέρου ερμηνευτού, άξια πολλής προσοχής λόγω των πρακτικών της προεκτάσεων στην ιδική μας καθημερινή ζωή. Η παρουσία των δύο προφητών αλλά και των τριών κορυφαίων μαθητών κατά την ώρα της Μεταμορφώσεως είχε και ένα ακόμη διδακτικό σκοπό σπουδαιότατο για όλα τα μέλη της Εκκλησίας, για όλους εμάς. Αποσκοπούσε να μας διδάξη, ότι μόνον άνθρωποι της πίστεως και της αρετής, όπως ήταν οι προφήτες και οι απόστολοι, «της ενθέου δόξης αξιωθήσονται», θα αξιωθούν να απολαύσουν τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών. Μη μας πλανά η ιδέα, ότι αμετανόητοι αμαρτωλοί, μένοντες μέχρι θανάτου στην απιστία και την φαυλότητα θα δούν πρόσωπο Θεού και θα βρούν έλεος. Ούτε Χριστιανοί, οι οποίοι αρκούνται σε μία εξωτερική τυπική θρησκευτικότητα, η οποία δεν αγγίζει το βάθος της καρδιάς τους και δεν φέρνει σαν αποτέλεσμα την εσωτερική μεταμόρφωση της ψυχής των. Ποτέ ένα τέτοιο πράγμα. Ο Κύριος είναι ο άγιος των αγίων και στους αγίους επαναπαύεται. Μόνον καθαροί και άγιοι και πιστοί, που έζησαν εν μετανοία, ή τουλάχιστον, που αγωνίζονταν για την κάθαρση της ψυχής των, μόνον αυτοί θα γίνουν κληρονόμοι της βασιλείας του. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Λουκάς, οι τρείς μαθητές «διαγρηγορήσαντες» είδον την δόξαν του Θεού. Απαιτείται νήψις πολλή και εγρήγορσις και σύντονος πνευματικός αγώνας για την κάθαρση της ψυχής, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την Θέα του Θεού, αφού μόνον «οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται». Αμήν.