Πανδημία, Χριστιανική Ηθική και Εκκλησία
29 Αυγούστου 2022Η Ελλάδα ανήκει στις ευρωπαϊκές χώρες που έλαβαν τα αυστηρότερα μέτρα για τους τόπους λατρείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά την Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γερμανία, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τέταρτη θέση στη λίστα με τους περισσότερους περιορισμούς [104].
Επιβλήθηκαν μέτρα κατά διαστήματα και αναλόγως της υγειονομικής κατάστασης που περιελάμβαναν από περιορισμό του αριθμού των πιστών εντός του ναού με τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων (όπως χρήση μάσκας και τήρηση αποστάσεων), μέχρι πλήρη απαγόρευση πρόσβασης των πιστών στους ναούς και τέλεση Λειτουργίας κεκλεισμένων των θυρών.
Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 4 , οι αυστηροί περιορισμοί στο δικαίωμα άσκησης λατρείας απασχόλησαν τον δημόσιο διάλογο σε όλη την Ευρώπη, με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας με αφορμή την εξέταση των περιοριστικών μέτρων για το Καθολικό Πάσχα να προτρέπει την διαρκή επανεξέταση της αναγκαιότητας των μέτρων σε σχέση με την επιδημιολογική εικόνα και την άρση των περιορισμών αμέσως μόλις αυτό γίνει επιδημιολογικά αποδεκτό. Αναγνωρίζεται δηλαδή από τη μία η υπερίσχυση της ανάγκης προστασίας της δημόσιας Υγείας και του δημοσίου συμφέροντος και από την άλλη η σπουδαιότητα της ανάγκης συμμετοχής του πιστού στην θρησκευτική λατρεία.
Σύμφωνα άλλωστε με το Σύνταγμα της Ελλάδας και το άρθρο 13 προστατεύεται η θρησκευτική ελευθερία και η ανεμπόδιστη συμμετοχή του ατόμου στην λατρευτική ζωή, αλλά και προβλέπεται πως κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους [105,106].
Φαίνεται πως εξαιτίας των πιεστικών συνθηκών και των περιοριστικών μέτρων, ενισχύθηκε το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών και σύμφωνα με έρευνα του Ερευνητικού Κέντρου Pew το 28% των Αμερικανών ανέφερε πως η πίστη του δυνάμωσε εξαιτίας της πανδημίας [107].
Με την έναρξη της πανδημίας και με την εφαρμογή των πρώτων περιοριστικών μέτρων η Εκκλησία της Ελλάδος διατύπωσε τη θέση πως η συνεργασία στην προσπάθεια της μη εξάπλωσης της νόσου «ὁδηγεῖ ἅπαντας εἰς τήν πραγμάτωσιν τῆς διακονικῆς ἀγάπης» [108]. Εν όψει της επιβολής απαγόρευσης της προσέλευσης των πιστών στους ναούς και στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας κεκλεισμένων των θυρών, η Εκκλησία τόνισε πως η προσέλευση στην Θεία Κοινωνία, ακόμα και εν μέσω πανδημίας, συνιστά «ἀφ’ ἑνός, μία ἔμπρακτη κατάφαση αὐτοπαραδόσεως στόν Ζῶντα Θεό καί, ἀφ’ ἑτέρου, τρανή φανέρωση ἀγάπης πρός Αὐτόν, ἡ ὁποία κατανικᾶ κάθε ἀνθρώπινο καί, ἴσως, δικαιολογημένο φόβο: «φόβος δέν ὑπάρχει στήν ἀγάπη, ἀλλά ἡ τελεία ἀγάπη διώχνει τόν φόβο» (Α΄ Ἰωάν. 4, 18)» [109] και επεσήμανε πως οι πιστοί που επιλέγουν να εκφράσουν την πίστη τους δικαιούνται σεβασμού από τους συμμετέχοντες στο δημόσιο διάλογο, χωρίς ωστόσο να καταδικάζει κανέναν για το φόβο και την ανησυχία του [109]. Τη Μεγάλη Εβδομάδα (του 2020) οι Ιερές Ακολουθίες τελέστηκαν με τους πιστούς κατ᾿ οἰκονομία να απέχουν και η Εκκλησία συνεχίζοντας να προτρέπει το Χριστεπώνυμο πλήρωμα να τηρεί απαρεγκλίτως τις υποδείξεις των Υγειονομικών Αρχών και να μην παρασύρεται σε ανυπακοή, η οποία δεν δικαιολογείται «οὔτε ἐν ὀνόματι τῆς χριστιανικῆς πίστεως, δεδομένου ὅτι ἡ εἰς Χριστόν πίστις χαρίζει τήν ζωήν καί δέν ἐπιφέρει τόν θάνατον» , προέβη σε πατρική παράκληση προς τους πιστούς να μην λησμονούν τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ο οποίος διδάσκει «Δύναται ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐξ ἀνάγκης ἀδυνατεῖ νά ἐκκλησιασθῇ, νά κάμνῃ τόν ἑαυτόν του Θυσιαστήριον, μέ τό νά προσεύχεται κατ᾿ ἰδίαν», καταλήγοντας στην προτροπή για κατ’ οίκον προσευχή [110] . Επανέλαβε δε τη θέση πως οποιαδήποτε υπόνοια περί μετάδοσης του ιού μέσω της Θείας Κοινωνίας «θίγει τήν δογματικήν Ἀλήθειαν καί τήν Ἀποστολικήν Πίστιν καί Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας» [110]. Καθ΄όλη τη διάρκεια της πανδημίας και σε συσχέτιση με τις λοιπές παραινέσεις, η Εκκλησία προέτρεπε « τήν λιτήν τέλεσιν τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, συμφώνως πρός τό ἦθος καί τήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» υπηρετώντας ταυτόχρονα τον στόχο για αποφυγή του συνωστισμού και της παρατεταμένης παραμονής των πιστών εντός των ναών, στοιχεία που ευνοούν την μετάδοση του ιού [111] .
Κατά την περίοδο του εορτασμού των Θεοφανείων (του 2021) και αφού είχε προηγηθεί έντονος δημόσιος διάλογος για την αναγκαιότητα ή όχι της μη παρουσίας πιστών στον Αγιασμό των Υδάτων, εντός και εκτός ναών, με την Εκκλησία να εκφράζει αρχικώς τη μη συναίνεσή της στα περιοριστικά μέτρα και να προαναγγέλλει πως θα προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της Κοινής Υπουργικής Απόφασης [11], αποτυπώθηκε ρητώς το πνεύμα της ομοθυμίας και της συμπόρευσης Εκκλησίας και Πολιτείας για την προστασία της δημόσιας Υγείας[113] όπως στην αρχή της πανδημίας[108]. Τονίζεται το «Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως, Πνεῦμα φόβου Θεοῦ» και η ευθύνη απέναντι στον συνάνθρωπο και ιδιαίτερα απέναντι στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού [113].
Με την εισαγωγή του εμβολιασμού ως κύριου υγειονομικού μέτρου έναντι της πανδημίας , η Εκκλησία διατύπωσε ξεκάθαρες θέσεις συμβάλλοντας με διακριτό και αποφασιστικό τρόπο στον δημόσιο διάλογο περί εμβολιασμού. Υπενθυμίζοντας τη συμπόρευση της Εκκλησίας και της Επιστήμης στον αγώνα έναντι του ιού και ανατρέχοντας στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη με τον Λόγο του Προφήτη Ηλία και τον Λόγο του Κυρίου Ιησού Χριστού που μας «τονίζει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης λέγοντας: «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Ματθ. 9, 12), πού σημαίνει πώς ὅταν τό σῶμα ἀσθενεῖ, ὑπάρχει ἀνάγκη τῆς συνδρομῆς τῶν ἰατρῶν» [114], η Εκκλησία της Ελλάδος συνιστά σε όλους «νά ἀξιοποιήσουν τό δῶρο αὐτό πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός, προκειμένου νά προστατεύσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο «ὑπέρ οὗ Χριστός ἀπέθανε» (Ρωμ. 14, 15)» [114] . Εκτιμά ότι με το εμβόλιο μπορούμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα και στην ανεμπόδιστη λατρευτική ζωή. Και καταλήγει διαβεβαιώνοντας ότι «τό ἐμβόλιο δέν ἔρχεται σέ καμία ἀντίθεση μέ τήν Ἁγιογραφική, Πατερική καί Κανονική διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας» [114].
Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι όπως και σε προηγούμενη εγκύκλιό της η Εκκλησία της Ελλάδος επεσήμανε πως οι απόψεις της θα εκφράζονται γνησίως και επισήμως από έναν εκπρόσωπό της στον Τύπο [108], έτσι και στην περίπτωση του εμβολιασμού και αναλογιζόμενη τη σύγχυση που μπορεί να προκληθεί από την σωρεία των διατυπωμένων απόψεων επί του θέματος (με επιστημονική ή όχι τεκμηρίωση), η Εκκλησία εφιστά την προσοχή και υπενθυμίζει «τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς Ἀγάπης Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου «μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Ἰω. Α΄, 4, 1)» [114].
Σε συνεργασία μάλιστα με ειδικούς επιστήμονες η Εκκλησία εξέδωσε ενημερωτικό δελτίο-φυλλάδιο προς ενημέρωση των πιστών με τίτλο «Οι χριστιανοί ρωτούν για το εμβόλιο και οι γιατροί μας απαντούν» [115]. Αποκρούονται έτσι αντιεπιστημονικές απόψεις και δοξασίες και δεν αφήνονται περιθώρια σε τέτοιες φωνές να ευδοκιμήσουν ανάμεσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί η στάση της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου και του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου κ. Ιερωνύμου να διευκολύνει την πρόσβαση των πιστών στον εμβολιασμό μετά την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία με κινητή μονάδα εμβολιασμού στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αχιλλίου στην Λάρισα[116].
Αντίστοιχη στάση της Εκκλησίας συναντάμε και κατά το έτος 1857 όταν η Ιερά Σύνοδος μέσω του Επισκόπου της Τριφυλίας, απευθύνεται με αυστηρούς λόγους στους πιστούς της περιοχής Τριφυλίας και ιδιαιτέρως στους ιερείς, διότι δεν επιδεικνύουν αλληλεγγύη στους πάσχοντες από επικίνδυνη επιδημική νόσο. Ζητά αγάπη και συμπάθεια από την πλευρά των Ιερέων προτρέποντας σε επισκέψεις στα σπίτια των πασχόντων για «να δίνουν συμβουλές στους συγγενείς, να φροντίζουν τους ασθενείς και να συνιστούν στους συγγενείς να παρέχουν στον ασθενή «τα υπό του ιατρού υπαγορευόμενα βοηθήματα» [117] .
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος υπενθυμίζει πως η Καινή Διαθήκη διαβεβαιώνει ότι όποιος δεν αγαπά τον άνθρωπο δεν μπορεί να αγαπήσει τον Θεό και τονίζει πως απόρριψη της μάσκας και όλων των μέτρων προφύλαξης δεν προέρχεται απλώς από άγνοια αλλά από νέκρωση της αγάπης μέσα στον άνθρωπο που αρνείται την πραγματικότητα της πανδημίας[118]. Προτρέπει δε τους πιστούς να μετατρέψουν την πανδημία του φόβου και της ασθένειας σε ευκαιρία συμπαράστασης αγάπης προς τον συνάνθρωπο, προς κάθε άνθρωπο [119] .
Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος επισημαίνει πως δεν υπάρχει σύγκρουση πίστης και πανδημίας, καθώς ο ορθός λόγος και η επιστήμη είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο, αυτό που τον ξεχωρίζει από την υπόλοιπη δημιουργία [120] . Η τήρηση των μέτρων αποτελεί απλή κίνηση αγάπης και αλτρουισμού [121].
Επιπρόσθετα, διευκρίνισε πως η πρότασή του για τη Θεία Μετάληψη την περίοδο της πανδημίας περιλάμβανε πολλαπλές λαβίδες, ξεχωριστές για τον κάθε πιστό [120].
Παρόμοια θέση εκφράστηκε και από το Κέντρο Έρευνας Βιοηθικής και Υψηλών Τεχνολογιών στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας με τον επικεφαλής του να δηλώνει πως «η παραβίαση των περιοριστικών μέτρων μέσα στην πανδημία είναι αντίθετη προς τη χριστιανική ηθική, καθώς θέτει σε κίνδυνο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους»[122].
Παρά τη σαφήνεια των διατυπωμένων θέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η συμμόρφωση με τα περιοριστικά μέτρα δεν ήταν κατά τόπους πλήρης και απαρέγκλιτη, ιδίως μετά τη περίοδο της δεύτερης καθολικής απαγόρευσης (lockdown) [123].
Οι θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμορφώνουν μία ολοκληρωμένη εικόνα της προσέγγισης των μέτρων διαχείρισης της πανδημίας με βάση την Χριστιανική Ηθική και έχουν κεντρικό πυρήνα την ανιδιοτελή αγάπη και την ελευθερία του ανθρώπου. Στη βιβλιογραφία εξετάζονται διάφορα μέτρα υπό το πρίσμα της Χριστιανικής Ηθικής.
Στην υποχρέωση για κατ΄οίκον περιορισμό ως μέτρο ανάσχεσης της διασποράς του ιού, οι Χριστιανοί καλούνται να αποδείξουν την αγάπη τους προς τον συνάνθρωπο, όχι πλέον όπως οι Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας κατά την περίοδο της πανώλης το 250π.Χ. που χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν επισκέψεις στους άρρωστους και τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, αλλά θυσιάζοντας τις άσκοπες κοινωνικές συναναστροφές και περιορίζοντας τον εαυτό τους έτσι ώστε να μειωθεί η διασπορά του ιού. Μία πρακτική εγκλεισμού που δεν είναι ξένη στην ασκητική παράδοση της Ορθοδοξίας [124].
Στο θέμα της υποχρέωση τήρησης των υγειονομικών μέτρων και στο κάλεσμα για εμβολιασμό έναντι του ιού , η αδιαφορία ορισμένων για τις επιπτώσεις της πανδημίας και η άρνηση μίας πραγματικότητας που επιφέρει σοβαρή ζημία στην κοινωνία καταδεικνύει αδιαφορία προς τον συνάνθρωπο και υποβάλλει τον Θεό σε δοκιμασία μίας και είναι σαν να καλούν τον Θεό να τους σώσει επειδή είναι πιστοί Χριστιανοί. Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια (Ματθαίου και Λουκά) δεν πρέπει να εκθέτουμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο για να δοκιμάσουμε τον Θεό εάν Αυτός μας προφυλάξει [125] .
Στους βιοηθικούς προβληματισμούς που προέκυψαν κατά την διάρκεια της πανδημίας η χριστιανική θεώρηση προκρίνει την αξία του ανθρώπου, του ανθρώπου ως Πρόσωπο με την ενιαία ψυχοσωματική υπόστασή του και τον προορισμό του να ομοιάσει στον Δημιουργό του. Έτσι, σύμφωνα με την αρχή της ιερότητας της ζωής η Χριστιανική Ηθική προτάσσει την προσέγγιση του να σωθούν οι περισσότερες ζωές στις περιπτώσεις διαλογής ασθενών προς διασωλήνωση [126] . Με βάση την ίδια αρχή και συνυπολογίζοντας την αρχή της αγάπης και την αλληλεγγύης μεταξύ των Χριστιανών, δεν είναι αποδεκτή η πρακτική της ανοσίας της αγέλης για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Όπως εξετάστηκε και προηγουμένως στις θέσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ενσωματώνοντας μεταξύ άλλων τη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, για την Ιατρική υπό το πρίσμα του χριστιανικού ήθους μπορούμε συνοπτικά να αναφέρουμε τα εξής :
- Η Ιατρική τέχνη είναι δώρο Θεού στον άνθρωπο και δεν αποτελεί αμαρτία η προσφυγή σε αυτήν.
- Το μεγάλο πρόβλημα στην χριστιανική ζωή προκύπτει με την απολυτοποίησή της Ιατρικής και η μετατροπή τόσο αυτής όσο και της σωματικής υγείας σε είδωλο, παρακάμπτοντας την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου.
- Με την σωστή χρήση της Ιατρικής μπορεί να προκύψει και πνευματική ωφέλεια.
[127].
Συζήτηση
Η συγγραφή της παρούσας εργασίας βρίσκει την πανδημία σε εξέλιξη, γεγονός που δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση της συνολικής αποτίμησης, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο καταγραφής γεγονότων και μέτρων αντιμετώπισης. Πέραν των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και των βιοηθικών προβληματισμών που εξετάστηκαν, διαφαίνεται μία στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας σε παγκόσμια κλίμακα με πιο άκαμπτα και απόλυτα χαρακτηριστικά, στρατηγική που εύλογα θα αναζωπυρώσει νομικές και ηθικές ενστάσεις και θα απασχολήσει πλέον το σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας τόσο στο επίπεδο της διαφυγής του άμεσου κινδύνου και της διασφάλισης της επιβίωσης όσο και στο επίπεδο της διαμόρφωσης μίας νέας πραγματικότητας και ηθικής σφαίρας. Η πανδημία COVID-19 φαίνεται πως αποτελεί μείζον ιστορικό γεγονός που μέλλει να αφήσει βαθύ αποτύπωμα.
Όπως φάνηκε από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, η πανδημία μετατόπισε εμφατικά την υγειονομική προτεραιότητα από το δόγμα της προσέγγισης με βάση το εξατομικευμένο συμφέρον του ασθενή στην προσέγγιση με βάση την εξυπηρέτηση της δημόσιας Υγείας. Ανάλογη προσέγγιση διαπιστώθηκε στο χώρο των δικαιωμάτων και όπως αυτή εκφράστηκε μέσω της νομοθέτησης και της συνταγματικής κάλυψης, συμφωνήθηκε πως το δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί, υπό ορισμένες και αυστηρές προϋποθέσεις βέβαια, τον περιορισμό θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Υπό την πίεση του πρωτοφανούς υγειονομικού κινδύνου έγιναν αποδεκτές πρακτικές που σε άλλη συγκυρία εύκολα θα είχαν στηλιτευτεί ως πρακτικές ιατρικού, κρατικού, νομικού και ηθικού πατερναλισμού. Μπροστά στην επείγουσα ανάγκη για αναχαίτιση του υγειονομικού κινδύνου, τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και οι πολιτικές ηγεσίες αναζήτησαν στιβαρά ηθικά πλαίσια μέσα στα οποία οι αποφάσεις και η εφαρμογή τους θα μπορούσαν να είναι δικαιολογημένες και κατ’ επέκταση αποδεκτές και επιτυχημένες.
Οι θεμελιώδεις αρχές της Βιοηθικής παρέχουν ένα τέτοιο πλαίσιο και με βάση αυτό εξετάστηκαν αναλυτικά τα διάφορα μέτρα και αποφάσεις που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Στην κριτική που διατυπώνει ο Engelhardt στην κοσμική Βιοηθική επισημαίνει πως ως πρώιμο μετανεωτερικό φαινόμενο διατηρεί την πίστη στον ορθό λόγο, αλλά βρίσκεται κατακερματισμένη σε πολυάριθμες εκδοχές της ορθής βιοηθικής συμπεριφοράς. Εδώ έρχεται η Χριστιανική θεώρηση να προσφέρει ένα συμπαγές ηθικό πλαίσιο που δε στηρίζεται σε κάποια γήινη αυθεντία και δεν επιζητά την μεσολάβηση της φιλοσοφίας, αλλά πηγάζει από την αληθινή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Καθώς λοιπόν η πανδημία συνεχίζει να μας φέρνει αντιμέτωπους με διλήμματα και ουσιώδεις προβληματισμούς, συνεχίζουμε να εξετάζουμε την βιολογική ζωή, την καλή ζωή κατά τον Αριστοτέλη ή την αξιοπρεπή ζωή που αυτοπροσδιορίζεται κατά τον Χάμπερμας και την χριστιανική ζωή σύμφωνα με τον Λόγο του Κυρίου.