Προσβάσιμη σελίδα

«Ακαίρως άπλωσε ο Αδάμ το χέρι του και πήρε τον απαγορευμένο καρπό, ευκαίρως όμως άπλωσε ο ληστής τα χέρια του στον σταυρό και πήρε τον Παράδεισο»

Κανών α’, ᾨδὴ ζ’, τῆς Ἑορτῆς
Ἦχος πλ. δ’

Ὁ Εἱρμὸς 

«Ἔκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς, λαοὺς ἐκλόνησε, πνέον ἀπειλῆς καὶ δυσφημίας θεοστυγοῦς· ὅμως τρεῖς Παῖδας οὐκ ἐδειμάτωσε, θυμὸς θηριώδης, οὐ πῦρ βρόμιον· ἀλλ᾿ ἀντηχοῦντι δροσοβόλῳ πνεύματι, πυρὶ συνόντες ἔψαλλον· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».

Απλή Σύνταξη

«Ἒκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς πνέον ἀπειλῆς

 καί δυσφημίας θεοστυγοῦς ἐκλόνησε λαούς,

 ὅμως θυμός θηριώδης οὐ πῦρ βρόμιον οὐκ ἐδειμάτωσε τρεῖς Παῖδας,

ἀλλά συνόντες πυρί ἀντηχοῦντι δροσοβόλῳ πνεύματι, ἒψαλλον:

 Ὁ ὑπερύμνητος τῶν Πατέρων καί ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ».[1]

Μετάφραση

«Ένα παράλογο πρόσταγμα, που ήταν γεμάτο απειλές και ασεβή λόγια ενός δυσσεβούς τυράννου συγκλόνησε πολλούς λαούς,

όμως ο θηριώδης θυμός του δεν φόβισε τους τρεις Παίδες

αλλά ούτε και η βοερή φωτιά. Αλλά οι τρεις Παίδες

παρόλο ότι ήταν μέσα στη φωτιά, που έκανε  αντήχηση

με το δροσερό (Άγιο) Πνεύμα, έψελναν:

«ο υπερύμνητος Θεός των Πατέρων και δικός μας

είναι ευλογημένος».

 

Κείμενο  ( α΄τροπάριο ζ΄ Ωδής)

Ξύλου γευσάμενος ὁ πρῶτος ἐν βροτοῖς, φθορᾷ παρῴκησε·

 ῥίψιν γὰρ ζωῆς ἀτιμοτάτην κατακριθείς,

ὅλῳ τῷ γένει σωματοφθόρος τις, ὡς λύμη τῆς νόσου μετέδωκεν·

 ἀλλ᾿ εὑρηκότες γηγενεῖς ἀνάκλησιν, Σταυροῦ τὸ ξύλον κράζομεν·

 Ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Απλή σύνταξη

Ο πρῶτος ἐν βροτοῖς γευσάμενος ξύλου παρῴκησε φθορᾷ ·

 κατακριθείς γὰρ ἀτιμοτάτην ῥίψιν ζωῆς,

μετέδωκεν ὅλῳ τῷ γένει σωματοφθόρος τις ὡς λύμη τῆς νόσου ·

 ἀλλά γηγενεῖς εὑρηκότες τὸ ξύλον Σταυροῦ ἀνάκλησιν, κράζομεν:

 ο ὑπερύμνητος Θεὸς τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, εὐλογητὸς εἶ.

Μετάφραση

Ο πρώτος ανάμεσα στους θνητούς, όταν γεύτηκε το ξύλο,

συγκατοίκησε με τη  φθορά, όταν όμως καταδικάστηκε

στην πιο ατιμωτική πτώση ης ζωής

μετέδωσε σε όλο το γένος των ανθρώπων

αυτήν που φέρνει την φθορά στο σώμα

σαν την επιδείνωση της υγείας από μια αρρώστια

αλλά οι θνητοί που ανακάλυψαν ότι το ξύλο του Σταυρού

είναι η ανάκληση του κακού, λένε με δυνατή φωνή:

 Ο υπερύμνητος Θεός των Πατέρων και δικός μας είναι ευλογημένος.

Ερμηνεία

Άλλο ένα παράδειγμα παρμένο από την Παλαιά Διαθήκη σχετικό με την  εορτή του Σταυρού. Ο υμνογράφος χτίζει το τροπάριο αυτό με βάση την αντίθεση ανάμεσα στο ξύλο της φθοράς και στο ξύλο της Ζωής. Είναι γνωστή η περιγραφή της πτώσης των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, αλλά εδώ ο υμνογράφος θέλει να αντιπαραθέσει το ξύλο του Σταυρού, που ήταν το σύμβολο του θανάτου, αλλά έγινε  το ξύλο της ζωής, με το ξύλο της φθοράς. Ο απαγορευμένος καρπός από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, όχι μόνο δεν τους έκανε θεούς σύμφωνα με την κακόβουλη προτροπή του Διαβόλου, αλλά τους έκανε θνητούς μετατρέποντας την αφθαρσία σε φθορά, την αθανασία σε θάνατο και μάλιστα να κληρονομείται και στους απογόνους των Πρωτοπλάστων. Ο Θεός όμως από μεγάλη αγάπη χρησιμοποίησε ένα άλλο ξύλο, το ξύλο του Σταυρού, για να τον φέρει τον άνθρωπο και πάλι στη ζωή και να τον εγκαταστήσει και στον Παράδεισο.

Είναι πετυχημένος ο χαρακτηρισμός της φθοράς και του θανάτου, στην οποία καταδικάστηκε ο γενάρχης των ανθρώπων, Αδάμ, ως μολυσματική αρρώστια και μάλιστα κληρονομική. Δηλαδή αυτή  η αρρώστια είναι παροδική, «παρώκησε όχι κατώκησε» σημειώνει ο υμνογράφος, και ακόμη φθείρει το σώμα κυρίως και όχι την ψυχή. Με τα δύο αυτά στοιχεία ο υμνογράφος θέλει να τονίσει ότι το θέμα δεν κρίθηκε τελεσίδικα, αλλά θα γίνει η ανάκληση του κακού, δηλαδή μπορεί να αντιμετωπιστεί η προσωρινότητα με την δύναμη του Σταυρού και την Θεία Κοινωνία και η κληρονομικότητα με το Θείο Βάπτισμα.

 Είναι επομένως δικαιολογημένη κάθε δοξολογία προς τον Θεό, ο οποίος οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε να μην χαθεί ο άνθρωπος αλλά να σωθεί.

Κείμενο  ( β΄τροπάριο ζ΄ Ωδής)

Ἔλυσε πρόσταγμα Θεοῦ παρακοή, καὶ ξύλον ἤνεγκε θάνατον βροτοῖς,

 τὸ μὴ εὐκαίρως μεταληφθέν· ἐν ἀσφαλείᾳ τῆς ἐριτίμου δέ, ἐντεῦθεν ζωῆς τὸ ξύλον εἴργετο, ὃ νυκτιλόχου δυσθανοῦς ἠνέῳξεν, εὐγνωμοσύνης κράζοντος· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Απλή σύνταξη

Παρακοή καὶ ξύλον τὸ μὴ εὐκαίρως μεταληφθέν έλυσε πρόσταγμα Θεοῦ ἤνεγκε θάνατον βροτοῖς, τὸ ξύλον δέ τῆς ἐριτίμου ἐντεῦθεν ζωῆς,

εἴργετο ἐν ἀσφαλείᾳ ὃ ἠνέῳξεν εὐγνωμοσύνης νυκτιλόχου δυσθανοῦς, κράζοντος· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Μετάφραση

 Η παρακοή και  ο απαγορευμένος καρπός, που τον έκοψαν

 σε ακατάλληλο χρόνο, κατέλυσε την εντολή του Θεού

και έφερε τον θάνατο στους θνητούς,  το ξύλο  όμως της πολύτιμης

ζωής του Παραδείσου, φυλάγονταν με ασφάλεια.

Αυτό κατόρθωσε να το ανοίξει η ευγνωμοσύνη

ενός νυχτοπερπάτη και κακόμοιρου ανθρώπου,

 που φώναξε δυνατά: Ο   Θεός των Πατέρων και δικός μας,

που του αξίζει κάθε ύμνος, ας είναι ευλογημένος.

Ερμηνεία

Με την παρακοή καταλύθηκε το πρόσταγμα του Θεού, που έλεγε «ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε (Γεν. Β΄16-17). Το ξύλο της γνώσεως του καλού και του πονηρού δεν ήταν πάντοτε απαγορευμένο και τότε φυσικά μπορούσαν να φάνε από αυτό,  αλλά από τη στιγμή που απαγορεύτηκε, τιμωρήθηκαν οι Πρωτόπλαστοι όχι επειδή ο καρπός του δένδρου αυτού ήταν βλαβερός, αλλά επειδή παράκουσαν την εντολή του Θεού, όπως μας διαφωτίζει ο λόγος του Γρηγορίου του Θεολόγου: «Το δε ήν, το ξύλον της γνώσεως, ούτε φυτευθέν απ’ αρχής κακώς, ούτε απαγορευθέν φθονερώς. αλλά καλόν μεν ήν, ευκαίρως μεταλαμβανόμενον».

Το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφορες αρτήσιμες τροφές. Δεν είναι γενικώς απαγορευμένες αλλά απλώς απαγορεύεται να τις καταναλώνονται μερικές μέρες.

Το κακό όμως είναι ότι οι συνέπειες της παρακοής κληροδοτήθηκαν σε όλο το ανθρώπινο γένος. Ο Απόστολος Παύλος  είπε. «Επί τω Αδάμ πάντες ήμαρτον, εφ’ ώ (Αδάμ δηλ.) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. ε’ 12). Όμως ο Θεός της αγάπης και των οικτιρμών προνόησε ώστε να μην διαιωνιστεί το κακό και παραχώρησε τον θάνατο στους ανθρώπους «και ούτω μείνη αθάνατος, εν τη παραβάσει και τη φθορά ευρισκόμενος, το οποίον ήτον ένα κακόν μέγιστον». Από όλα αυτά βγάζουμε τα εξής συμπεράσματα: «Εκ του λόγου, λέγει ο Νικόδημος ο Αγιορείτης,  δε τούτου συνάγομεν τέσσαρα πράγματα˙ πρώτον, ότι ο Αδάμ ήτον ατελής˙ δεύτερον, ότι το ξύλον της γνώσεως ήτον νοητόν˙ τρίτον, ότι το νοητόν αυτό ξύλον  έμμελεν ο Αδάμ να το απολαύση ευκαίρως: ήτοι εν καιρώ τω πρέποντι, όταν ήθελε φθάση εις τελειότητα  και τέταρτον, ότι το νοητόν εκείνο ξύλον δεν ήτον καλόν εις τους απλοϊκωτέρους ακόμη όντας και ατελεστέρους, οποίος ήτον και ο Αδάμ˙ καθώς και η τελεία και στερεά τροφή δεν είναι ωφέλιμος εις τους απαλούς και τρυφερούς όντας, και χρείαν έχοντας από γάλα».

Επομένως γίνεται λόγος για δύο Παραδείσους, έναν αισθητό και έναν νοητό: «έστι και Παράδεισος αισθητός, έστι και νοητός» όπως αναφέρει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Πλήν έμοι γε δοκεί, ότι ώσπερ ο άνθρωπος αισθητός άμα και νοητός δεδημιούργητο˙ ούτω και το τούτου ιερώτατον τέμενος (ο Παράδεισος δηλ.) αισθητόν άμα και νοητόν ήν, και διπλήν έχον την έμφασιν» (Ιωανν. Δαμασκ. Βιβλ.β’ κεφ. κε’).

Ακόμη πρέπει να σχολιάσουμε και το «ακαίρως» σε αντίθεση με το «ευκαίρως». Ακαίρως, δηλαδή σε ακατάλληλο χρόνο άπλωσε ο Αδάμ το χέρι του και πήρε τον απαγορευμένο καρπό, ευκαίρως όμως και εγκαίρως άπλωσε και ο ληστής τα χέρια του στον σταυρό και πήρε τον Παράδεισο παραδεχόμενος τα εγκλήματά του, επιτιμώντας τον συσταυρούμενό του  αλλά  ζητώντας  έλεος από τον Χριστό, που αν και τον έβλεπε να είναι σταυρωμένος, όπως αυτός, πίστεψε ότι είναι αληθώς Υιός του Θεού.  Ο M. Αθανάσιος γράφει: «εκείνος(ο Αδάμ) ακαίρως εκτείνας την χείρα περί το ξύλον, εκλάπη την κτίσιν˙  συ δε ευκαίρως επί Σταυρού τας χείρας, απλώσας, τον απολόμενον εκτήσω Παράδεισον˙ ώ ληστά ευφυέστατε, ο τον προγονικόν κλήρον απολόμενον, δια μιας εντυχίας ανακτησάμενος˙ ώ πως πρώτος Βασιλείαν εκαρπώσω˙ ώ ληστά ρήματι μικρώ τον Ουρανόν υπανοίξας˙ ώ ξένην επωδήν, πρόξενον θησαυρών μηχανησάμενος˙ ώ άνοδον Ουρανού τον Σταυρόν ποιησάμενος˙ ώ νομίμου ληστείας τοις ανθρώποις διδάσκαλε, ώ ληστείαν επαινουμένην διδάξας˙ ώ ποθουμένην κλοπήν υφηγούμενος» (Μ. Αθανάσιος Λόγος εις την μεγάλην Παρασκευήν).

Κείμενο  ( β΄τροπάριο ζ΄ Ωδής)

Ῥάβδου προσπτύσσεται τὸ ἄκρον, Ἰωσήφ, ὁ γενησόμενον, βλέπων, Ἰσραήλ, τῆς βασιλείας τὸ κραταιόν, ὅπως συνέξει ὁ ὑπερένδοξος Σταυρὸς προδηλῶν· οὗτος γὰρ τοῖς βασιλεῦσι, τροπαιοῦχον καύχημα, καὶ φῶς τοῖς πίστει κράζουσιν· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Απλή σύνταξη

ὁ Ἰσραήλ προσπτύσσεται τὸ ἄκρον ράβδου Ἰωσήφ,  βλέπων γενησόμενον, ,  ὅπως ὁ ὑπερένδοξος Σταυρὸς συνέξει τὸ κραταιόν τῆς βασιλείας προδηλῶν· οὗτος γὰρ τροπαιοῦχον καύχημα τοῖς βασιλεῦσι,

καὶ φῶς τοῖς πίστει κράζουσιν·

ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.
Μετάφραση

Ο Ισραήλ (Ιακώβ) προσκύνησε την άκρη της βασιλικής ράβδου

 (του Ιωσήφ) προβλέποντας αυτά που θα συνέβαιναν

και φανερώνοντας ότι ο υπερένδοξος Σταυρός

θα στηρίξει την δύναμη της βασιλείας,

γιατί αυτός είναι για τους βασιλείς το καύχημα της νίκης

και το φως σε αυτούς που αναφωνούν με πίστη:

Ο Θεός των πατέρων μας και δικός μας,

στον οποίο αξίζει κάθε ύμνος, ας είναι ευλογημένος.

Ερμηνεία

Και αυτό το τροπάριο αναφέρεται σε μια προεικόνιση του Σταυρού στην Παλαιά Διαθήκη. Πρόκειται για τον Ιακώβ, όταν πήγε στην Αίγυπτο προσκαλεσμένος από τον γιό του Ιωσήφ, άρχοντα της Αιγύπτου, και όταν γέρασε (έζησε 147 χρόνια) ζήτησε από τον γιο του Ιωσήφ να μην τον θάψει στην Αίγυπτο αλλά  στην πατρίδα του κοντά στον παππού του, τον Αβραάμ, και τον πατέρα Ισαάκ, και ο Ιωσήφ του το υποσχέθηκε. Τότε ο Ισραήλ (Ιακώβ) με τρεμάμενα πόδια έσκυψε και φίλησε την βασιλική ράβδο του Ιωσήφ,  βαθιά ικανοποιημένος, επειδή ο Ιακώβ προείδε ότι αυτή ήταν προτύπωση του Σταυρού, ο οποίος θα δώσει δύναμη στους βασιλιάδες, που θα τον έχουν για καύχημα και τρόπαιο νίκης, και φως  σε αυτούς που αναφωνούν «ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ» (Γεν. 47, 27-31).

Ο υμνογράφος ψάχνει την Παλαιά Διαθήκη, βρίσκει και αξιοποιεί τεκμήρια που προαναγγέλλουν την εμφάνιση του Σταυρού, ο οποίος θα γίνει το καύχημα των βασιλιάδων αλλά και το φως των πιστών. Αυτή η τεκμηρίωση εδραιώνει την πίστη στην δύναμη του Σταυρού, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην νέα πραγματικότητα, πού εγκαινίασε ο Χριστός.

 

 

 

 

 

         

 

 

 

[1] Το  «Ὁ ὑπερύμνητος τῶν Πατέρων καί ἡμῶν Θεός εὐλογητός εἶ» είναι το εφύμνιο της ζ΄  Ωδής.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Το Σάββατο του Ακαθίστου στο Ιερό Αρχιεπισκοπικό Παρεκκλήσιο του προφήτου Ελισσαίου
Λόγος και Μέλος: Ιδιόμελα Τριωδίου παλαιού στιχηραρίου (Β')
Λόγος και Μέλος: Ιδιόμελα Τριωδίου παλαιού στιχηραρίου (Α')
«Ψυχή μου, ψυχή μου ανάστα» (π. Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης)
Λόγος και Μέλος: Μικρό σταυροαναστάσιμο οδοιπορικό - π. Μιχαήλ Καρδαμάκης (Β΄)