Καίγονται μόνο τα ξερά ή και τα χλωρά;
16 Σεπτεμβρίου 2022Το ερώτημα αυτό θέτουν όσοι έχουν την απαίτηση ως καλοί και ενάρετοι να εξαιρούνται οι ίδιοι σε μια γενικευμένη καταστροφή.Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα είχε και εκείνος, που είδε ένα πλοίο να βυθίζεται και να συμπαρασύρει στο βυθό όλοι οι επιβαίνοντες, ασεβείς και ευσεβείς, και κατηγορούσε τους θεούς ότι είναι άδικοι, αφού μαζί με τους ασεβείς τιμωρούν και τους αθώους. Την ίδια ωστόσο στιγμή δαγκώθηκε από ένα μυρμήγκι και αντί να πατήσει μόνο αυτό πάτησε και όλα όσα ήταν μαζί του. Τότε, γράφει ο Αίσωπος, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Ερμής και του είπε: Γιατί δεν ανέχεσαι να αποδίδουν οι θεοί τη δικαιοσύνη όπως ακριβώς την απένειμες και συ τώρα;
Αυτά συμβαίνουν όταν έχουμε να κάνουμε με τη λειτουργία των φυσικών νόμων. Όταν σε έναν συγκεκριμένο τόπο βρέχει για παράδειγμα ή γίνεται σεισμός ή έχει ξεσπάσει πυρκαγιά δεν είναι δυνατή καμιά εξαίρεση, εκτός και αν κάποιοι έχουν λάβει κάποια μέτρα προφύλαξης και άλλοι όχι, ή αλλάζουν ξαφνικά οι καιρικές συνθήκες.
Παρά ταύτα έχουμε περιπτώσεις που μαρτυρούν ότι ο Θεός ξεχώρισε τους αθώους και δίκαιους από την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Εξαίρεσε για παράδειγμα τον Νώε και την οικογένειά του όταν επρόκειτο να κατακλύσει την οικουμένη προτείνοντάς του να κατασκευάσει την Κιβωτό σωτηρίας. Από την άλλη πλευρά, και πάλι στην Παλαιά Διαθήκη, απέφυγε την τιμωρία της συντριπτικής πλειονότητας των αμαρτωλών κατοίκων της Νινευή χάρη κάποιων δικαίων, προκαλώντας τη γνωστή διαμαρτυρία του Ιωνά.
Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που κάποιοι ευσεβείς διαμαρτύρονται, γιατί σε μια εκτεταμένη πυρκαγιά ή σε έναν δυνατό σεισμό δεν παρενέβη ο Θεός για να σωθούν οι περιουσίες κάποιων πιστών ή το μοναστήρι ή ο Ναός. Είναι οι ίδιοι, φυσικά, που σπεύδουν να μιλήσουν για θαύμα όταν όλα γύρω καταστρέφονται και σταματά η καταστροφή στην αυλή μιας οικίας ή στα τείχη μιας Μονής ή στο προαύλιο ενός Ναού.Έτσι πολύ εύκολα συνδέει κάποιος τη σωτηρία ή την καταστροφή με το θέλημα του Θεού, προκαλώντας διλήμματα για τη στάση του Θεού.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ή αποδεχόμαστε τα πράγματα όπως είναι ή αναζητούμε απαντήσεις σε συνταρακτικά ερωτήματα, όπως: Με ποιο κριτήριο ο Θεός άλλους σώζει και άλλους καταδικάζει; Γιατί, αν το κριτήριο σωτηρίας από την καταστροφή είναι η πιστότητα και η αρετή, πώς γίνεται να καίγεται το σπίτι ενός πιστού ή να καίγεται και ο ίδιος, αλλά να γλυτώνει την καταστροφή το σπίτι ενός χλιαρού, άπιστου και φαύλου ή ακόμα το σπίτι ενός ετερόδοξου ή καιαλλόδοξου; Και τι είδους θεία δικαιοσύνη είναι αυτή, ο δίκαιος να καταστρέφεται, ενώ ο άδικος και άπιστος να επιβιώνει; Είναι το κλασικό διαχρονικό ερώτημα για το οποίο έχουν δαπανηθεί χιλιάδες σελίδων ή έχουν εκστομισθεί εκατομμύρια φραστικές δικαιολογίες.
Αυτά είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν, αν θελήσουμε να εμπλέξουμε το Θεό στην εμφάνιση και λειτουργικότητα των φυσικών φαινομένων. Στις περιπτώσεις αυτές ή καταλήγεις στο συμπέρασμα, ότι Θεός είναι και κάνει ό,τι θέλει, επιτρέποντάς του να έχει δικά του κριτήρια παρέμβασης και δράσης στα κοσμικά πράγματα, ή προσπαθείς να εξηγήσεις τη στάση του με καθαρά ανθρώπινα κριτήρια δικαιοσύνης, αυθαιρετώντας μάλιστα στην ερμηνεία του θείου θελήματος. Ό,τι δηλαδή συνέβη στην περίπτωση του Ιώβ αλλά και πολλών άλλων στην ανθρώπινη ιστορία στη βάση της ανατροπής στην θεώρηση των πραγμάτων: Αντί, μετά την πτώση του ανθρώπινου γένους να περιγράφουμε την πορεία της ζωής ως μια αλυσίδα από δοκιμασίες, βάσανα, κόπους και θλίψεις, με τη συμβολή μάλιστα των φυσικών φαινομένων, έγινε και γίνεται κάθε προσπάθεια να την μετατρέψουμε, ιδιαίτερα σε εποχές τεχνολογικής ανάπτυξης και άπληστου καταναλωτισμού, σε μια αλυσίδα από χαρές και απολαύσεις, συνεχίζοντας μάλιστα την τακτική, να φορτώνουμε τις ευθύνες για ό,τι αρνητικό και βλαπτικό εμφανίζεται οπουδήποτε αλλού εκτός από τον εαυτό μας. Έτσι άλλωστε μπορούμε να εξηγήσουμε και τον χαρακτηρισμό «θεομηνίες».
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη δυνατότητα εξήγησης και ερμηνείας των παράδοξων φαινομένων χωρίς την ανάμειξη του Θεού, της Θεοτόκου ή των αγίων του. Αυτή η δυνατότητα δεν ξεκινά από την επιθυμία απομάκρυνσης του Θεού από τα κοσμικά προβλήματα, αλλά από τη βασική αρχή ότι οποιοδήποτε αρνητικό για το ανθρώπινο συμφέρον φυσικό φαινόμενο δεν έχει την αιτία του στο Θεό αλλά στην επιθυμία του ανθρώπου να απομακρυνθεί από το Θεό. Στην περίπτωση αυτή δεν υπολόγισε ίσως ότι οι συνέπειες δεν θα αφορούσαν μόνο τη σχέση του προς το Θεό αλλά και τη σχέση του προς το φυσικό κόσμο. Αυτός ο κακός υπολογισμός είναι άλλωστε και η αιτία, να μην αποδίδει την ύπαρξη των κακών στον εαυτό του και τις επιλογές του, αλλά στο Θεό, αγνοώντας συνειδητά ή ασυνείδητα ότι ο Θεός δεν είναι από τη φύση του ποτέ ο αίτιος των κακών, έστω και αν στον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης υπήρχαν άλλες θεολογικές αντιλήψεις, διαφορετικές από εκείνες της Καινής Διαθήκης, που όχι μόνο επέτρεπαν αλλά και επέβαλαν στο Θεό να είναι μεν τιμωρός και εκδικητής των κακών ανθρώπων ταυτόχρονα δε καλός και σωτήρας των αγαθών. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η στάση διαμαρτυρίας του Ιώβ για την παράδοξη και άδικη, καθώς προσωρινά νόμιζε ο ίδιος και η γυναίκα του, στάση του Θεού απέναντί του, καταλήγοντας στο ορθό συμπέρασμα ότι η ζωή δεν συνοδεύεται μόνο από ευεργεσίες, αγαθά και ευλογίες αλλά και από κατάρες και δυσχέρειες.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση πάντως κυριάρχησε ο λόγος που εκστομίζουν όλοι οι άγιοι και αληθινοί πιστοί και σε καιρούς ευημερίας αλλά και σε καιρούς κρίσης και δυστυχίας: Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν, αφήνοντας κατά μέρος τις θεολογικές ερμηνείες και εξηγήσεις όσων συμβαίνουν γύρω τους όχι τόσο «μοιρολατρικά» ή εξαιτίας της δυσκολίας εξήγησης πολύπλοκων πραγμάτων όσο για την ετοιμότητά τους να θέτουν τον εαυτό τους στην απόλυτη διάθεση και πρόνοια του Θεού, ετοιμότητα που βασίζεται στην ευσεβή και λίαν εποικοδομητική και σωτήρια συνήθεια, να αποδίδονται όλα τα αγαθά στο Θεό και όλα τα κακά στον εαυτό τους.