Ο Ιερομάρτυρας Βαβύλας διώχνει από τον Ναό τον δολοφόνο αυτοκράτορα!
20 Σεπτεμβρίου 2022(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Εις τον μακάριον Βαβύλαν
Λόγος δεύτερος
Και εναντίον του Ιουλιανού και των ειδωλολατρών
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=352581
στ’. Έτυχε κατά τον καιρό εκείνο, κατά τον όποιο παιζόταν αυτό το σκληρό κι ελεεινό δράμα, να ποιμαίνη τον τόπο μας ένας άνθρωπος μεγάλος και θαυμαστός, (αν είναι σωστό να τον λέη κανείς άνθρωπο μόνο), που τον έλεγαν Βαβύλα. Αυτός λοιπόν είχε ορισθή τότε από τη χάρη του Πνεύματος επίσκοπος της εκκλησίας μας.
Δεν μπορώ να πω ότι ξεπέρασε τον Ηλία και το μιμητή του τον Ιωάννη, γιατί θα ήταν ίσως πολύ βαρύ, μα πάλι έδειξε τόσο θάρρος, ώστε καθόλου δεν υστέρησε σ’ αυτό από τους γενναίους εκείνους άνδρες. Γιατί εκείνος έδιωξε από την εκκλησία όχι τον τετράρχη λίγων πόλεων, ούτε τον βασιλέα ενός έθνους, αλλά τον κυρίαρχο του μεγαλύτερου μέρους της οικουμένης, εκείνο δηλαδή τον φονιά που είπαμε, που είχε στην εξουσία του πολλά έθνη, πόλεις πολλές κι άπειρο στράτευμα, κι ήταν για όλα φοβερός, για τη μεγάλη εξουσία που είχε και για τον άγριο χαρακτήρα του.
Τον έδιωξε από την εκκλησία σαν ζώο ασήμαντο κι ανάξιο λόγου, με τόσο μεγάλη αταραξία κι αφοβία, με όση θα ξεχώριζε ο βοσκός ένα πρόβατο γεμάτο ψώρα κι άρρωστο από το ποίμνιό του, για να εμποδίση την αρρώστια να περάση στα υπόλοιπα. Και φέρθηκε έτσι κάνοντας έργο το λόγο του Σωτήρος ότι δούλος είναι μόνο αυτός που κάνει την αμαρτία, ακόμα κι όταν έχη αμέτρητα στεφάνια στο κεφάλι του, κι όταν φαίνεται πως εξουσιάζει όλους τους ανθρώπους της γης, ενώ αυτός που δεν έχει κανένα βάρος στη συνείδησή του είναι απ’ όλους τους βασιλιάδες πιο βασιλιάς, κι ας ανήκη στην τάξη των υπηκόων.
Πρόσταξε τότε λοιπόν ο πολίτης τον άρχοντα κι ο υπήκοος έκρινε αυτόν που όλους τους εξουσίαζε, κι αποφάσισε την καταδίκη του. Όμως εσύ που τα ακούς αυτά μην προσπεράσης εύκολα αυτό που είπα, γιατί και μόνο αυτό που ακούσατε, ότι ένας απλός υπήκοος έδιωξε μακρυά από της εκκλησίας τα προπύλαια τον βασιλέα, και μόνο αυτό είναι ικανό να ξεσηκώση και να ταράξη την ψυχή των ακροατών.
Κι αν θέλης να καταλάβης καλά όλη τη θαυμαστή αυτή πράξη, μην περιοριστής στα λόγια μόνο, αλλά βάλε στο νου σου τους φρουρούς, τους υπασπιστές, τους στρατηγούς, τους άρχοντες, αυτούς που ζουν στα βασιλικά παλάτια, αυτούς που διοικούν τις πολιτείες, αυτούς που προπορεύονται υπερήφανοι, αυτούς που ακολουθούν για να απομακρύνουν το πλήθος, όλη την άλλη συνοδεία.
Έπειτα φαντάσου τον ίδιο το βασιλιά ανάμεσά τους να προχωρή αγέρωχος και να φαίνεται ακόμα πιο σεβαστός με τη στολή του, και με τη βασιλική χλαμύδα του, και με τις πολύτιμες πέτρες σπαρμένες παντού προς το δεξί χέρι του, εκεί που ενώνεται η χλαμύδα, ν’ αστραποβολούν από το στέμμα, πάνω από το κεφάλι του. Και μη σταματήσης τη φαντασία ως εδώ, αλλ’ άπλωσε την και στο δούλο του Θεού, το μακάριο Βαβύλα και στο ταπεινό παράστημά του, και στη στολή την απλοϊκή, και στην ταπεινωμένη ψυχή του και στο απαλλαγμένο από θράσος φρόνημά του κι’ έτσι, αφού φαντασθής και τους δυο και τους συγκρίνης, τότε θα καταλάβης καλά τη θαυμάσια πράξη.
Και μάλιστα ούτε τότε δε θα αντιληφθης μ’ ακρίβεια το πράγμα, γιατί το θάρρος εκείνο κανείς λόγος και κανένα θέαμα δε θα μπορούσε να το παραστήση, παρά μόνο αν βρισκόταν κανείς εκεί και τόβλεπε. Και το παράστημα της ψυχής εκείνου του γενναίου θα μπορούσε να το εκτιμήση καλά μόνο αυτός που θα μπορούσε να φθάση στην ίδια κορυφή του θάρρους μαζί του.
Πώς δηλαδή παρουσιάστηκε ο γέροντας; πώς παραμέρισε τους σωματοφύλακες; πώς άνοιξε το στόμα του; πώς μίλησε; πώς κατηγόρησε; πώς απομάκρυνε με το χέρι στο στήθος που άναβε ακόμα από θυμό κι έβραζε από το φόνο; πώς έσπρωξε το φονιά;
Τίποτα απ’ όσα είχαν γίνει δεν τον φόβισε και τον κράτησε απ’ αυτό πού θέλησε να κάνη.
Ω! τι ψυχή ατρόμητη και τι πνεύμα υψηλό!
Ω! τι σκέψη ουράνια και τι ύπαρξη αγγελική!
Σα να έβλεπε ζωγραφισμένη στον τοίχο όλη εκείνη τη μεγαλοπρέπεια, κι έτσι φέρθηκε ο γενναίος εκείνος άνδρας δίχως να ταραχθή. Γιατί ήταν διδαγμένος από την αλήθεια του Θεού ότι όλα τα πράγματα του κόσμου είναι σκιά και όνειρο κι ακόμα πιο ασήμαντα. Γι’ αυτό τίποτα απ’ ότι έβλεπε δεν τον έκανε να δειλιάση αλλά και περισσότερο θάρρος του έδωσε.
Γιατί βλέποντας αυτά πήγαινε ο νους του στον ουράνιο βασιλέα που κάθεται πάνω στα Χερουβίμ κι επιβλέπει τα σύμπαντα, στο θρόνο της δόξης τον υψηλό, στη στρατιά την ουράνια, στις μυριάδες των αγγέλων, στις χιλιάδες των αρχαγγέλων, στο βήμα το φοβερό, στο κριτήριο το αδέκαστο, στον πύρινο ποταμό, στον ίδιο τον κριτή.
Γι’ αυτό ακριβώς μεταφέρθηκε ολόκληρος από τη γη στον ουρανό και σα να βρέθηκε μπροστά σ’ εκείνο το δικαστή, και σα να άκουε την προσταγή του, ν’ απομακρύνη τον εγκληματία κι’ ανόσιο από την ιερά συνάθροιση, έτσι τον έδιωξε και τον ξεχώρισε από τα άλλα πρόβατα και καμιά σημασία δεν έδινε σ’ όσα έβλεπε και φαίνονταν πως ήταν φοβερά. Με ανδρεία μεγάλη και γενναιότητα τον έσπρωξε κι έτσι υπεράσπισε τους νόμους του Θεού που είχαν καταπατηθή.
Φαντάζεσθε τώρα πόσο θάρρος φανέρωσε σ’ όλους τους άλλους; Γιατί αυτός που φέρθηκε με τόση εξουσία στον βασιλέα, ποιον άλλο θα μπορούσε να φοβηθή; Εγώ σκέπτομαι, ή καλύτερα, δεν σκέπτομαι άλλα πιστεύω, ότι δεν έκανε ούτε έλεγε τίποτα για να είναι ευχάριστος ούτε για να είναι δυσάρεστος, αλλά στεκόταν γενναία και ανδρεία απέναντι στο φόβο, και στην κολακεία τη δυνατότερη από το φόβο, και σ’ όλα τα παρόμοια (κι είναι πολλά τα ανθρώπινα), και δεν χαλούσε τη σωστή κρίση του ούτε ένα ελάχιστο.
Γιατί, αφού «ο στολισμός στον άνδρα και το γέλιο του και ο βηματισμός του φανερώνουν τι είναι», πολύ περισσότερο τα τόσα κατορθώματα είναι ικανά να μας αποδείξουν την αρετή όλης της ζωής του.
Γιατί δεν είναι αξιοθαύμαστος μόνο για το θάρρος του, αλλά και γιατί αυτό το θάρρος έφθασε μέχρι τέτοιο σημείο και γιατί πάλι δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια.
Απόσπασμα από τον Δεύτερο λόγο, «Εις τον Άγιο Μάρτυρα Βαβύλα», του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, από την έκδοση «Ιωάννου του Χρυσοστόμου έργα», τόμος Ε’, τα «Εγκωμιαστικά β’», των εκδόσεων ο Λόγος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κων. Λουκάκης.