Όσιος Γρηγόριος ο θαυματουργός, Πώς… τακτοποίησε τους ληστές που πήγαν να τον κλέψουν

19 Σεπτεμβρίου 2022

Άγιοι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Ο επίβουλος διάβολος δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους συνεχείς εξευτελισμούς του από τον άνθρωπο του Θεού [τον όσιο Γρηγόριο από την Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου]. Αλλά και δεν μπορούσε να τον βλάψει, γιατί ήταν ασφαλισμένος με τα τείχη της δικής του ταπεινώσεως και της χάριτος του Κυρίου. Έστειλε τότε εναντίον του δυο κακοποιούς, που βάλθηκαν να ληστέψουν τα λιγοστά υπάρχοντά του.

Αλλά τι είχε ο όσιος στο κελί του; Τίποτε άλλο εκτός από τα βιβλία που μελετούσε νύχτα και μέρα, στα διαστήματα ανάμεσα στις προσευχές του. Οι κακοποιοί θέλησαν να κλέψουν αυτά τα βιβλία και να τα πουλήσουν. Ήρθαν αθόρυβα μια νύχτα, πιστεύοντας πως ο άγιος κοιμάται και κρύφτηκαν μέσα στο σκοτεινό κελί του.

Περίμεναν να πάει ο γέροντας στην εκκλησία για τον όρθρο κι έπειτα να γδύσουν το κελί με την ησυχία τους. Ο όσιος, που ήταν γονατισμένος μες στο σκοτάδι και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος, αντιλήφθηκε την παρουσία τους. Ούτε κινήθηκε όμως, ούτε μίλησε.

Τους άφησε να«κρυφτούν» και μετά, θέλοντας να τους οδηγήσει σε συναίσθηση και μετάνοια,προσευχήθηκε δυνατά:
– Κύριε μου, κοίμισε τους δούλους σου που ήρθαν μάταια εδώ, κάνοντας το θέλημα του εχθρού σου διαβόλου.

Και τότε, ω του θαύματος! Οι κλέφτες έπεσαν αυτοστιγμεί σε βαθύ ύπνο. Έμειναν εκεί,σε μια γωνιά του κελιού του οσίου Γρηγορίου, κοιμισμένοι για πέντε μέρες!

Τότε ο όσιος κάλεσε όλους τους αδελφούς και μπροστά τους απευθύνθηκε στους ληστές:
– Μα καλά, ως πότε θα παραφυλάτε για ν’ αρπάξετε τα πράγματα μου; Άντε, καιρός είναι να πηγαίνετε στα σπίτια σας. Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού ξυπνήστε και φύγετε!

Αμέσως εκείνοι ξύπνησαν. Ήταν ανίκανοι όμως να σηκωθούν. Όχι τόσο από την έκπληξη και το φόβο, όσο από εξάντληση, εξαιτίας της αναγκαστικής πενταήμερης ασιτίας. Ο όσιος τους έδωσε καλοσυνάτα άφθονη τροφή, τους περιποιήθηκε και τους άφησε να φύγουν.

Το περιστατικό εκείνο έγινε γνωστό και στο Κίεβο.

Όταν το πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να φυλακίσουν τους επίδοξους κλέφτες. Ο φιλάνθρωπος Γρηγόριος πολύ λυπήθηκε γι’ αυτό. Πήγε αμέσως ο ίδιος στον άρχοντα, του δώρισε μερικά από τα βιβλία του και τον παρακάλεσε να ελευθερώσει για χάρη του τους δυο φυλακισμένους. Έτσι κι έγινε.

Άλλα και τα υπόλοιπα βιβλία του τα πούλησε ο όσιος και μοίρασε το αντίτιμό τους στους φτωχούς. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα.

– Ο Θεός θα οικονομήσει τη σωτηρία μου και χωρίς τα βιβλία, είπε στους αδελφούς. Τα πούλησα για να μη βάζω τους ανθρώπους σε πειρασμό κλοπής. Άλλωστε και ο Κύριος το είπε: «πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην· ποιήσατε εαυτοίς βαλλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς, όπου κλέπτης ουκ εγγίζει ουδέ σης διαφθείρει».

Κατάπληκτοι οι κλέφτες από την αγάπη του οσίου Γρηγορίου και τη θαυματουργική του δύναμη, μετανόησαν κι έμειναν στη μονή των Σπηλαίων, όπου βοηθούσαν τους πατέρες στις αγροτικές εργασίες. Κι εκείνοι τους έδιναν την αμοιβή του τίμιου κόπου τους, με την οποία έτρεφαν από τότε τις οικογένειές τους.

Μετά από καιρό ήρθαν άλλοι κλέφτες, μπήκαν στο μικρό λαχανόκηπο, όπου ο όσιος καλλιεργούσε λαχανικά και οπωρικά και γέμισαν τα σακιά τους με τους καρπούς των κόπων του. Όταν όμως θέλησαν να φύγουν, δεν μπόρεσαν να κουνηθούν από τη θέση τους.

Κόλλησαν εκεί, φορτωμένοι με τα σακιά κι έμειναν έτσι δυο μερόνυχτα.

Τότε ήρθαν σε μετάνοια κι άρχισαν να θρηνούν και να ικετεύουν:
– Πάτερ Γρηγόριε! Άγιε του Θεού! Ελευθέρωσέ μας, σε παρακαλούμε! Δεν αντέχουμε άλλο! Μετανοούμε για τις αμαρτίες μας! Ποτέ πια δεν θα κλέψουμε!

Τους άκουσαν μερικοί μοναχοί που δούλευαν μακρύτερα κι έτρεξαν κοντά τους. Όσο κι αν προσπάθησαν όμως, δεν μπόρεσαν να τους ξεκολλήσουν από τη γη.

– Πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησαν απορημένοι τους κλέφτες.
– Δυο μερόνυχτα είμαστε εδώ πέρα, αποκρίθηκαν εκείνοι.
– Μα εμείς κάθε μέρα ερχόμαστε και καλλιεργούμε αυτή τη γη. Εσάς όμως δεν σας είδαμε. – Ούτε κι εμείς εσάς. Αν σας βλέπαμε, θα σας παρακαλούσαμε να μεσιτεύσετε στον άγιο γέροντα να μας συγχωρήσει και να μας λυτρώσει απ’ αυτό το μαρτύριο. Έχουμε αποκάμει μέχρι θανάτου.

Τότε φάνηκε να έρχεται ο όσιος Γρηγόριος.

Χωρίς περιστροφές είπε αμέσως στους κλέφτες:
– Επειδή είστε τεμπέληδες και ζείτε άκοπα με την κλοπή των ξένων περιουσιών, τώρα θα καταδικασθείτε να μείνετε εδώ αργοί, μέχρι το τέλος της ζωής σας!

Με γοερούς θρήνους απάντησαν οι κλέφτες στην παιδαγωγική απειλή του οσίου.
– Όχι, πάτερ. Λυπήσου μας. Σου δίνουμε την υπόσχεση ότι ποτέ πια δεν θ’ ασχοληθούμε με τέτοιες πονηρές δουλειές.
– Αν αποφασίσατε πράγματι να ζήσετε στο μέλλον από τον κόπο των χεριών σας, θα
παρακαλέσω τον Κύριο να σας ελευθερώσει.
– Δίνουμε τώρα όρκο ιερό ενώπιον του Θεού ότι δεν θα σε παρακούσουμε.

Αφού προσευχήθηκε ο όσιος, στράφηκε πάλι στους κλέφτες:
– Ας είναι ευλογητός ο Θεός που σας φώτισε και σας βοήθησε. Από τώρα θα εργάζεστε στους κήπους της μονής μαζί με τους αδελφούς κι απ’ αυτούς θα παίρνετε ό,τι χρειάζεστε για να ζήσετε εσείς και οι οικογένειές σας.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου.