Το μίσος ως ενοποιητική δύναμη

7 Σεπτεμβρίου 2022

Καθώς πλησιάζει η ημέρα του αγιασμού, μία ανάμνηση επανέρχεται, χωρίς ιδιαίτερη αφορμή, από μία αντίστοιχη ημέρα πριν τέσσερα χρόνια. Δύο αδέλφια, δίδυμα, απόφοιτοι από παλαιότερη όμως χρονιά, βρέθηκαν στον αγιασμό για το ξεκίνημα του νέου σχολικού έτους. 

Όλοι οι αγαπητοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πως η παρουσία αποφοίτων από παλαιότερες χρονιές μία τέτοια μέρα είναι κάτι αρκετά σπάνιο και ποτέ δεν περνάει απαρατήρητο, προσκαλεί δε ιδιαίτερη συγκίνηση.

Τα δύο παιδιά λοιπόν αυτά υπήρξαν καλούτσικοι μαθητές αλλά είχαν μία εξέλιξη πού μας είχε στεναχωρήσει όλους: Ήδη, από την Α΄ Λυκείου, ο Μηνάς και ο Κώστας είχαν οργανωθεί σε πολιτική οργάνωση ενός από τα δύο άκρα. Όσο ήταν στο σχολείο δεν είχαν δώσει κανένα δικαίωμα, γνωρίζαμε όμως από διάφορες πήγες πως συμμετέχουν σε πορείες αλλά και σε δράσεις που συχνά βρίσκονταν εντός του φάσματος της παραβατικότητας.

Ορισμένοι από τους καθηγητές αναλάβαμε να συζητήσουμε μαζί τους  τις επιλογές τους με πολλή διακριτικότητα, δυστυχώς όμως, παρά την έμφυτη ευγένεια τους, κάποια στιγμή αισθανθήκαμε πως απευθυνόμαστε σε «τοίχο». Μετά την αποφοίτηση τους χάθηκαν τα ίχνη τους και η έκπληξη μας ήταν μεγάλη όταν, όπως είπαμε,  τα είδαμε να παρευρίσκονται κατά την ημέρα του αγιασμού.

Είπαν πολλά και με πολλούς μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς αλλά και λίγης αμηχανίας. Κι όταν ένας εκ των παλαιών καθηγητών ρώτησε τον Μηνά αν είναι ακόμα …εκεί, η απάντηση που του δόθηκε προκάλεσε στους παρευρισκομένους, μικρούς και μεγάλους, έκπληξη και την λακωνικότητα αλλά και το περιεχόμενό της:

«Όχι! Κουράστηκα να μισώ!»

Την απάντηση αυτή ανακάλεσε στη μνήμη μου η ανάγνωση ενός βιβλίου για τον φανατισμό πού βρισκόταν χρόνια στην βιβλιοθήκη μου. Αν και η εποχή της συγγραφής του πάει πίσω μισό σχεδόν αιώνα, η επικαιρότητα, μάλλον η διαχρονικότητα, των εν πολλοίς στοχασμών που περιλαμβάνει το βιβλίο[1] θεώρησα πως δικαιολογεί την καταγραφή κάποιων εξ αυτών:

«Το μίσος είναι η ενοποιητική δύναμη που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ευκολία στη χρησιμοποίηση της. Χωρίζει το άτομο από το εγώ του. Το κάνει να ξεχνάει το καλό, το κακό και το μέλλον του, το απελευθερώνει από τη ζήλια και την ιδιοτέλεια και το μεταβάλλει σε ένα ανώνυμο μόριο που βράζει από την επιθυμία να χαθεί και να αφομοιωθεί μέσα σε μία άμορφη μάζα. Ο Χάινε λέει ότι αυτό που δεν μπορεί να κάνει η χριστιανική αγάπη το κάνει ένα κοινό μίσος.

Μαζικά κινήματα μπορούν να γεννηθούν και να αναπτυχθούν χωρίς την πίστη σε ένα Θεό, ποτέ όμως χωρίς την πίστη σε ένα διάβολο. Γενικά η δύναμη ενός μαζικού ριζοσπαστικού κινήματος με χαρακτηριστικό την βίαιη αντιπαράθεση, βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με την ύπαρξη ενός διαβόλου. Όταν ο Χίτλερ ρωτήθηκε αν νομίζει ότι πρέπει να αφανιστούν οι Εβραίοι, είπε  ΄΄Όχι… Τότε θα έπρεπε να τους εφεύρουμε. Χρειαζόμαστε έναν ορατό εχθρό ακόμα όχι απλώς έναν αόρατο΄΄. 

Ο Φ. Α. Βόιγκτ αναφέρει για μία ιαπωνική αποστολή που ήρθε το 1932 στο Βερολίνο για να μελετήσει το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Ο Βόιγκτ ρώτησε ένα μέλος της αποστολής, τι γνώμη έχει για το κίνημα και πήρε την απάντηση:

΄΄Είναι υπέροχο. Θα επιθυμούσα να είχαμε και εμείς στην Ιαπωνία κάτι παρόμοιο. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν γιατί δεν έχουμε καθόλου Εβραίους΄΄.

Η γνώση και η πονηριά εκείνων που δημιουργούν και διατηρούν ένα μαζικό κίνημα αξιολογείται ίσως από την ικανότητα τους να βρίσκουν ένα κοινό εχθρό και από ποιο δόγμα ή πρόγραμμα θα τον αντλήσουν. Οι θεωρητικοί του Κρεμλίνου δεν περίμεναν καθόλου να κρυώσουν τα κανόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πριν κηρύξουν τη δημοκρατική Δύση σαν νέο εχθρό. Είναι αμφίβολο αν ποτέ μία χειρονομία καλής θέλησης ή μία υποχώρηση της Δύσης θα μπορούσαν να μειώσουν το μέγεθος της κακοβουλίας και της αντιδραστικής προπαγάνδας του Κρεμλίνου. 

Ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα του Τσανγκ Κάι Σεκ ήταν ότι δεν είχε πρόχειρο έναν κατάλληλο διάβολο μετά την αποχώρηση των Ιαπώνων από την Κίνα. Ο φιλόδοξος αλλά αθώος στρατηγός ήταν ίσως πολύ υπερήφανος για να καταλάβει ότι δεν ήταν αυτός αλλά ο ιαπωνικός διάβολος που είχε προκαλέσει τον ενθουσιασμό, την αυτοθυσία και το ομαδικό πνεύμα των κινεζικών μαζών».

«Από πού προέρχεται αυτό το μίσος και γιατί έχει ενοποιητική δύναμη; Είναι η έκφραση της απελπισμένης προσπάθειας για την καταπίεση του αισθήματος της ανεπάρκειας, της ασημαντότητας της ενοχής και άλλων ελλείψεων του εγώ. Εδώ η αυτοπεριφρόνηση μετατρέπεται σε μίσος ενάντια σε άλλους και προσπαθούμε αποφασιστικά και επίμονα να καλύψουμε τη μετατροπή αυτή. Το καλύτερο μέσο για την παραλλαγή της μετατροπής αυτής είναι να βρούμε κι άλλους που μισούν  κατά τον ίδιο τρόπο.

Εδώ χρειάζεται κανείς περισσότερο από οπουδήποτε αλλού τη γενική αναγνώριση και την επιδοκιμασία και γι΄ αυτό, ένα μεγάλο μέρος της προπαγανδιστικής δραστηριότητας ο προπαγανδιστής δεν το καταναλώνει για να προσελκύει τους οπαδούς του με μία νέα πίστη αλλά να τους μπολιάζει με το δικό του ιδιαίτερα παράλογο μίσος».

«Μία υπέροχη θρησκεία γεννάει αναπόφευκτα ένα ισχυρό αίσθημα ενοχής, γιατί αναγκαστικά δημιουργείται μία διαφορά ανάμεσα στο μεγαλείο του δόγματος της και στην ανεπάρκεια της πρακτικής του εφαρμογής. Και, όπως είναι φυσικό, το αίσθημα της ενοχής ευνοεί το μίσος. Έτσι φαίνεται ότι ο κίνδυνος του μίσους είναι τόσο πιο μεγάλος όσο πιο υπέροχη είναι η πίστη από την οποία προέρχεται»[2].

Όταν το μίσος κουράσει, σημαίνει ότι αυτό που κούρασε είναι το κρυφτούλι με τον εαυτό. Το πρόσωπο εκείνο που θα αποφασίσει να απεγκλωβιστεί από τον εθισμό του μίσους πρέπει να βρει τη γενναιότητα να κάνει την αυτοκριτική του και να αντέξει την ανεπάρκεια του. Συγχρόνως όμως πρέπει να βρεθεί ένας χώρος που, χωρίς να κρύψει την αλήθεια, θα του προσφέρει την ενθάρρυνση και την υποστήριξη να συνεχίσει να εξελίσσεται. Ποτέ δε θα μισήσει εκείνος που αισθάνεται ότι, παρά την ανεπάρκεια του, γίνεται αποδεκτός. Το αν η ανεπάρκεια θα προκαλέσει αίσθημα μειονεξίας ή βαθιά και γνήσια ταπεινοφροσύνη, αποτελεί το βασικό κριτήριο της ποιότητας της πνευματικής καθοδήγησης. Και επίσης, εάν η συντριβή και η μετάνοια του προσώπου προκαλέσει απόρριψη και εκμηδένιση ή βαθιά  και ανιδιοτελή αποδοχή και συμπαράσταση, αποτελεί το βασικό κριτήριο της ποιότητας ενός πνευματικού περιβάλλοντος. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα. Χωρίς το ένα από τα δύο, το μίσος, ως δύναμη κοινωνικοποίησης και αποενοχοποίησης είναι αναπόφευκτο.

(Βεβαίως, η σχέση μίσους και αισθήματος ενοχής δεν μπορεί να εξαντληθεί με έναν επιγραμματικό τρόπο, ο οποίος χαρακτηρίζει το κείμενο αυτό. Έρχονται όμωςς στον νου τα υπέροχα μαθήματα του μακαριστού Ιωάννη Κορναράκη στο πλαίσιο της ποιμαντικής ψυχολογίας, μάθημα το οποίο δίδασκε στη Θεολογική Σχολή. Τα βιβλία του αείμνηστου δασκάλου παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ και πολύτιμη πηγή για όσους θέλουν να ερευνήσουν βαθύτερα τις συμπεριφορές των καιρών μας).

 

Παραπομπές:

[1] Έρικ Χόφφερ, Ο φανατικός, εκδ. Μποκουμάνη, Αθήνα (α.χ.).

[2] Βεβαίως, η σχέση μίσους και αισθήματος ενοχής δεν μπορεί να εξαντληθεί με έναν επιγραμματικό τρόπο, ο οποίος χαρακτηρίζει το κείμενο αυτό. Έρχονται όμωςς στον νου τα υπέροχα μαθήματα του μακαριστού Ιωάννη Κορναράκη στο πλαίσιο της ποιμαντικής ψυχολογίας, μάθημα το οποίο δίδασκε στη Θεολογική Σχολή. Τα βιβλία του αείμνηστου δασκάλου παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ και πολύτιμη πηγή για όσους θέλουν να ερευνήσουν βαθύτερα τις συμπεριφορές των καιρών μας.