Γέροντας Γαβριήλ, Το θαύμα των Αρχαγγέλων που έζησε στην Μονή Διονυσίου

24 Οκτωβρίου 2022

Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ (1886-1983), Ηγούμενος της Μονής Διονυσίου. Φωτογραφία: Douglas Lyttle, 1974. (Αγιορειτική Προσωπογραφία).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

[Περί του θαύματος των Αρχαγγέλων εν τη Μονή]

Κατά Οκτώβριον του 1913 ο Επιτελάρχης του Εθνικού μας Στρατού, Στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης, μας έστειλε συνοδεία δύο στρατιωτών ένα ανεψιόν του ψυχοπαθή και δαιμονιώντα από πνεύμα πύθωνος, ως ποτέ η εν Φιλίπποις μαντευομένη, και επιστολήν προς την Μονήν μας, εν ή έλεγεν ότι «εδώ πατέρες εις την πατρίδα μου (Κέρκυραν) είναι το καλλίτερον ψυχιατρείον της Ελλάδος, και έμεινεν εκεί ο ανεψιός μου αυτός Ιωάννης, άλλα δεν είδομεν καμμίαν βελτίωσιν, μας είπον δε και οι ιατροί ότι εξήντλησαν όλα τα μέσα της Επιστήμης, ως εκ τούτου απεφασίσαμεν και τον στέλλομεν εις τα άγια μέρη σας, και παρακαλούμεν να τον δεχθήτε και να του κάμετε ό,τι είναι δυνατόν πνευματικώς, ίσως δι ευχών σας λυπηθή ο Θεός και ημάς και αυτόν και τον κάμη καλά».

Τον εδέχθη η Μονή μας τόσον εκ καθήκοντος όσον και ως συγγενή του Στρατηγού, ο όποιος ήτο ο κυριώτερος συντελεστής των νικηφόρων πολέμων του 1912 και 13 μετά τον Βασιλέα Κωνσταντίνον.

Τον έφερον οι στρατιώται ελαφρώς δεδεμένον, αλλά μας είπον να τον προσέχωμεν, διότι έχει τάσεις προς φυγήν και δεν έχει επίγνωσιν του κινδύνου. Εφ’ ω και ενεκλείσθη
εις δωμάτιον του ξενώνος με παράθυρα σιδηρόφρακτα.

Εκεί λοιπόν μετέβαινον οι ιερείς και του εδιάβαζαν ευχάς και εξορκισμούς, προς τους οποίους εφέρετο ησύχως, όταν όμως είχε κρίσεις εφώναζεν, εβλασφήμει και ελύετο εκ των δεσμών παραδόξως. Προς τούτο έφερον μίαν ημέραν τον λεμβούχον της Μονής, ο όποιος τον έδεσε με ναυτικούς κόμβους δυσλύτους, αλλά και πάλιν εντός λεπτών ελύετο αυτομάτως.

Οδηγούμενος δε και υπό του δαιμονικού πνεύματος, μόλις έβλεπε αδελφόν μεταβαίνοντα προς επίσκεψίν του, του έλεγε το παρελθόν του, ιδία τας ανεξομολογήτους αμαρτίας.

Αρχοντάρης ξενοδόχος συνέπεσε να είναι τότε νεαρός μονάχος, επί έτη εργασθείς εις ξενοδοχεία και εστιατόρια των Αθηνών, ο όποιος και του επήγαινε τα χρειώδη εκεί εις την φυλακήν, αλλά ήκουε παρ’ αυτού κάθε φορά Φιλιππικούς διά τον πρότερόν του κοσμικόν βίον.

Μετέβην και εγώ μίαν ημέραν μαζί του και μόλις μας είδε ήρχισε αμέσως να του λέγη επί λέξει «ορίστε μούτρα διά μεγαλόσχημος καλόγηρος, δεν θυμάσαι βρε τι έκαμες εκεί στα παγκάκια του Ζαππείου, στα ξενοδοχεία;» και άλλα χειρότερα.

Όταν φύγαμε μοι λέγει ο αδελφός, «δεν ξαναπάγω, θα ειπώ στον Γέροντα να στείλη άλλον να τον υπηρετή. Κάθε φορά που με βλέπει, με ρεζιλεύει».

Τον ερώτησα, «έχονται αληθείας αυτά που λέγει ή γαυγίζει συνεργία του δαίμονος»;

Μοι λέγει μετά λύπης, «δυστυχώς είναι όπως τα λέγει».
Τον ερωτώ και πάλιν, «δεν εξομολογήθης αυτά τα αμαρτήματα»;
«Δεν τα εξομολογήθηκα», απήντησε στενάζοντας, «εντρέπομαι».

Τότε του λέγω, «να σηκωθής αμέσως να πας εις τον παπά Νεόφυτο στην Σκήτην και να εξομολογηθής αμέσως καταλεπτώς, να φύγη το βάρος από επάνω σου και να μη δύναται ο δαίμων να σε στηλιτεύη [επικρίνει, επιτιμά]».

Με ήκουσε και επήγε, επιστρέφοντας ήλθε και με επήρε και πήγαμε μαζί εις τον δαιμονιζόμενο. Μόλις μας είδε του λέγει, «τώρα θα σε αρχίσω πάλιν από το εξώφυλλον του κατάστιχου και θα σου τα ψάλλω όπως πρέπει».

Μετά μικρόν όμως και αγριεμένος, άρχισε να φωνάζη, «δεν βλέπω τίποτε, ποιος τα έσβυσε; ποιος σε συμβούλεψε; τι να σε κάνω τώρα, δεν βλέπω τίποτε μέσα στο κατάστιχο».

Εμείναμεν αμφότεροι ενεοί και μετά δακρύων εδοξάσαμε τον πανάγαθον Θεόν, τον οικονομούντα την σωτηρίαν των ανθρώπων διά της εξομολογήσεως.

Δεν δύναμαι δε να σιωπήσω και το γενόμενον τότε θαύμα των άγιων Αρχαγγέλων εις τον δυστυχή αυτόν δαιμονιζόμενον.

Ήτο η αγρυπνία της εορτής των άγιων Αρχαγγέλων και εν αρχή ταύτης ωμίλησεν ο μακαριστός Γέροντας μας, ο Καθηγούμενος, προς τους πατέρας ότι «θα κατεβάσωμεν εντός ολίγου εις την Εκκλησίαν τον αδελφόν Ιωάννην και να παρακαλέσητε όλοι να τον λυπηθή ο Θεός και οι άγιοι Αρχάγγελοι να απαλλαγή από τα δεσμά του Σατανά», εις εμέ δε και έτερον συνομήλικον αδελφόν ανέθεσε να τον φέρωμεν εις την Εκκλησίαν και να τον προσέχωμεν ίνα μη ατακτήση ή μας φύγη.

Τον εφέραμε και εκάθησεν εις ένα στασίδι εις τα λεγάμενα των αρχαρίων και ημείς στεκόμεθα εκατέρωθεν διά παν ενδεχόμενον.

Έμεινε σχετικώς ήσυχα, μόνον κατά περιόδους μουρμούριζε, και όταν εις την Λιτήν τον εμνημόνευσεν ειδικώς ο ιερεύς, έβγαλε φωνήν ως μουγκρητό ασυνάρτητον. Εις τους Αίνους τον επήγαμε και χαιρέτησε την εικόνα των αγίων Αρχαγγέλων, και όταν τον φέραμε στο στασίδι του άρχισε να ανησυχή και να σηκώνεται διά να φύγη.

Τον προσέχαμε και με το καλό τον ησυχάζαμε, αλλ’ όταν εψάλλετο το δοξαστικόν του αρχαγγέλου Μιχαήλ «Όπου επισκιάσει η χάρις σου Αρχάγγελε, εκείθεν του Διαβόλου διώκεται η δύναμις» τότε ως αστραπή φεύγει από ανάμεσά μας και διά της μικράς πύλης της Λιτής, οπόθεν ουδέποτε είχε διέλθει, κατευθύνετο προς τον εξώστη τον προς την θάλασσαν, ύψους εκατό περίπου μέτρων.

Ετρέξαμεν, ως και άλλοι πατέρες, με την απόγνωσιν ότι πηγαίνει να γκρεμισθή. Αλλ’ ω της χάριτός σας, αξιύμνητοι Αρχάγγελοι! εκεί εις απόστασιν μικράν από της Λιτής, εις την καμάραν, όπως την λέγομεν, είναι θολωτή αψίς [αψίδα], ένθεν δε και ένθεν αυτής είναι εζωγραφισμένοι οι άγιοι Αρχάγγελοι.

Εκεί εις το μέσον τον προφθάσαμεν όρθιον και ακίνητον.

Τον ερωτήσαμεν ασθμαίνοντες «τι έπαθες, Γιάννη»;
«Δεν έπαθα τίποτε», μας λέγει, «έγινα καλά, οι άγιοι Αρχάγγελοι με κάμαν καλά», και σταυροκοπηθείς ησπάσθη τας εικόνας των.

Τον πήγαμε μετά χαράς εις την Εκκλησίαν, μετά εις την λειτουργίαν και την τράπεζαν, ήσυχος, σωφρονών και ηματισμένος ωσάν να μη ήτο αυτός ο άγριος πρώην και απρόσιτος.

Έμεινε 3-4 ήμερες και κατόπιν τον επήγα εις την Δάφνην την ημέραν που διήρχετο ατμόπλοιον, επιβιβάσας αυτόν, με παράκλησιν προς τον πλοίαρχον όπως τηλεφωνήση εκ Πειραιώς προς τον Στρατηγόν και τον παραλάβη, όπερ [όπως] και εγένετο, μετ’ ολίγας δε ημέρας ελάβομεν επιστολήν ευχαριστήριον του Στρατηγού και ότι ο εν λόγω ήτο καλά.

 

Από το βιβλίο, «Από τον κήπο του Παππού, Αγιορειτικές διηγήσεις Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (†), των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας.