Η αδικία που εξοργίζει

24 Οκτωβρίου 2022

Ο θείος  Στέλιος άνηκε στη γενιά του πολέμου. Γεννημένος το ‘ 39 στην ορεινή Γορτυνία, άφησε πίσω του την απίστευτη φτώχεια του χωριού του και βρέθηκε, στα τέλη της δεκαετίας ‘ 50, να σπουδάζει ιατρική στην Αθήνα. Καλός γιατρός, μα, πάνω από όλα, χρυσός άνθρωπος, έφτασε στη δύση της σταδιοδρομίας του να είναι διευθυντής μεγάλης ιδιωτικής κλινικής στο κέντρο και έφυγε από τη ζωή, επισκεπτόμενος ασθενείς μέχρι, σχεδόν, την τελευταία του ημέρα.

Αν και μεγάλος σε ηλικία, του άρεσαν πάντα οι συζητήσεις με τα ανίψια του. Τον είχαμε ρωτήσει κάποτε, πώς γίνεται, οι νεότερες γενιές να είναι τόσο θυμωμένες με μία οικονομική κρίση που, βέβαια, ούτε που μπορούσε να συγκριθεί με την ακραία φτώχεια που γνώρισε ο ίδιος στα πατρογονικά του. Η απάντηση του μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση:

«Σχολείο πήγαινα ξυπόλητος αλλά δεν με ένοιαζε γιατί κανένας στην τάξη δεν είχε παπούτσια. Δεν είναι η φτώχεια που εξοργίζει αλλά η αδικία».

Είναι βέβαιο πως, ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ανέχειας, διαθέτουμε πολλά παραπάνω από όσα χρειαζόμαστε αληθινά, ή τουλάχιστον, απ΄ όσα θα θεωρούσαν απαραίτητα οι, όχι και πολύ μακρινές, περασμένες γενιές. Παροχές και υπηρεσίες, αδιανόητες πριν από 50 και 60 χρόνια, θεωρούνται πλέον αυτονόητες. Έξοδα, κάποτε πολυτελείας, θεωρούνται πλέον ανελαστικά. Ακόμη όμως και έτσι, προκύπτουν περιστάσεις κατά τις οποίες αποδεικνύεται περίτρανα η δυνατότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται στα δύσκολα, να περιορίζει τις ανάγκες του, να βάζει νέες προτεραιότητες και να εκτιμά τα όντως απαραίτητα και σημαντικά.

Οι κοινωνίες όμως άνοιξαν και η καθημερινότητα όλων περιβάλλεται από γυάλινα τείχη. Η χλιδή και οι αστειότητες μιας ελάχιστης μερίδας της κοινωνίας, η οποία δεν γνωρίζει πώς να ξοδέψει απίστευτα έσοδα από άδηλες πηγές, προκαλούσαν κάποτε την ειρωνεία και τον σαρκασμό. Σήμερα όμως, σε εποχές όπου οι ζωές αρχίζουν και στερούνται είδη πρώτης ανάγκης όπως το ψωμί και το ηλεκτρικό ρεύμα, οι εικόνες και οι πληροφορίες για ασύδοτες σπατάλες σε θαλαμηγούς και κλαμπ κοσμικών νησιών, που φτάνουν στα σπίτια μας μέσω διαδικτύου ή τηλεοπτικών εκπομπών δημιουργούν δικαιολογημένη οργή, ιδιαίτερα εναντίον ενός συστήματος, το οποίον βαυκαλιζόταν ότι μπορεί και αυτορυθμίζεται, στην πραγματικότητα όμως, διευρύνει καθημερινά τα χάσματα. Χάσματα που δεν αφορούν μόνον τους οικονομικούς δείκτες αλλά το μορφωτικό επίπεδο, την πνευματική καλλιέργεια και τις ευκαιρίες προσωπικής εξέλιξης. Και επειδή, κινητήρια δύναμη των εξελίξεων δεν είναι μία προνομιούχος ελίτ αλλά, όπως συμβαίνει πάντοτε, το μέγα πλήθος, είναι μοιραίο πως η διαρκής φτωχοποίηση θα γίνει η αιτία μιας διαρκούς νόθευσης, προκειμένου να διασωθεί η κίνηση της αγοράς. Μόνον που η νόθευση αυτή δεν θα αφορά μόνον τα προϊόντα διατροφής –όπως ήδη γίνεται- αλλά και όλα εκείνα που συμπεριλαμβάνονται κάτω από τον όρο «πνευματικός πολιτισμός». Μοιραία, τα πρότυπα θα αλλάξουν, οι στόχοι των νέων ανθρώπων θα ταυτιστούν με τον πλούτο και η υγεία μιας κοινωνίας θα εξαρτηθεί μόνον από τον δείκτη καταναλωτή. Αλλά και αυτό θα αποδειχτεί προσωρινό. Το όραμα μια άλλης ζωής, με άλλη ποιότητα και σταθερές, δεν θα παραιτηθεί και, αργά ή γρήγορα, θα διεκδικήσει βίαια το μερτικό του.

Όλοι εκείνοι οι φορείς που με ηρωισμό ενισχύουν τον εθελοντισμό και με αιματηρές θυσίες επιμένουν να προσφέρουν στην κοινωνία μας πνευματικά και πολιτιστικά ερεθίσματα, πρέπει να θέσουν μεταξύ των προτεραιοτήτων τους και το βιβλικό «δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης». Είναι αλήθεια πως «οὐκ ἐπ’  ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Όταν όμως ο άρτος λείψει και η κοινωνία εκπέσει από την ζωή στην επιβίωση, η αναζήτηση ερεθισμάτων και ευκαιριών που έχουν στόχο να αναβιβάσουν τον άνθρωπο από το επίπεδο του ζώου, θα μοιάζουν περιττή και άχρηστη πολυτέλεια. Θέλουμε δε θέλουμε, αργά ή γρήγορα, ο άρτος θα θέσει τις προτεραιότητες και θα δείξει εκ νέου τον δρόμο προς το βαθύτερο νόημα της πνευματικότητας και της Ευχαριστίας.