Η κοινή πίστη ως κοινωνικός δεσμός στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

25 Οκτωβρίου 2022

Η γλυκύτητα του Παπαδιαμαντικού λόγου έχει αποτελέσει αντικείμενο της φιλολογικής μελέτης. Αναλύσεις και διαπιστώσεις έχουν κατατεθεί πάμπολλες, ο παράγοντας όμως, ο οποίος είναι καθοριστικός δεν ανάγεται τόσο στην φιλολογική του Κοσμοκαλόγερου των ελληνικών γραμμάτων, όσο στην υπαρξιακή του συγκρότηση. Ο Παπαδιαμάντης ξεχειλίζει από την υπερκόσμια ηδονή της ολοκληρωτικής ένταξής του στο εκκλησιαστικό γεγονός, το οποίον διαποτίζει όλο τα φάσμα των ψυχικών και κοινωνικών καταστάσεων τού καιρού του, ρυθμίζοντας την ποιότητα και την ένταση των κοινωνικών δεσμών.

Στα έργα του Παπαδιαμάντη παρατηρείται ο συνδυασμός της θρησκείας με την κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση. Η θρησκεία στον Παπαδιαμάντη δε λειτουργεί ως προϊόν εκφοβισμού ή εκδίκησης. Αντίθετα ενεργεί σύμφωνα με τον αρθογράφο Θανάση Μπαντέ (https://www.newsplanet09.info/2019/12/blog-post_118.html) λυτρωτικά ως φορέας αποδοχής και συντροφικότητας. Ως μηχανισμός ένταξης, δηλαδή ως πρωταρχική δυνατότητα κοινωνικοποίησης. Η συμμετοχή στα τελετουργικά δεν κρύβει ποτέ πίσω της το φόβο της αμαρτίας και δεν παρακινείται από την απειλή ή την απόρριψη. Αντίθετα, είναι ταυτόσημη με την οικειοθελή χαρά και ευλάβεια του πιστού να συμμετέχει στη λατρεία του Θεού, κάτι που τον κάνει ένα με το σύνολο και ισχυροποιεί τους κοινωνικούς δεσμούς του περιβάλλοντός του.

Στο διήγημα ‘’Αλιβάνιστος’’, ως ενδεικτικό παράδειγμα, τρεις γυναίκες -η Μολώτα, η Φωλιώ και η Αφέντρα-  το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου ξεκινούν να πάνε στο εξωκλήσι του Αη-Γιάννη, για να κάνουν ανάσταση. Πληροφορούνται από ένα εύθυμο δεκαεξάχρονο -τον Σταμάτη-  ότι συνάντησε τον Αλιβάνιστο, έναν απομονωμένο, ερημίτη βοσκό που, εδώ και τριάντα χρόνια, ζούσε μακριά από τον κόσμο. Με μικρή καθυστέρηση φτάνει ο παπα-Γαρόφυλος   συνοδευόμενος  από τον μπαρμα-Κόλια, τον Αλιβάνιστο, ο οποίος και οδηγεί τον παπά-Γαρόφαλο -που είχε αποπροσανατολιστεί- στον Αη-Γιάννη. Η θεια Μολώτα εξ αρχής με το άκουσμα του ονόματος του Αλιβάνιστου   δείχνει μια απροσδιόριστη και ανερμήνευτη «ανησυχία», η οποία θα συνεχιστεί και με την παρουσία του Κόλια. Τέλος, η Μολώτα αποκαλύπτει -εξομολογούμενη  στην Αφέντρα- ότι αυτή υπήρξε η αιτία της «απομάκρυνσης» του μπαρμπα-Κόλια από την τοπική κοινωνία και ο Αλιβάνιστος με τη συμμετοχή του στην αναστάσιμο ακολουθία επανεντάσσεται οριστικά στην χριστιανική κοινότητα, στην οποία  και ανήκε.

Στο διήγημα αυτό παρακολουθούμε την επανένταξη ενός ανθρώπου που έζησε χρόνια σαν ερημίτης για λόγους μηδαμινούς, που όμως ήταν αρκετοί να τον απομονώσουν. Οι λόγοι αυτοί λοιπόν, έγιναν αφορμή, ο άνθρωπος αυτός να απομακρυνθεί απ΄ τον κοινωνικό του περίγυρο και να ζήσει ολομόναχος και περιθωριοποιημένος, μιας και η γυναίκα που είχε φιλήσει κλεφτά στα νιάτα του και που αγάπησε, παντρεύτηκε κάποιον άλλο. Όταν όμως ο παππάς, που είχε χάσει τον δρόμο του, συνάντησε τον μπαρμπα-Κόλια, τον πήρε μαζί του στην εκκλησία για την Ανάσταση.

Το γεγονός λοιπόν αυτό, εκτός του ότι μας παρουσιάζει την ύπαρξη του θρησκευτικού συναισθήματος  στο έργο του Παπαδιαμάντη, μας αποκαλύπτει και μία ιδιαίτερη λειτουργία του, ως μοχλού συσπείρωσης και επανένταξης του ατόμου στον περίγυρό του. Ο ίδιος ο συγγραφέας θέλει να μας δείξει πως οι θρησκευτικές παραδόσεις φέρνουν κοντά τους ανθρώπους και τους ενώνουν, ανεξαρτήτως εμφάνισης, καταγωγής, εθνικότητας κ.τ.λ. αλλά ως πλάσματα του ίδιου Δημιουργού.  Η θρησκευτική κατάνυξη της Ανάστασης, το τελετουργικό και η συμμετοχή του μπαρμπα-Κόλια σηματοδότησε την επιστροφή του στην κοινωνία. Όπως γράφει άλλωστε και ο ίδιος ο Μπαντές ‘’Η θρησκεία ως δεσμός και διαμεσολαβητικός κρίκος των ανθρώπων σηματοδοτεί την αδιάσπαστη ενότητα, την κοινωνική ταυτότητα των ανθρώπων που αποτελούν σύνολο και λειτουργούν ως σύνολο’’.      Σύμφωνα με τα λόγια αυτά του αρθογράφου και με βάση το περιεχόμενο του διηγήματος αυτού, του Παπαδιαμάντη, η θρησκεία, ως δόγμα φαίνεται να περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού, αυτό που προέχει είναι ο κοινωνικός της ρόλος’’.

 Παρ΄ όλ΄ αυτά, όπως παρατηρεί ο  Ηρακλής Ψάλτης (https://www.pemptousia.gr/2015/04/o-kalos-logos-ton-paschalinon-diigimaton-tou-papadiamanti/), η δογματική διδασκαλία, όχι μόνον δεν ατονεί, αλλά σαρκώνεται και εισέρχεται λυτρωτικά στην καθημερινότητα. Ο μπαρμπα Κόλιας , αν και όχι σωματικά νεκρός, αναδύεται, με την βοήθεια του παπα Γαρόφυλου, από τον Άδη του κοινωνικού αποκλεισμού στο φως της ζωής, που παίρνει την μορφή της αποδοχής και της ενσωμάτωσης. Ο πρώην απόκληρος ζει την δική του, προσωπική ανάσταση, με κύριες μάρτυρες τις τρεις γυναίκες, οι οποίες θυμίζουν τις Μυροφόρες του Ευαγγελίου.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η Εκκλησία στα Παπαδιαμαντικά έργα αποτελεί ένα καταφύγιο για οποιοδήποτε άτομο και είναι ανοιχτή να καλωσορίσει, να επανεντάξει και να φιλοξενήσει μέσα της ακόμα και αυτόν που έχει παραστρατήσει ή απομακρυνθεί απ’ αυτή. Οι αμαρτίες, οι ενοχές του ανθρώπου και ατροφούν και χάνονται, καθώς δεν έχουν την παραμικρή σημασία μέσα στον οίκο του Θεού, όπου συντελείται η μετάνοια και η άφεση. Όλα ματαιώνονται μπροστά στην απαράβατη ισότητα που αποδίδεται ως εσχάτη μοιρασιά.

   Το σπουδαιότερο όμως όλων είναι το νόημα που κρύβουν μέσα τους τα τελευταία λόγια του μπαρμπα-Κόλια που πιστοποιούν όσο αξιοθαύμαστο τρόπο τα όσα προαναφέραμε: ‘’Αληθώς ανέστη βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!’’. Τα λεγόμενα αυτά μαρτυρούν την ανακούφιση της θρησκευτικής συμμετοχής του ατόμου αυτού, τη λύτρωσή του, την εσωτερική του αγαλλίαση και την απαλλαγή του απ’ τη μοναξιά. Όλα αυτά προκύπτουν απ’ την αναπροσαρμογή στο κοινωνικό γίγνεσθαι γεγονός που έχει ως υπόβαθρο τα θρησκευτικά δρώμενα.