Με μια μπουκιά ψωμί δεν χορταίνεις. Όσιος Γέροντας Ιάκωβος της Βίτσας ( Ο Άγιος των ανέργων)

3 Οκτωβρίου 2022

Ο όσιος Ιάκωβος της Βίτσης του Ζαγορίου, ο άγιος προστάτης των ανέργων, δεν είχε μεριμνήσει ποτέ για αποθεματικά τροφίμων. Βίωνε το «Πάτερ ημών»! Ζητούσε μόνιμα «τον άρτον τον επιούσιον» (Ματθ. στ΄ 11) και εφάρμοζε έμπρακτα τα λόγια του Κυρίου μας: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε» (Ματθ. στ΄ 19).Ο χορτασμός του ήταν πάντα με πνευματική τροφή.

Στις ιεραποστολικές περιοδείες του ο Γέροντας Ιάκωβος  στα Ζαγοροχώρια δεν είχε αξιώσεις φιλοξενίας ύπνου και τροφής. Χόρταινε με τον άρτο της πίστεως, που τον μοίραζε πλουσιοπάροχα· χόρταινε με τον χορτασμό των άλλων. Και δεν ήταν μόνος του. Συνοδευόταν πάντοτε από την γερόντισσα αδελφή του, την τυφλή, που προσπαθούσε να τον περιποιείται βλέποντας όχι με το φως των κλειστών χοικών οφθαλμών της, αλλά με το φως της κενωτικής της αδελφικής προσφοράς, της προσφοράς της αγάπης. Η τυφλή Γερόντισσα, η παρθενόκλητη Δέσποινα μοναχή, όταν ο Γέροντας Ιάκωβος δίδασκε η εξομολογούσε, ζητιάνευε και το αλεύρι που της έδιναν οι πτωχοί Χριστιανοί, πότε σταρένιο, πότε κριθαρένιο, πότε καλαμποκίσιο, πότε σικάλεως, το ανακάτευε και έψηνε το ζυμάρι στην στάχτη. Αυτό ήταν το ψωμί που έδινε στον Γέροντα, ο οποίος ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, αφού η τυφλή αδελφή του ο,τι μπορούσε έκανε. Άλλωστε το αισθητήριο της γεύσεως του Γέροντος ήταν πολύ απλό. Έτρωγε για να ζήσει και δεν ζούσε για να τρώει. Το ανακατεμένο με στάχτη ψωμί, μισοψημένο η μισοφουσκωμένο, για τον Γέροντα ήταν το καλύτερο γλύκισμα. Το όνομα του Χριστού που πρόφερε με το στόμα του νοστίμιζε και το πιο άνοστο παρασκεύασμα της αδελφής του. Πικρό το ψωμί, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος έλεγε, τροποποιώντας τα λόγια των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων που έλεγαν, όταν τους έρριξαν στα παγωμένα νερά της λίμνης της Σεβαστείας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος».

Όταν προς το τέλος της ζωής του ο όσιος Γέροντας Ιάκωβος βρισκόταν στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων τον επισκέφθηκε μια λόγια και ευσεβής ψυχή, η οποία ποθούσε να γίνει και νύμφη Χριστού ακολουθώντας την μοναχική πολιτεία. Ο Γέροντας κατά την πάντοτε ψυχωφελή συζήτηση την ρώτησε:

-Προσεύχεσαι καθημερινά, κόρη, στον γλυκύτατό μας Ιησού;

-Προσεύχομαι, Γέροντα, του απάντησε με κατεβασμένο από συστολή κεφάλι.

-Την ευχή την λες; Συνέχισε.

-Την λέω Γέροντα!

-Πόσες φορές την λες;

 -Την λέω, Γέροντα, επανέλαβε αμήχανα.

-Άκου, κόρη μου, της είπε. Την λες μια η πολλές φορές;Γιατί με με μια μπουκιά ψωμί ο άνθρωπος δεν χορταίνει και η ευχή είναι ο άρτος της ψυχής. Όσο περισσότερες φορές την λες, τόσο η γλυκύτητα μένει μόνιμα στο στόμα σου και τόσο πιο πολύ αισθάνεσαι τον τροφοδότη Χριστό να σε γεμίζει με την χάρη Του.

Και μόνο αυτή η στιχομυθία δείχνει την συνεχή τροφοδοσία του Γέροντος από τον άρτο της ζωής, τον άρτο «ζωής της αιωνιζούσης», τον άρτο που δεν ξεραίνεται ούτε μουχλιάζει, την μονολόγιστη ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».