Μια φωτογραφία στο κομοδίνο

13 Οκτωβρίου 2022

Θά ‘ μουν δε θά ΄μουν 12 χρόνων.

«Έλα» μού είπε η μάνα «να καθαρίσουμε το κομοδίνο του παππού. Πρέπει να φύγει για την κλινική. Να δούμε τι θα πάρει μαζί του».

Μπήκαμε στο δωμάτιο. Ο παππούς μάς κοίταξε με το άδειο του βλέμμα.. Τέσσερα χρόνια δεν μιλούσε πια, ούτε αντιδρούσε στα λόγια μας. Ακόμα κι όταν του κράταγα παρέα και τον ρωτούσα για τα χρόνια εκείνα στη Σμύρνη, έμενε βουβός. Όχι πως έλεγε και τότε πολλά. Λίγα λόγια, πνιχτά, με πρόσωπο ανέκφραστο.

«60 χρόνια αδάκρυτος ο παππούς σου Μαριώ μου», έλεγε που και πού η μάνα. «Απ’  όταν απελπίστηκε πως θα ξανάβλεπε πια τη γιαγιά σου».

Άνοιξε το συρτάρι.

«Ότι σου δίνω είναι για πέταμα» μου είπε.

Μάζεψε τα μπουκαλάκια με τα φάρμακα, τον παλιό του νυχοκόπτη, κάτι ιατρικές συνταγές. Άρχισε να μου δίνει και τα κόκκινα κουτάκια του. Άλλα με συνδετήρες, αλλά με τσακμάκια, αλλά με τις κόκκινες καραμέλες του λαιμού που τόσο αγαπούσε. Άδειασε το συρτάρι. Κάτω-κάτω, είχε απομείνει μία κάρτα με τον τρούλο της Αγίας Σοφίας και από πάνω:

«Ευτυχές το νέον έτος 1916».

Τη γύρισα για να διαβάσω δυνατά:

«Μαρία μου είμαι καλά. Το ίδιο επιθυμώ δι΄ εσέ και τους γονείς σου. Κουράγιο! Λίγοι μήνες έμειναν. Επιστρέφω με όλα τα χρειαζούμενα από τη δουλειά στο εμπορικό του θείου Σπύρου. Του χρόνου, τέτοια μέρα, θά ‘μαστε πια στο σπιτικό μας. Με αγάπη Δημήτρης».

«Πέτα το και αυτό», είπε η μάνα μελαγχολικά.

Και τότε ο παππούς, σαν να πετάχτηκε ψηλά από ένα σκοτεινό πηγάδι, με τα μάτια του κόκκινα,

«Όχι, όχι!» φώναξε.

Και τότε, όλος ο αχός της φλεγόμενης Σμύρνης μπήκε μες στο δωμάτιο. Τρίξαν τα πατώματα και το φωτιστικό στο ταβάνι κουνήθηκε. Όλος ο καημός και όλη η πίκρα της καταστροφής χώρεσαν σε ένα δωμάτιο της Νέας Φιλαδέλφειας.

«Όχι, όχι!», ξανάπε, πιο σιγά αυτή τη φορά.

Κι η μάνα μου, πρώτη φορά μετά 60 χρόνια, είδε ξανά τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του πατέρα της.

Πάγωσα. Και έτσι ακίνητη, είδα τη μάνα μου να παίρνει από τα  χέρια μου την κάρτα και να τη βάζει στο στήθος του παππού. Κι εκείνος ξάπλωσε πάλι πίσω και βυθίστηκε στο βαθύ του πηγάδι.