Το θυσιαστήριο του ναού και η διάταξή του
7 Οκτωβρίου 2022Ο χριστιανικός ναός έχει επίκεντρο, βάση και θεμέλιό του το ιερότερο σημείο του, δηλαδή το θυσιαστήριο ή Αγία Τράπεζα. Η χρήση της Αγίας Τράπεζας στη λατρεία μαρτυρείται ήδη από την αποστολική εποχή, αφού η σύσταση και η διδασκαλία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας παραδόθηκε από τον Κύριο στους Μαθητές τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου, κατά παράδοση πάνω σε ξύλινο τραπέζι. Οι πατέρες την αποκαλούν κυρίως ως «θυσιαστήριο» ή «τράπεζα», ενώ αποφεύγουν συστηματικά τη χρήση του όρου «βωμός», ώστε να μην παραλληλίζεται με τα θυσιαστήρια του ιουδαϊσμού και της εθνικής θρησκείας.
Η πατερική παράδοση χρησιμοποιεί διάφορους προσδιορισμούς για να χαρακτηρίσει τη τράπεζα του ναού. Μεταξύ αυτών απαντώνται οι όροι: αγία, μυστική, φρικώδης, πνευματική, φοβερά, βασιλική, φρικτή, αθάνατη, θεία. Οι Πατέρες αναφέρονται στο θυσιαστήριο και με άλλες, σύνθετες εκφράσεις, όπως: καθέδρα Θεού, τόπος Θεού, σκήνωμα της του Θεού δόξης, μνήμα Χριστού, ανάπαυσις Θεού, εργαστήριον του μεγάλου θύματος κ.α. Ο όρος τράπεζα είναι ο συνηθέστερος. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης παραβάλλει την Αγία Τράπεζα με τραπέζι διατροφής, με τη διαφορά ότι σε αυτήν προσφέρεται προς βρώση ο ίδιος ο Χριστός· όποιος μετέχει σε αυτή ζωοποιείται, σε αντίθεση με όποιον δεν προσέρχεται και θεωρείται ως νεκρός.
Η αποστολική παράδοση διαφυλάττει την πρακτική τέλεσης του μυστηρίου σε ξύλινο, σύνηθες τραπέζι, το οποίο δεν διαφέρει από τα κατ’ οίκο χρησιμοποιούμενα, δεδομένου ότι οι συνάξεις των χριστιανών γίνονταν συνήθως μυστικά, σε υπερώα, ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί από τους διώκτες. Η κατασκευή της Αγίας Τράπεζας από ξύλο, κατάλληλο, άσηπτο και ιδανικό για σταθερή χρήση ήταν ο κανόνας των πρώτων χριστιανικών ετών. Ο Μέγας Αθανάσιος μνημονεύει την ύπαρξη ξύλινου θυσιαστηρίου ναού, το οποίο μεταφέρθηκε βίαια από τους οπαδούς του Αρείου στην είσοδο του και παραδόθηκε στην πυρά.
Η δημιουργία θυσιαστηρίων από λίθο ή μάρμαρο καθιερώθηκε σχετικά σύντομα, αφού: α) το ξύλο είναι ιδιαίτερα εύθραυστο υλικό και β) η συνήθεια τέλεσης του μυστηρίου πάνω στους τάφους των μαρτύρων, συνετέλεσαν στην προτίμηση των σταθερότερων υλικών. Πολυτελέστερα υλικά επιλέγονταν για την κατασκευή των θυσιαστηρίων πιο περίτεχνων ναών, όπως ο χρυσός, ο άργυρος, οι πολύτιμοι λίθοι κ.α. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης συμβολίζει την από λίθο δόμηση της Αγίας Τράπεζας παραβάλλοντάς την με τον ίδιο το Χριστό, ο Οποίος είναι πέτρα, θεμέλιο, λίθος ακρογωνιαίος και κεφαλή γωνίας, αλλά και πέτρα, από την οποία ξεδιψούσε ο παλαιός Ισραήλ, όταν περιπλανιόταν στην έρημο, μέχρι να καταλάβει τη Γη της Επαγγελίας.
Η θέση της Αγίας Τράπεζας για την ορθόδοξη Ανατολή είναι το κέντρο του Ιερού Βήματος, σε αντίθεση με τους ναούς της Δύσης, οι οποίοι έχουν το θυσιαστήριο σχεδόν συναπτόμενο στη βάση της αψίδας του Ιερού. Η τοποθέτηση της Τράπεζας στο μέσο του Ιερού εκφράζει και τον ψαλμωδό, ο οποίος λέγει: «νίψομαι ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριόν σου, Κύριε» (Ψαλμ. 25,6). Το περιθώριο, που υφίσταται πίσω από το θυσιαστήριο, επιτρέπει την κύκλωσή του από τους ιερείς, αλλά και την ύπαρξη του σύνθρονου στη βάση της κόγχης, το οποίο ήταν αναπόσπαστο τμήμα κάθε παλαιοχριστιανικού ναού.
Η μοναδικότητα της Αγίας Τράπεζας για κάθε ναό είναι δεδομένη, αφού η Θεία Λειτουργία που τελείται σε κάθε ναό είναι μία και μοναδική. Ο Κων. Καλλίνικος αναφέρει ότι το ενιαίο της Αγίας Τράπεζας σε κάθε ναό είναι αρχαία συνήθεια. Σε αυτό συμφωνεί και η πατερική παράδοση, σύμφωνα με μαρτυρίες των Ιγνατίου του Θεοφόρου, Ευσεβίου Καισαρείας και ι. Αυγουστίνου. Η ιερότητα του θυσιαστηρίου το ανέδειξε και σε άσυλο, για όποιον προσφεύγει σε αυτό. Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει το χαρακτηριστικότερο από αυτά τα παραδείγματα. Ο διώκτης του ευνούχος Ευτρόπιος κατέφυγε στο θυσιαστήριο του ναού για να σωθεί, όταν έχασε την εύνοια της αυτοκράτειρας Ευδοκίας. Σχετικές μαρτυρίες καταφυγής καταγράφουν και οι Συνέσιος Πτολεμαΐδος και Αλέξανδρος ΚΠόλεως.
Η τοποθέτηση ιερών λειψάνων μαρτύρων ή/και οσίων στη βάση του θυσιαστηρίου είναι ιδιαίτερα σημαντική και επιτάσσεται από τον ζ’ κανόνα της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ο πγ’ κανόνας της Συνόδου της Καρχηδόνας επιβάλλει την καταστροφή όσων θυσιαστηρίων δεν καθιερώθηκαν με τη χρήση ιερών λειψάνων. Η κατάθεση λειψάνων αγίων αποτελεί ευλαβή συνήθεια, σύμφωνη με την πρωτοχριστιανική τέλεση της αναίμακτης ιερουργίας επί των μαρτυρικών τάφων, αλλά και την κανονική παράδοση της Εκκλησίας, χωρίς όμως να συνεπάγεται και τον καθαγιασμό του θυσιαστηρίου. Η καθιέρωση της Αγίας Τραπέζης γίνεται μέσω της ακολουθίας των Εγκαινίων ναού ή οποιαδήποτε άλλη σχετιζόμενη τελετή, από τον αρχιερέα, στην οποία συνάπτεται και η κατάθεση λειψάνων.
Η στήριξη της πλάκας της Αγίας Τράπεζας μπορεί να αποτελείται από: α) έναν κίονα, ο οποίος τοποθετείται στο μέσο του θυσιαστηρίου και συμβολίζει τον Ένα Χριστό, στον Οποίο στηρίζεται όλος ο κόσμος, σύμφωνα με τον Συμεών Θεσσαλονίκης, ο οποίος αποκαλεί τον κίονα ως «κάλαμο». β) τέσσερις κίονες, οι οποίοι βρίσκονται στις τέσσερις γωνίες του θυσιαστηρίου και εικονίζουν τα τέσσερα Ευαγγέλια, στη διδασκαλία των οποίων στηρίζεται η χριστιανική πίστη. Στις τέσσερις γωνίες της πλάκας της Αγίας Τράπεζας, άλλωστε, τοποθετούνται κατά τα εγκαίνια του ναού οι μορφές των τεσσάρων Ευαγγελιστών με κηρομαστίχη. γ) περισσότερους κίονες, οι οποίοι συμβολίζουν το πλήθος όσων θυσιάστηκαν μαρτυρικά ή συνειδησιακά για τον Χριστό.
Η Αγία Τράπεζα καλύπτεται πρώτα με το κατασάρκιο, δηλαδή ύφασμα λευκό, κυρίως λινό, το οποίο δένεται κατάσαρκα στο θυσιαστήριο την ημέρα των εγκαινίων του και υπογράφεται από τον αρχιερέα που το καθιέρωσε. Το ύφασμα αυτό είναι μόνιμο και μπορεί να αλλαχθεί με ειδική, αρχιερατική ευχή. Πάνω από αυτό κοσμείται η Αγία Τράπεζα με αρμόδια, ευπρεπή και αντάξια εκείνης καλύμματα.
Το ιερό Ευαγγέλιο τοποθετείται πάνω στην Αγία Τράπεζα και κάτω από αυτό βρίσκεται τυλιγμένο το ειλητό, με ή χωρίς αντιμίνσιο, εφόσον ο ναός είναι εγκαινιασμένος, το οποίο εκδιπλώνεται μόνο κατά τη τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Στο μέσο της πίσω πλευράς της πλάκας του θυσιαστηρίου τοποθετείται το αρτοφόριο, αν και αρμοδιότερη θέση του είναι να κρέμεται πάνω από την Αγία Τράπεζα και να έχει μορφή περιστεράς. Δεξιά και αριστερά του αρτοφορίου τοποθετούνται κηροπήγια, ενός κηρίου το καθένα ή κανδήλια. Το θυσιαστήριο του ναού δεν πρέπει να φορτώνεται με τίποτα άλλο, όπως σταυρός ευλογίας (χρήση του οποίου πρέπει να κάνει μόνο ο αρχιερέας), λειτουργικά βιβλία, ανθοστήλες και άνθη, ωρολόγια ή άλλα προσωπικά αντικείμενα του λειτουργού.
Η αρχέγονη Εκκλησία απέφευγε την προσφορά ανθέων στο ναό, αφού είχαν συνδεθεί απόλυτα με τα ειδωλολατρικά τελετουργικά. Προοδευτικά η άρνηση αυτή κάμφθηκε και τα άνθη καλλωπίζουν τους ναούς ως προσφορές των πιστών. Η θέση τους πάνω στην Αγία Τράπεζα, όμως, είναι ανυπόστατη. Τα μόνα προσφερόμενα που τίθενται σε αυτή είναι ο άρτος και ο κεκραμένος οίνος, τα οποία προορίζονται να καθαγιασθούν σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Οι λειτουργικές δέλτοι, επίσης, δεν πρέπει να αποτίθενται στην Αγία Τράπεζα, αφού δεν είναι αποθετήριο λειτουργικών εγχειριδίων. Ο λειτουργός οφείλει να ακουμπά το λειτουργικό βιβλίο όσο το δυνατόν λιγότερο πάνω στην Αγία Τράπεζα και να το αποθηκεύει εκτός αυτής, όταν δεν τελείται κάποια ακολουθία.
Η τοποθέτηση κουβουκλίου ή κιβωρίου πάνω από αυτή είναι συχνή. Στηρίζεται σε τέσσερις κίονες, η βάση των οποίων είναι είτε στις τέσσερις γωνίες της πλάκας του θυσιαστηρίου, είτε στο δάπεδο των τεσσάρων γωνιών και είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή μάρμαρο. Ο Θεόδωρος Στουδίτης το αποκαλεί και «συγκαλύπτρα». Ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων το θεωρεί ως σύμβολο της Κιβωτού του Νώε. Ο Γερμανός ΚΠόλεως το αποκαλεί «όροφο» και εικονίζει με αυτό τον ουρανό, σε αντίθεση με την Αγία Τράπεζα, η οποία είναι η γη, σύμφωνα με την αγιογραφική ρήση: «ὁ δὲ Θεὸς βασιλεὺς ἡμῶν πρὸ αἰώνων, εἰργάσατο σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς» (Ψαλμ. 73, 12).
Η Αγία Τράπεζα οφείλει να παραμένει ελεύθερη σε όλες τις πλευρές της. Η συνήθεια τοποθέτησης διαφόρων αντικειμένων στην πίσω πλευράς της καλό είναι να αποφεύγεται. Μεταξύ αυτών συχνότερα είναι: α) Ο Εσταυρωμένος ή ο σταυρός λιτανείας. Ο πρώτος είναι απομίμηση της Σταύρωσης του Χριστού με καταβολές στο βυζαντινό θρησκευτικό θέατρο. Η χρήση του τη Μεγάλη Παρασκευή τον καθιέρωσε να τοποθετείται πίσω από την Αγία Τράπεζα, ενώ η πραγματική θέση του είναι στα λυπηρά, δηλαδή στην κορυφή της μέσης του τέμπλου. Η τοποθέτησή του πίσω ακριβώς από την Αγία Τράπεζα ή στη βάση της αψίδας του Βήματος είναι ανυπόστατη και δεν αρμόζει στη θεολογία και το συμβολισμό του χώρου. Ο δεύτερος είναι ο γνωστός σταυρός, κατασκευασμένος από πολύτιμα μέταλλα ή ξύλο. Η θέση του, εκτός από τη λειτουργική χρήση του στις ιερές πομπές, είναι στο σκευοφυλάκιο του ναού.
β) Τα εξαπτέρυγα. Κυκλικής μορφής ριπίδια, τα οποία εικονίζουν τις ομώνυμες αγγελικές δυνάμεις. Η αρχική χρήση τους προοριζόταν για τον ριπισμό των Τιμίων Δώρων από τους διακόνους ή υποδιακόνους, ώστε να απομακρύνονται τα έντομα από αυτά. Η σύγχρονη λατρεία τα εντάσσει στις λιτανευτικές πομπές. Η θέση τους δεν είναι πίσω από την Αγία Τράπεζα, αλλά στο σκευοφυλάκιο, όπως και ο σταυρός λιτανείας.