Οι ρίζες του νέου Ελληνισμού

18 Νοεμβρίου 2022

Τι κρύβεται πίσω από την διατύπωση «Είμαι Έλληνας»; Δηλώνουμε καταγωγή; Δηλώνουμε πολιτιστική ταυτότητα; Δηλώνουμε εθνική οντότητα μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον, όπου συγκρούεται η παγκοσμιοποίηση με την συσπείρωση γύρω από και εθνική ταυτότητα; Δηλώνουμε ένα συγκεκριμένο όραμα για το μέλλον; Ή μήπως όλα μαζί;

Ως ελληνική κοινωνία, βιώνουμε αντιφάσεις και συγκρούσεις, συχνά οξύτατες, με εμφανή την αδυναμία μας να τις ερμηνεύσουμε και, κατά συνέπεια, να τις υπερβούμε. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη γνώσης και κατανόησης του ιστορικού μας παρελθόντος, με σκοπό, όχι την παρελθοντολογία, αλλά την διευκόλυνση συνοχής της νεοελληνικής κοινωνίας, η οποία καλείται να διαχειριστεί ιστορικές εκκρεμότητες, ενώ συγχρόνως υφίσταται συνέπειες παγκοσμιοποιημένων σύγχρονων συγκρούσεων με πρωτόγνωρα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Όπως επισημαίνει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, «η εθνική μας συνέχεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του σύγχρονου Ελληνισμού στους σημερινούς κρίσιμους υπαρκτικούς προσανατολισμούς του» . Θα δυσκολέψει πολύ η διαχείριση αυτού του προβλήματος, αν αποκλειστεί η Ορθόδοξη πίστη ως καθοριστικός παράγοντας κατανόησης των ιστορικών οραμάτων που οδήγησαν στην επανάσταση του ΄21, αλλά και στην διαμόρφωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους που φτάνει μέχρι σήμερα.

Ο νέος Ελληνισμός στον οποίο ανήκουμε, αποτέλεσε όραμα από το 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων. «Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, εκ των ιστορικών της Αλώσεως, θρηνώντας την Άλωση της Βασιλίδος των πόλεων, και γράφοντας στην πατρίδα του, την Αθήνα, έβλεπε πέρα βαθιά μες στον χρόνο την δημιουργία ενός νέου κόσμου, του Νέου Ελληνισμού, ως συνεχιστή της υπόδουλης πλέον αυτοκρατορίας» . Ήδη από τότε, ο απλός λαός, σχεδόν από ένστικτο, αντιλήφθηκε πως, παράγοντας της ενότητας και της ταυτότητας του δεν μπορούσε πια να είναι ένα ορατό πολιτικό κέντρο όπως η Κωνσταντινούπολη, αλλά οι κοινοτικοί θεσμοί, η συνέχεια των ηθών και των εθίμων από την αρχαιότητα και εντεύθεν, τα λογοτεχνικά έργα τα γραμμένα στην δημώδη γλώσσα και η κοινή αντίσταση εναντίον των Φράγκων κατακτητών. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τον πανσλαβισμό του Φαλμεράιερ, ο οποίος αμφισβήτησε τη ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, οδήγησε τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο να επισημάνει την τρήσιμη ενότητα του Ελληνισμού στο σχήμα Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός .

Με την δεύτερη Άλωση, η προσπάθεια της συνέχισης του Ελληνισμού εντάθηκε και εκφράστηκε ιδιαίτερα στη σύνδεση δημοτικού τραγουδιού και αρχαίας τραγωδίας, καθώς και στη δημιουργία του ακριτικού τραγουδιού από τον Πόντο και την Καππαδοκία ως την Κρήτη και την Κύπρο με τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Παράλληλα, οι αρχαίοι Έλληνες ήρωες όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, συνέχισαν να μεταβάλλονται σε σύμβολα ελευθερίας, όπως και επί Φραγκοκρατίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μανουήλ Παλαιολόγο, που ως διοικητής της Θεσσαλονίκης την περίοδο 1381-1387, ενθαρρύνει τους Θεσσαλονικείς με το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος» και τους θυμίζει ότι είναι απόγονοι του μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου .

Συγχρόνως, ανακύπτει η ανάγκη διαφοροποίησης της Ανατολικής Ορθόδοξης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρωμαιοκαθολική Δύση. Αυτή η διαφοροποίηση εκφράστηκε με τον όρο «Έλλην» και λίγο αργότερα, το ίδιο περιεχόμενο πήρε η λέξη «Γένος».

Χωρίς αμφιβολία, την ιδιοπροσωπεία του νέου Ελληνισμού σφράγισε η σύζευξη αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και Χριστιανισμού. Ο νέος Ελληνισμός, ως συνέχεια του αρχαίου Ελληνισμού με άξονα την καταγωγή, αποτελεί αναμφίβολα δυσκολότατο ιστορικό θέμα. Με άξονα όμως τον πολιτισμό και την εξέλιξη της πνευματικότητας τα πράγματα απλουστεύονται: ο Χριστιανισμός έδωσε μία νέα διάσταση στην αναζήτηση των αρχαίων Ελλήνων ως προς την αλήθεια και έδωσε διέξοδο στον πόθο τους για τελειότητα, προτείνοντάς του, αντί του «καλού καγαθού», τον εν Χριστώ θεωμένο άνθρωπο.

Αυτό που απορρίφθηκε από τον Ελληνισμό ήταν ο παγανισμός, όχι μόνον ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλά και ως τρόπος ζωής (διονυσιακός αισθησιασμός-η απολυτοποίηση της ηδονής) και η εξήγηση του κόσμου μέσω του μύθου ως πτώση από τον Λόγο και την αλήθεια. Ανανεωμένος και ολοκληρωμένος ο Ελληνισμός, μέσα στην Ορθοδοξία, μεγαλούργησε και δοξάστηκε στην κατοπινή του ιστορική πορεία .
Φανέρωση αυτής της δόξας αποτελεί η Ρωμανία.

Ρωμανία – Ρωμηοσύνη: το όραμα της χριστιανικής οικουμένης.

Χώρος της ιστορικής πραγμάτωσης της νέας ελληνικής ταυτότητας υπήρξε η Ρωμανία-Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε όλη την ιστορική έκταση της (περίοδος Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή). Οι όροι «Βυζάντιο» και «βυζαντινή ιστορία» είναι ανύπαρκτοι. Τους εαυτούς τους ονόμαζαν οι Βυζαντινοί μόνον «Ρωμαίους», η αυτοκρατορία τους ήταν Ρωμαϊκή και πρωτεύουσα των η Νέα Ρώμη . Ο όρος «Ρωμανία» για τον προσδιορισμό του χριστιανικού ρωμαϊκού κράτους, είναι γνωστός ήδη τον 4ο αιώνα και χρησιμοποιείται από Έλληνα συγγραφέα, τον Μέγα Αθανάσιο. Με τη γενίκευση του ονόματός «Ρωμαίος» από τον 3ου αιώνα μ.Χ. αιώνα, ο Έλληνας έγινε πολίτης της εξελληνισμένη πολιτιστικά ρωμαϊκής οικουμένης. Το 332 μ. Χ. με τη θεμελίωση της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης, έγινε πολίτης της χριστιανικής οικουμένης, της Ρωμανίας. Από τότε θα ονομάζεται, μαζί με όλους τους άλλους λαούς της αυτοκρατορίας, Ρωμαίος (και Ρωμηός) που θα σημαίνει «ορθόδοξος πολίτης της χριστιανικής οικουμένης». Το στοιχείο της πίστεως θα ταυτιστεί με την εθνικότητα και αυτό θα κρατήσει μέχρι τον 19ο αιώνα. Δεν θα είναι όμως πια πολίτης της παλαιάς αλλά της Νέας Ρώμης. «Ρωμανία» και «Ρωμηός» είναι οι εθνικές ονομασίες του μεσαιωνικού Ελληνισμού και εκφράζουν την οργανική συνέχεια του.

Το νέο κέντρο αναφοράς

«Οι Έλληνες αναπροσανατολίστηκαν, έτσι, από την Αθήνα και τα άλλα ελληνικά κέντρα προς την Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως άρνηση της ελληνικότητας τους. Ο πόλεμος ενάντια στην ειδωλολατρία δεν ήταν απόρριψη του Ελληνισμού κάθε αυτόν αλλά αντίθεση στην ιδεολογική μανία και τις δεισιδαιμονίες της αρχαίας θρησκείας. Από τον 7ο και 8ο αιώνα η χριστιανική αυτοκρατορία έγινε καθαρά ελληνική. Γιατί η ελληνικότητα, ως φιλαλήθεια, σώθηκε μέσα στην Πατερική Θεολογία και την εκκλησιαστική λατρεία, σε μία αδιατάρακτη συνέχεια. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η συνεχής σπουδή της ελληνικής φιλοσοφίας και γλώσσας στην παιδεία αλλά και η συνεχής χρήση της ελληνικής γλώσσας στην καθημερινή ζωή ώστε να είναι δυνατή η αδιάκοπη άντληση από το δυναμικό αυτό φορέα του ελληνικού πνεύματος» .

Πέρα από την εθνικότητα

Τα ελληνικά αυτά χαρακτηριστικά δεν οδήγησαν σε εθνικιστική συνείδηση. Η Ρωμανία αποτελούσε πραγματικότητα και, αργότερα, όραμα των υπόδουλων ως υπέρ- φυλετική και υπερ-εθνική ιδιότητα, γιατί ολόκληρη ήταν ένα χριστιανικό έθνος. Η συγγένεια προέκυπτε από το ομόδοξον και όχι από τη φυλή. Μέσα στην κοινή λατρεία αμβλύνονταν οι εθνικές αντιπαραθέσεις και όλοι οι λαοί ως φυλές είχαν την αίσθηση του «ανήκειν» σε μία ευρύτερη πνευματική ενότητα. Γι΄ αυτό και στην βυζαντινή αυτοκρατορία δεν παρουσιάστηκαν ποτέ συμπτώματα ρατσισμού.