Οικουμένιος: Ο Χριστός θα έρθει ολοφάνερα ώστε να τον δει κάθε άνθρωπος, ακόμη και οι υπερβολικά αμαρτωλοί και ασεβείς

28 Νοεμβρίου 2022

«Η Ανάληψις».

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οικουμενίου: Ερμηνεία της Αποκαλύψεως του Ιωάννου

Λόγος πρώτος

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=340510

 

Ιδού έρχεται πάνω στου ουρανού τις νεφέλες, και θα τον δει κάθε οφθαλμός, ακόμη κι όσοι τον κέντησαν με τη λόγχη, και θα κλάψουν εξαιτίας του όλες οι φυλές της γης. Ναι, αμήν»!

Το ότι αυτός έρχεται πάνω στου ουρανού τις νεφέλες, και ο ίδιος ο Κύριος αποκάλυψε για τον εαυτό του, λέγοντας στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο τα εξής: «Και οι ουράνιες δυνάμεις θα διασαλευτούν, και τότε θα δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω σε νεφέλες με πολλή δύναμη και δόξα». Πιστεύω, λοιπόν, ότι όπως ακριβώς ανυψώθηκε αυτός στους ουρανούς κατά την ημέρα της Αναλήψεως -έχει γραφεί στις Πράξεις ότι μια νεφέλη τον υποβάσταξε και τον επήρε μπροστά από τα μάτια τους-, έτσι πάλι σε νεφέλη θα επανέλθει.

Και θεωρώ ότι η θεία Γραφή μεταφορικά ονομάζει νεφέλες τους αγίους αγγέλους, επειδή είναι ανάλαφροι και υπερυψώνονται και πετούν στον αέρα, σαν να έλεγε «θα επανέλθει ο Κύριος βασταζόμενος και δορυφορούμενος από θείους αγγέλους» έτσι μάλιστα τον παρουσιάζει και ο προφήτης, λέγοντας ότι επιβιβάστηκε στα χερουβίμ και πέταξε, έτρεξε με του ανέμου τα φτερά.

Και θα τον δει, λέει, κάθε «οφθαλμός», ακόμη κι όσοι τον «κέντησαν με τη λόγχη»· κατά τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του λοιπόν δεν θα έρθει κρυφά και χωρίς να γίνει αντιληπτός όπως συνέβη πριν, όταν με σάρκα φανερώθηκε στον κόσμο -της παρουσίας αυτής το συγκεκαλυμμένο δηλώνοντας ο προφήτης έλεγε ότι «θα κατεβεί σαν τη δροσιά στο μαλλί και σαν τη σταγόνα που ποτίζει τη γη»-, αλλά θα έρθει με παρρησία και ολοφάνερα ώστε να τον δει κάθε άνθρωπος, ακόμη και οι υπερβολικά αμαρτωλοί και ασεβείς, στων οποίων την παράταξη θα τοποθετηθούν όσοι του φέρθηκαν υβριστικά ή τον διατρύπησαν με τη λόγχη.

«Και θα κλάψουν εξαιτίας του», λέει, όλες οι φυλές της γης, δηλαδή όσες επέμειναν στην απιστία και δεν αποδέχθηκαν να κλίνουν τον αυχένα τους στον σωτήριο ζυγό του· το δε «εξαιτίας» του να το εννοήσεις για τη στιγμή της φανέρωσης και παρουσίας του. Έπειτα δηλώνοντας ότι οπωσδήποτε θα γίνουν, πρόσθεσε το «ναι, αμήν», λέγοντας ξεκάθαρα ότι «τούτα θα πραγματοποιηθούν με απόλυτη ακρίβεια και οπωσδήποτε·» γιατί όπως στα ελληνικά το «ναι» δηλώνει τη βεβαιότητα για όσα θα συμβούν. Έτσι λειτουργεί και στα εβραϊκά το «αμήν».

«’Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα’, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ και Κύριος της κτίσεως».

Το μεν Άλφα σημαίνει την αρχή, ενώ το Ωμέγα το τέλος· συνεπώς λέει «εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος», φανερώνοντας με το πρώτο μεν το άναρχο του Θεού ενώ με το τελευταίο το ατελεύτητο· και επειδή στους ανθρώπους δεν υπάρχει κάτι που να είναι χωρίς αρχή και τέλος, χρησιμοποίησε καταχρηστικά τη δική μας αρχή και το τέλος αντί για το άναρχο και ατελεύτητο του Θεού.

Το ίδιο έλεγε ο Θεός και μέσω του Ησαΐα· «Εγώ είμαι ο Θεός ο πρώτος, και εγώ είμαι στα επερχόμενα έτη». Ονομάζει δε τον Θεό παντοκράτορα και Κύριο της κτίσεως, όχι μόνο της αισθητής αλλά και της νοητής.

«Εγώ ο Ιωάννης, ο αδελφός σας και ο κοινωνός μαζί σας στις θλίψεις και στη βασιλεία και στην υπομονή με τη δύναμη του Ιησού».

Έγραφε προς τους πιστούς που υπέφεραν πολλά εκ μέρους όσων καταδίωκαν τους ευσεβείς εξαιτίας του λόγου και του κηρύγματος του Χριστού· συνεπώς ονομάζει τον εαυτό του «με τη δύναμη του Ιησού» κοινωνό, όπως ακριβώς των θλίψεων και της υπομονής, έτσι ακριβώς και της βασιλείας του Θεού, την οποία προξενούν οι θλίψεις αυτού του κόσμου για χάρη του Λόγου.

«Βρέθηκα στο νησί που λέγεται Πάτμος, για τον λόγο του Θεού και την μαρτυρία του Ιησού».

Για τον Ιησού, λέει -διότι αυτό σημαίνει με τη «δύναμη του Ιησού»-, και για τον «λόγο» του και την «μαρτυρία» την οποία εγώ έδωσα με το να κηρύξω το Ευαγγέλιό του, βρέθηκα, λέει, εξόριστος στην Πάτμο. Και ότι τούτο του συνέβη στα χρόνια του βασιλιά Δομετιανού, το εξιστορεί ο Ευσέβιος στον «Χρονικό Κανόνα». Έπειτα, λέει,  «κατοικώντας στο νησί που προανέφερα, «ημέρα Κυριακή με συνήρπασε το Πνεύμα».

Με το να πει ότι με «συνήρπασε το Πνεύμα», φανερώνει, ότι είδε οπτασία που δεν γίνεται αισθητή και αντιληπτή με σαρκικά αυτιά ή μάτια, αλλά με προφητικά. Γι’ αυτές τις πνευματικές ακοές ανέφερε ο Ησαΐας ότι «πρωί μου αύξησε τον φωτισμό του νου, πρωί μου όξυνε την ακοή για ν ̓ ακούσω· και η παιδεία του Κυρίου μου ανοίγει τα αυτιά».

«Και άκουσα μια μεγάλη φωνή σαν από σάλπιγγα, που μου έλεγε: ‘Ιωάννη, γράφε ό,τι βλέπεις σε βιβλίο, και στείλε το στις επτά εκκλησίες: Στην Έφεσο, στη Σμύρνη, στην Πέργαμο, στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις, στη Φιλαδέλφεια και στη Λαοδίκεια’».

Υπάρχουν περισσότερες πόλεις στην Ασία, αλλά ο Ιωάννης προστάζεται να γράψει στις πόλεις που μαθήτευσαν σ’ αυτόν και αποδέχθηκαν την πίστη του Χριστού. Τι θα μπορούσε, βέβαια, να νουθετήσει κάποιος στις πόλεις που ζουν στην απιστία και μακριά από τον λόγο της σωτηρίας;

«Γύρισα τότε να δω τη φωνή που μου λαλούσε. Και καθώς γύρισα, είδα επτά λυχνοστάτες χρυσούς, και στο μέσον των επτά λυχνοστατών κάποιον που έμοιαζε με άνθρωπο, ντυμένον με ποδήρη χιτώνα και μια χρυσή ζώνη που του έζωνε το στήθος. Το κεφάλι του και οι τρίχες ήταν σαν ολόλευκο μαλλί και σαν χιόνι, ενώ τα μάτια του σαν τη φλόγα της φωτιάς· τα πόδια του όμοια με χαλκολίβανο πυρωμένο στο καμίνι· η φωνή του σαν τη βουή από πολλά νερά. Στο δεξί του χέρι κρατούσε επτά αστέρια, και από το στόμα του έβγαινε ρομφαία δίστομη ακονισμένη· η όψη του σαν τον ήλιο που λάμπει με όλη του τη δύναμη».

Οι επτά «λυχνοστάτες», όπως ο ίδιος ερμηνεύει παρακάτω, είναι οι επτά εκκλησίες προς τις οποίες προστάχθηκε να γράψει και τις ονόμασε «λυχνοστάτες» γιατί μεταφέρουν πάνω τους το φως της δόξας του Χριστού.

Δεν τις ονόμασε λοιπόν λύχνους, αλλά «λυχνοστάτες»· επειδή ο λυχνοστάτης δεν έχει ο ίδιος το φως, αλλά μεταφέρει πάνω του αυτό που μπορεί να φωτίσει· και ο Χριστός φωτίζει νοητά τις εκκλησίες του. Όπως ακριβώς δηλαδή ο ιερός απόστολος νουθετεί όσους δέχτηκαν την πίστη «να λάμπετε σαν αστέρια στον κόσμο, βαστώντας σφιχτά τον λόγον της ζωής» -ο ίδιος βέβαια ο αστέρας από μόνος του δεν έχει φως, αλλά είναι κατάλληλος να δεχτεί φως από εξωτερική πηγή-, έτσι κι εδώ ο ευαγγελιστής είδε τις εκκλησίες σαν λυχνοστάτες και όχι σαν λύχνους.

Και πράγματι έχει ειπωθεί σχετικά με τον Χριστό ότι «φωτίζεις εσύ κατά τρόπο θαυμαστό από τα αιώνια τα βουνά» ίσως τις αγγελικές δυνάμεις-, και σε άλλο σημείο προς τον Πατέρα ότι «στείλε το φως και την αλήθειά σου», και πάλι ότι «το φως του προσώπου σου Κύριε»· και οι μέτοχοι του θείου φωτός περιγράφηκαν αλλού ως αστέρια και αλλού ως λυχνοστάτες.

Λέει δε τους λυχνοστάτες «χρυσούς» λόγω της αγιότητος και της υπεροχής όσων αξιώθηκαν να δεχτούν το θείο φως. Και στο μέσον, λέει, των «επτά λυχνοστατών κάποιον που έμοιαζε με άνθρωπο»· αν ο ίδιος ο Κύριος υπόσχεται ότι θα κατοικήσει και θα συμπορεύεται με τις ψυχές όσων τον δέχτηκαν, πώς δεν θα φανερωνόταν στο μέσον των λυχνοστατών;

Εξάλλου άνθρωπο λέει τον Χριστό που για χάρη μας ταπεινώθηκε μέχρι που «πήρε μορφή δούλου», που έγινε ο καρπός της γαστρός κατά τον θεσπέσιο μελωδό, μάλιστα της γαστρός της απειρογάμου και αειπαρθένου Μαρίας· επειδή όμως η Μαρία είναι άνθρωπος και αδελφή μας, εύλογα ο εξ αυτής κατά τη σάρκα χωρίς σπορά Θεός Λόγος διατελεί και άνθρωπος. Με ακρίβεια λοιπόν μίλησε και δεν τον ονόμασε άνθρωπο, αλλά που «έμοιαζε με άνθρωπο»· όμως ο Εμμανουήλ είναι όχι μόνον Θεός, αλλά και των όλων Κύριος. Ποικιλοτρόπως μάλιστα απεικονίζει η οπτασία την όψη του, περιγράφοντας τη μορφή του από τις ενέργειες και τις δυνάμεις του.

Και πρώτα μεν τον περιβάλλει με ιερατική αμφίεση, αφού ο «ποδήρης χιτώνας» και η «ζώνη» είναι αμφίεση ιερέως· διότι από τον Θεό και πατέρα έχει ειπωθεί προς αυτόν ότι «συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ», αλλά και ο απόστολος ονομάζει τον Χριστό αρχιερέα και απόστολο της πίστεως που ομολογούμε επειδή ιερουργεί και προσάγει την ομολογία της πίστεώς μας στην εαυτό του και επομένως στον Πατέρα και στο Πνεύμα.

Έπειτα τον περιβάλλει με «χρυσή ζώνη», ενώ κατά τον νόμο οι ιερείς έχουν τη ζώνη από καλλιτεχνικά κεντημένο ύφασμα· διότι έπρεπε να παρουσιαστεί η διαφορά μεταξύ των δούλων και του δεσπότη, της σκιάς του Μωσαϊκού νόμου και της αλήθειας της Καινής Διαθήκης.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, Οικουμενίου, «Ερμηνεία της Αποκαλύψεως του Ιωάννου» έγινε από την Ιερά Μονή Σταυρονικήτα Αγίου Όρους. Η εισαγωγή και η μεταγραφή του κειμένου στην νεοελληνική έγινε από Μοναχούς της Μονής.