Κυριακή Ζ’ Λουκά: Έχουμε ακουμπήσει την ελπίδα μας στο Χριστό;

5 Νοεμβρίου 2022

Σήμερα, το Ευαγγελικό ανάγνωσμα μάς παρουσιάζει αρκετά στοιχεία που χρειάζεται να έχουμε στη ζωή μας.

Φεύγοντας ο Χριστός από την πόλη των Γαδαρηνών, κατευθύνεται προς την Καπερναούμ. Ξαφνικά, μέσα στον κόσμο, πέφτει στα πόδια του Χριστού, ο αρχισυνάγωγος της συναγωγής της Καπερναούμ, ο Ιάειρος, να μεταβεί στο σπίτι του γιατί η κόρη του ήταν έτοιμη να πεθάνει σε ηλικία μόλις 12 ετών. Στην πορεία του Χριστού προς το σπίτι του Ιαείρου, ο λαός ήταν ασφυκτικά κοντά Του και, ξαφνικά, μία γυναίκα ακούμπησε την άκρη του ενδύματός Του, κρυφά για να μην τη δει κανένας, και έγινε καλά, αφού 12 χρόνια έπασχε από αιμορραγία και ξόδεψε όλη την περιουσία της για να γίνει καλά.

Τότε, ο Χριστός είπε: «τίς ὁ ἁψάμενός μου;» (Ποιος με άγγιξε;). Όλος ο λαός αρνιόταν κάτι τέτοιο· τότε ο Πέτρος και οι υπόλοιποι μαθητές του Χριστού, είπαν: «ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;» (Διδάσκαλε, ο λαός σε περικύκλωσε και σε πιέζει ασφυκτικά και εσύ λες, ποιος με άγγιξε;).

Η απάντηση του Χριστού ήταν: «ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Κάποιος με άγγιξε, γιατί κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική). Η γυναίκα κατάλαβε ότι δεν πέτυχε να μείνει κρυφτή από το Χριστό και βγήκε με φόβο ενώπιον του Διδασκάλου για να περιγράψει την κατάστασή της.

«θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» ήταν η απάντηση του Χριστού προς τη γυναίκα που αντιμετώπιζε και θεραπεύτηκε από το χρόνιο πρόβλημά της.

Αφού συνομιλούσε ο Χριστός με την αιμορροούσα, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυνάγωγου Ιαείρου και μετέφερε το μήνυμα ότι η κόρη του πέθανε και να μην κουράζει άλλο το Διδάσκαλο. Η απάντηση του Χριστού και σε αυτό το σημείο ήταν καθοριστική: «μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται».

Φθάνοντας στο σπίτι του Ιαείρου, μπήκε στο δωμάτιο της νεκρής κόρης ο Χριστός, ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος, ο πατέρας και η μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν για τον άδικο χαμό του νεαρού κοριτσιού και  ο Χριστός τους απαντάει ότι: «μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει», (Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται). Αυτοί, όμως, ήταν βέβαιοι ότι πέθανε και περιγελούσαν το Χριστό που είπε αυτά τα λόγια.

Βγάζει από το δωμάτιο της κόρης όλους τους παρευρισκόμενους, πιάνει το χέρι της κόρης και λέει: «ἡ παῖς, ἐγείρου» (Κόρη, σήκω επάνω). Επέστρεψε το πνεύμα της και αναστήθηκε και διέταξε ο Χριστός να της δώσουν να φάει. Παρήγγειλε, όμως, να μην πουν πουθενά ό,τι έγινε.

Και στα δύο γεγονότα που περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο Ιάειρος και η αιμορροούσα είχαν πίστη και ελπίδα στο Χριστό. Η μεν αιμορροούσα ξόδεψε όλα τα λεφτά και την περιουσία της για να βρει την υγεία και ο δε Ιάειρος δεν μπορούσε από τη θέση που κατείχε να βοηθήσει την κόρη του. Προσπάθησαν μόνοι τους να βρουν λύση, όμως ήταν μάταια. Στο τέλος, τους έμεινε να ελπίζουν σε μία βοήθεια από το Χριστό. Ο Χριστός που είναι «η ελπίδα πέρα από την ελπίδα», κατά τον Μητροπολίτη Σουρόζ Αντώνιο Bloom. Με τις ανθρώπινες δυνάμεις δεν μπορούσαν, πλέον να κάνουν τίποτα, όμως «Ὅ,τι εἶναι ἀδύνατο στὸν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατὸ στὸν Θεό», κατά το λόγο του Κυρίου.

Ας δούμε λίγο και τον εαυτό μας!

Έχουμε ακουμπήσει την ελπίδα μας στο Χριστό;

Έχουμε πίστη στο Χριστό;

Έχουμε πίστη στο θέλημά Του ή θέλουμε να γίνει το δικό μας θέλημα;

Μάλλον, ακόμα δεν έχουμε φτάσει στον Ιάειρο και στην αιμορροούσα· και το λέω, πρώτα για μένα.

Θέλουμε, σε κάθε στάδιο της ζωής μας, να έχουμε τον έλεγχο εμείς. Θέλουμε να γίνει αυτό που θέλουμε εμείς· και όχι ο Θεός.

Όταν πηγαίνουμε στην Εκκλησία, στον οίκο του Θεού, καταλαβαίνουμε Ποιος είναι εκεί μέσα;

Έχουμε τη δυνατότητα, εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, όχι μόνο να αγγίζουμε το Χριστό αλλά να παίρνουμε όλο το Χριστό, όλο το Σώμα Του, διά της Θείας Κοινωνίας. Η αιμορροούσα έγινε καλά μόνο που ακούμπησε το ένδυμα του Χριστού. Εμείς, άραγε που μπορούμε να έχουμε μέσα μας ολόκληρο το Χριστό, γνωρίζουμε τι είναι;

Η αιμορροούσα, μάς δείχνει και πάλι το δρόμο. Ήθελε να πάει κοντά στο Χριστό για να γίνει καλά, αλλά λόγω του πολύ κόσμου που ήταν γύρω γύρω από το Χριστό ήταν αρκετά δύσκολο. Δεν το έβαλε κάτω. Έκανε την προσπάθειά της και τα κατάφερε.

Ας κάνουμε και εμείς το ίδιο. Να κάνουμε μία προσπάθεια, να πορευτούμε έναν δρόμο που θα μας οδηγήσει κοντά στο Χριστό.

Ας ξεκινήσουμε στην ώρα της Θείας Λειτουργίας και να προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε όλες τις σκέψεις και τους προβληματισμούς εκείνη την ώρα και να εστιάσουμε στα τελούμενα εντός του ναού. «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…», μάς λέει η Εκκλησία το Μ. Σάββατο.

Ας προσπαθήσουμε να έχουμε πίστη στο Θεό και να στρέψουμε όλες μας τις ελπίδες σε Αυτόν! Οι άνθρωποι, ίσως, μας απογοητεύσουν ορισμένες φορές· ο Θεός, όμως, ποτέ. Γιατί μάς αγαπάει αφού είμαστε παιδιά Του!