Ο Μάρτυρας Βαβύλας ένοιωθε χαρά για τα δεσμά του, πονούσε όμως για την καταδίκη εκείνου που τον έριξε στα δεσμά!

11 Νοεμβρίου 2022

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Εις τον μακάριον Βαβύλαν
Λόγος δεύτερος
Και εναντίον του Ιουλιανού και των ειδωλολατρών

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=355524

 

Ι. Έτσι, όπως είπα, όταν κάνη αρχή η αμαρτία και δε βρη κανένα να την εμποδίση να προχωρήση, δύσκολα σταματά, γίνεται ασυγκράτητη, σαν τα μανιασμένα άλογα που όταν πετάξουν το χαλινάρι από το στόμα τους και ρίξουν τον καβαλάρη από πάνω τους ανάσκελα, και κλωτσήσουν όσους βρουν, καθώς κανείς δεν μπορεί να τα σταματήση, με το άτακτο τρέξιμό τους πάνε και καταγκρεμίζονται.

Γι’ αυτό ακριβώς ο εχθρός της σωτηρίας μας οδηγεί στη μανία τις ψυχές αυτές, για να τις πετύχη χωρίς κανένα που θα τις φρόντιζε και να τις ρίξη σε χίλια κακά.

Γιατί και οι σωματικά άρρωστοι μέχρι να ανέχωνται τους γιατρούς να τους πλησιάζουν, μεγάλη ελπίδα έχουν να θεραπευθούν, μα όταν πέσουν σε παραφορά και κλωτσούν και δαγκώνουν όσους θέλουν να τους απαλλάξουν από την ασθένεια, τότε η αρρώστια τους είναι αγιάτρευτη και σ’ αυτό φταίει όχι η ίδια η αρρώστια αλλά το ότι δεν υπάρχει κανείς που να μπορή να τους απαλλάξη από τη μανία.

Σε τέτοια μανία κατάντησε κι αυτός, γιατί πήρε το γιατρό που ακόμα του καθάριζε το τραύμα, τον έδιωξε αμέσως και τον απομάκρυνε όσο γινόταν πιο μακριά από το σπίτι του. Και μπορούσε να μάθη κανείς το δράμα του Ηρώδη όχι πια ακούγοντάς το αλλά και βλέποντάς το με κάθε λεπτομέρεια, γιατί ο διάβολος το έφερε πάλι στο θέατρο της ζωής με περισσότερο πλούτο και προετοιμασία.

Μόνο που τώρα έβαλε το βασιλέα αντί τον τετράρχη κι έκανε το έργο όχι με μια αιτία, αλλά με διπλή υπόθεση και πολύ πιο βρωμερή από την πρώτη για να γίνη η τραγωδία λαμπρότερη όχι μόνο με τα περισσότερα εγκλήματα αλλά και με το είδος τους.

Γιατί τώρα δεν προσβαλλόταν ένας γάμος όπως τότε, αλλά ο πονηρός έπλεξε αυτήν την ιστορία όχι με μια παράνομη σχέση αλλά με τον πιο καταραμένο μόλυσμα της παιδοκτονίας και με τη σκληρότατη τυραννία και με την παρανομία που δεν έγινε σε γυναίκα αλλά στην ίδια την άγια λατρεία.

Όταν ρίχτηκε λοιπόν στο δεσμωτήριο ο μακάριος ένοιωθε χαρά για τα δεσμά του, πονούσε όμως για την καταδίκη εκείνου που τον έριξε στα δεσμά.

Γιατί όταν ένας πατέρας ή ένας διδάσκαλος, από τη μοχθηρία κι από τη δυστυχία του παιδιού του ο ένας και του μαθητή του ο άλλος, γίνωνται πιο ξακουστοί, δεν τους αφήνει η λύπη να νοιώσουν ευχαρίστηση γι’ αυτή τη φήμη που απόκτησαν. Γι’ αυτό και ο μακάριος Παύλος έλεγε στους Κορίνθιους· «Ευχόμαστε να μην κάνετε κανένα κακό, όχι για να φανούμε εμείς άξιοι αλλά για να κάνετε σεις το καλό κι εμείς ας φαινόμαστε ανάξιοι».

Έτσι κι εκείνος ο θαυμαστός τότε, πιο πολύ ποθούσε τη σωτηρία του μαθητή του από το κέρδος που θα είχε από τα δεσμό του κι επιθυμούσε ν’ αποκτήση φρόνηση ο βασιλιάς κι εκείνος ας έχανε τους επαίνους για το διωγμό του, η καλύτερα, ευχόταν να μην είχε πέσει καθόλου ο βασιλιάς σ’ αυτή την αμαρτία. Γιατί οι άγιοι δε θέλουν τα στεφάνια τους πλεγμένα με τις συμφορές των απίστων, κι αφού δεν θέλουν από των απίστων τις συμφορές, πολύ περισσότερο δεν θέλουν να είναι πλεγμένα από τα κακά που συμβαίνουν στους δικούς τους.

Γι’ αυτό το λόγο και ο μακάριος Δαβίδ μετά τα τρόπαια και τη νίκη πενθούσε κι έκλαιγε, επειδή η νίκη έγινε με τη συμφορά του παιδιού του, και στους στρατηγούς που πήραν μέρος στη μάχη πρόσταζε πολλά για να σωθή ο επαναστάτης γιος του, κι όταν βιάζονταν να τον σκοτώσουν τους συγκρατούσε λέγοντας, «Λυπηθήτε το παιδάκι μου, τον Αβεσσαλώμ».

Κι όταν ο γιος του αυτός σκοτώθηκε, τον πενθούσε και τον αναθυμόταν με στεναγμούς
και δάκρυα πικρά, αν κι είχε φερθή εχθρικά.

Κι αφού ο φυσικός πατέρας είναι τόσο στοργικός, πολύ περισσότερο ο πνευματικός. Κι ότι οι πνευματικοί γονείς είναι πιο στοργικοί από τους σαρκικούς, άκουσε τον Παύλο που το λέει· «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ; ποιος σκανδαλίζεται κι εγώ δεν φλογίζομαι;

Αυτό βέβαια μας παρουσιάζει ότι ο απόστολος δοκίμαζε την ίδια θλίψη μ’ εμάς, αν κι αυτό μόλις που θα μπορούσαν να το πουν οι πατέρες για τα παιδιά τους και ας τους δικαιολογήσωμε όταν μπορούν να φτάσουν ως αυτό το σημείο, πρέπει όμως τώρα να φανερώσωμε το περισσότερο.

Πώς θα το φανερώσωμε λοιπόν;

Από τα ίδια πατρικά σπλάχνα πάλι, κι από το λόγια του νομοθέτη*. Και τι λέει εκείνος; «Αν είναι να τους συχωρέσης την αμαρτία, συχώρεσέ την. Είδ’ άλλως σβήσε κι εμένα από το βιβλίο που έγραψες».

Κανείς πατέρας δε θα προτιμούσε να καταδικασθή μαζί με τα παιδιά του παρά να χαίρεται αμέτρητα αγαθά. Μα ο Απόστολος που έζησε μέσα στη χάρη του Θεού ξεπερνά κι αυτό το σημείο της φιλοστοργίας για τον Χριστό.

Γιατί δεν προτιμούσε να καταδικασθή με τους άλλους όπως ο Μωυσής, αλλά παρακαλούσε να χαθή αυτός για να γίνη αιτία να σωθούν οι άλλοι, κι έλεγε· «θα ευχόμουν να χωριστώ για πάντα από τον Χριστό για χάρη των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου».

Τόση ευσπλαχνία και στοργή υπάρχει στις ψυχές των άγιων. Έτσι κι εκείνος ένοιωθε σπαραγμό στην ψυχή του καθώς έβλεπε το βασιλιά να προχωρή όλο και σε μεγαλύτερη καταστροφή.

Κι ό,τι έκανε δεν ήταν μόνο γιατί πονούσε το ναό, αλλά και γιατί συμπονούσε το βασιλιά και ποθούσε το καλό του. Γιατί αυτός με το να προσβάλη το έργο του Θεού καθόλου δεν το έβλαψε, αλλά τον εαυτό του φόρτωσε με αμέτρητα κακά.

* Του Μωυσή. Δες «Έξοδος», 32, 31-32.

Συνέχεια εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=357491

 

 

Απόσπασμα από τον Δεύτερο λόγο, «Εις τον Άγιο Μάρτυρα Βαβύλα», του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, από την έκδοση «Ιωάννου του Χρυσοστόμου έργα», τόμος Ε’, τα «Εγκωμιαστικά β’», των εκδόσεων ο Λόγος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κων. Λουκάκης.