Πάμε…κατηχητικό; Χριστοφορία
5 Νοεμβρίου 2022Πάμε…κατηχητικό;
Χριστοφορία
Το Αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής
(Γαλ. 2, 16-20)
Αγαπημένε μου κατηχητή,
Αγαπημένη μου κατηχήτρια,
Θα έχεις παρατηρήσει, πως στην πατρίδα μας, ο κάθε νόμος, ο κάθε κανονισμός έχουν κοντή ζωή. Η κοινωνία μας πολλές φορές θυμίζει άναρχη αγέλη, όπου μικροί και μεγάλοι -κυρίως μεγάλοι- συναγωνίζονται κομπάζοντας για το ποιος θα βρει τα ευφυέστερα «παραθυράκια» για να αποφύγει όρια και συνέπειες.
Η αλήθεια είναι πως ολόκληρος ο εικοστός αιώνας για τον Δυτικό κόσμο, θεωρείται αιώνας ανατροπών πολλών «πρέπει» και πολλών περιορισμών. Αλήθεια είναι όμως πως, στις Δυτικές κοινωνίες, ο σεβασμός στους κανόνες είναι εμφανής και πως η κοινωνική συμπεριφορά αναγνωρίζεται από τον καθένα μας που ταξιδεύει σ΄ εκείνες τις χώρες.
Εμείς, εδώ, προς τα ανατολικά της Ευρώπης, για διαφόρους λόγους -πολιτιστικούς, κοινωνικούς, ιστορικούς, ίσως και πνευματικούς- δεν θελήσαμε ποτέ να κάνουμε θεό μας τον κανονισμό, τον νόμο. Αντίθετα, πολλές φορές, τον αντιμετωπίσαμε ως εχθρό, άλλοτε δίκαια, ως προερχόμενο από δυνάστες, που δυστυχώς γνωρίσαμε πολλούς, και άλλοτε προσχηματικά, μόνο και μόνο για να καλύψουμε τον ατομισμό και την κοινωνική μας αδιαφορία.
Υπήρξαν όμως και περίοδοι, όπου, ως Έθνος, οραματιστήκαμε μια πατρίδα δικαιοσύνης, ισονομίας, σεβασμού των νόμων, νόμων απ΄ τον λαό για τον λαό. Το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου, στη διεκδίκηση του οποίου πρωτοστάτησε ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ένας απ΄ τους αγνότερους αγωνιστές του ΄21, φάνηκε να δίνει μια τέτοια προοπτική. Δυστυχώς, η πατρίδα πνίγηκε στα συμφέροντα των Μεγάλων, στην ανεπάρκεια των Ελλήνων πολιτικών και στα πάθη όλου του λαού μας. Και πέρα από όλες τις άλλες επιπτώσεις, χάθηκε και η ευκαιρία ενός κράτους με νομιμόφρονες πολίτες. Όταν από μέσα μας χάθηκε η εμπιστοσύνη στον νομοθέτη, αλλά και στον κρατικό εκτελεστή του νόμου, αυτός μεταβλήθηκε σε εξαναγκασμό, που αργά η γρήγορα θα αποτινάζαμε στη συνείδησή μας. Χωρίς αυτή την εμπιστοσύνη στο πνεύμα του νόμου, το κράτος γίνεται εχθρός, μαζί και οι νόμοι του. Αυτό δεν ακυρώνει την αναγκαιότητα του νόμου. Η παιδαγωγία του σήμερα είναι πιο χρήσιμη από ποτέ. Δεν παύει όμως να αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο στην πορεία προς τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας, όπου η συνείδηση του σωστού, του ηθικού, του έντιμου, θα καθιστά τον νόμο περιττό, γιατί θα πηγάζει από μέσα μας.
Ίσως σου φανεί λίγο περίεργο, αλλά αυτές οι σκέψεις, χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία και πληρότητα, μου ήρθαν στον νου, διαβάζοντας τη σημερινή Αποστολική περικοπή. Κύριο θέμα της ο Νόμος. Ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης. Πρώτα οι Δέκα Εντολές και κατόπιν όλες οι μικρότερες διατάξεις. Και όπως όλοι οι νόμοι, έτσι κι αυτός, αποτελεί ένα σύνολο από «πρέπει», από περιορισμούς. Κάθε νόμος, όπως είπαμε, είναι χρήσιμος σε ένα πρώτο στάδιο παιδαγωγίας. Προφύλαξε το ανθρώπινο είδος από την αλληλοεξόντωση, θωράκισε τον αδύνατο από την αρπακτικότητα του δυνατού, επέβαλε μία ελάχιστη ηθική για να μην κυριαρχήσουν τα άγρια ένστικτα. Πάντα όμως το μεγάλο του όπλο ήταν ο φόβος της ποινής. Γι΄ αυτό και όλοι οι νόμοι, όπως και ο Νόμος πριν τον Χριστό, όσο χρήσιμοι κι αν είναι, δεν παύουν να αποτελούν σκλαβιά. Αφορούν εξωτερικές συμπεριφορές, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να επέμβουν στον εσωτερικό άνθρωπο. Έχουν τύπους , διατάξεις, υπακοή. Τον άνθρωπο όμως εκείνο που δεν έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει έλεγχο του εαυτού του και να τον προσαρμόσει σ΄ έναν δρόμο μιας ανώτερης πνευματικότητας, της οποίας έκφραση θα αποτελεί η εξωτερική συμπεριφορά, ο κάθε νόμος τον διχάζει και τον κάνει να έχει κυριολεκτικά δύο εαυτούς.
Δεν είναι άραγε δίψυχος ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής, όταν εξωτερικά πασκίζει να πειθαρχήσει σε κάτι ανώτερο, όπως ο Νόμος του Θεού, εσωτερικά όμως παραμένει ένας δυστυχής και ανεπαρκής άνθρωπος, ο οποίος φωνάζει στο κέντρο του Ναού για να αποκρούσει την ανεπάρκεια του, που την αντιλαμβάνεται σε κάθε του βήμα; Και μάλιστα, μια ανεπάρκεια, που τον φέρνει διαρκώς ένοχο μπροστά στον Θεό; Πώς να αντέξεις έναν Θεό, που διαρκώς δικάζει και διαρκώς εκδίδει καταδικαστικές αποφάσεις; Πώς να γλυτώσεις από τη δικαιοσύνη Του; Αυτό συνειδητοποιεί ο Δαυίδ και παρακαλεί τον Θεό του: «μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (Ψαλμ. 42, 2). Ιδού το καινούργιο της Χριστιανικής πίστης, που εκφράζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του (2, 16-20):
Οι Ιουδαίοι και οι εθνικοί σώζονται με την πίστη
«16 Επειδή όμως ξέρουμε ότι δε δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου παρά μόνο μέσω της πίστης στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό και εμείς πιστέψαμε στο Χριστό Ιησού, για να δικαιωθούμε από την πίστη στο Χριστό και όχι από τα έργα του νόμου. γιατί από τα έργα του νόμου δε θα δικαιωθεί καμιά σάρκα. 17 Αν όμως, ζητώντας να δικαιωθούμε με το Χριστό, βρεθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι αμαρτωλοί, άρα ο Χριστός είναι διάκονος της αμαρτίας; Είθε να μη γίνει! 18 Γιατί, αν όσα γκρέμισα, αυτά πάλι οικοδομώ, παραβάτη αποδείχνω τον εαυτό μου. 19 Γιατί εγώ πέθανα ως προς το νόμο διαμέσου του νόμου, για να ζήσω για το Θεό. Μαζί με το Χριστό έχω σταυρωθεί. 20 Ζω, λοιπόν, όχι πια εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και τη ζωή που τώρα ζω στη σάρκα, τη ζω με την πίστη που έχω στον Υιό του Θεού, ο οποίος με αγάπησε και παράδωσε τον εαυτό του για μένα».
Καλό είναι να γνωρίζεις, πως οι Γαλάτες, που δέχονται την επιστολή αυτή, πιέζονται από τους Χριστιανούς, τους προερχόμενους από τους Εβραίους, να αναγνωρίσουν απαραίτητο στάδιο της νέας τους πίστης, την εφαρμογή όλων των διατάξεων του Εβραϊκού Νόμου. Ο Απόστολος Παύλος καταλαβαίνει τον κίνδυνο: Αν αυτό συμβεί, ο Χριστιανισμός θα βυθιστεί στην τυπολατρία και θα ζήσει λίγα χρόνια ως αίρεση εβραϊκή, μέχρι να ξεχαστεί ο Ιδρυτής του. Πρέπει να σωθεί πάση θυσία η νέα δικαιοσύνη του Θεού, η δικαιοσύνη του Σταυρού που ξεπέρασε τον Νόμο, η δικαιοσύνη της Δαμασκού, που έσωσε τον Παύλο, και που καμιά ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει, η δικαιοσύνη της αγάπης.
Ο Χριστός ήρθε για να ξαναενωθεί ο Θεός με τον άνθρωπο και να γράψει τον Νόμο Του, πλήρη και αιώνιο, όχι σε πέτρινες πλάκες αλλά στην ανθρώπινη καρδιά (Κορ. Β΄, 3:3) . Εκεί από όπου πηγάζει κάθε λογισμός και κάθε πράξη του ανθρώπου, ο οποίος πλέον δεν χρειάζεται απλώς να υπακούει, αλλά, έχοντας ενωθεί με τον Νομοθέτη, φυσικά και αβίαστα, ελεύθερος από κάθε εξαναγκασμό, γνωρίζει και πράττει το σωστό. Πάνω στον Σταυρό ο αποκομμένος από τον Θεό άνθρωπος έχει πεθάνει. Τώρα ζει ο άνθρωπος, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον εαυτό του από τον Θεό. Γι΄ αυτό και σπεύδει ο Παύλος να δηλώσει: «Ζω, λοιπόν, όχι πια εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός».
Την πίστη λοιπόν προβάλλει ο Παύλος ως δρόμο δικαίωσης του ανθρώπου. Την πίστη, ως ένωση με τον Χριστό. Ένωση ολοκληρωτική, ένωση της σκέψης, των συναισθημάτων, όλων των κινήσεων της ψυχής και βέβαια όλων των κινήσεων του σώματος, μαζί Του. Αυτή είναι η εκπλήρωση του Νόμου, όχι ως δουλική υποταγή σε ένα Θεϊκό θέλημα, αλλά ως ελεύθερη ανταπόκριση στην Αγάπη Του, ανταπόκριση από αγάπη και φιλότιμο στην μακροθυμία και τη φιλανθρωπία Του.
Γι΄ αυτό και τόσο συχνά, παλαιοί και νέοι άγιοι και Πατέρες το τονίζουν: Η Εκκλησία δεν υπάρχει για να διαμορφώνει υπάκουους πολίτες, στήριγμα του εκάστοτε κατεστημένου και υποστηρικτές της κάθε επικρατούσας κατάστασης. Η Εκκλησία δημιουργεί πολίτες άλλου είδους, πολίτες μιας άλλης κοινωνίας, ποτισμένης από τη χάρη και το ήθος του Χριστού, ήθος ανατρεπτικό, πάντα καινούργιο, κριτικό στην αδικία και συγχρόνως φιλάνθρωπο προς κάθε άνθρωπο αδιακρίτως.
Μπροστά μας έχουμε νέα παιδιά. Οι κανονισμοί, τα «πρέπει», οι περιορισμοί είναι απαραίτητοι. Αλίμονο όμως αν ταυτίσουμε την προσαρμογή τους σε όλα αυτά με την ουσία της αποστολής μας. Τελικό ζητούμενο είναι ένα : Η Χριστοφορία. Κάθε παιδί είναι ένα υποψήφιος άγιος, ένας υποψήφιος Χριστοφόρος, ένας υποψήφιος Χριστός κατά χάριν. Γι ΄ αυτό και είναι απαραίτητη η συνειδητή πνευματική και λατρευτική ζωή, και για μας και για εκείνο. Σ΄ εμάς, θα γίνει αιτία να οπλιστούμε με διάκριση και να γίνουν οι κανόνες στα χέρια μας εργαλεία παιδαγωγίας και όχι αυτοσκοπός. Σ΄ εκείνα, θα γίνει αιτία να μορφώνεται μέρα με τη μέρα μέσα τους ο Χριστός και με το φως του προσώπου Του, λίγο λίγο να φανερώνεται ο δρόμος προς Εκείνον. Δρόμος με οδοδείχτες τις εντολές Του, αλλά τελικό σκοπό το κούρνιασμα στην αγκαλιά Του, την πατρίδα όλων μας.
Δυο λόγια για συζήτηση, με αφορμή την αποστολική περικοπή:
- Είναι σημαντικό, κυρίως με τα μεγαλύτερα παιδιά, να συζητηθεί η σκοπιμότητα των νόμων. Να φανεί ο πόθος του ανθρώπου να ζήσει με δικαιοσύνη, με εντιμότητα, με αλληλεγγύη. Να φανεί όμως, πόσο αδύναμος είναι ο άνθρωπος να εφαρμόσει τους νόμους, που ο ίδιος θεσπίζει. Να αναδειχτούν αυτοί οι δύο εαυτό, ώστε να αναδειχθεί η πίστη, ως δρόμος που οδηγεί στην ένωση με τον Χριστό, τον μόνο ικανό να μεταβάλλει την εξωτερική υπακοή στους νόμους σε εσωτερική κατάσταση ελευθερίας. Αλλά και κάτι περισσότερο: Ένας τέτοιος άνθρωπος συμβάλλει και στη διαμόρφωση ορθότερων νόμων. Διότι οι ατελείς άνθρωποι, είναι μοιραίο να παράγουν ατελείς νόμους. Και αυτή η ατέλεια δεν αποκλείεται να φέρει σε σύγκρουση τον Νόμο του Θεού και τον νόμο των ανθρώπων. Οι Απόστολοι αντιμετώπισαν αυτό το δίλημμα, αλλά αποφάσισαν: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πρ. 5, 29).
- Οι πολλοί κανονισμοί, τα πολλά «πρέπει», αν δεν συνοδεύονται από το παράδειγμα και την πραότητα, είτε οδηγούν σε αντίδραση, είτε στη διαμόρφωση προσωπικοτήτων, που διαρκώς αισθάνονται ατελείς. Είναι εντυπωσιακό, πόσο η διαβεβαίωση του Αποστόλου Παύλου, πως ποτέ δεν είναι κανείς απολύτως εντάξει με τον Νόμο, βρίσκει εφαρμογή στην καθημερινότητα τα μας. Η διαρκής υπόμνηση των λαθών διαμορφώνει παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση και -το χειρότερο- κατάκριση στα λάθη των άλλων. Η «Εβραϊκή» συμπεριφορά δεν αποτελεί ιστορικό γεγονός αλλά καθημερινό κίνδυνο. Η απάντηση δεν είναι μια ζωή χωρίς κανόνες, αλλά η ενθάρρυνση, πως ένα λάθος δεν είναι το τέλος του κόσμου. Για να μην αναφέρω, πως στα παιδιά, που έχουν την ανάλογη ωριμότητα, θα πρέπει να αναφερθεί, πως τα λάθη τα επιτρέπει ο Θεός, όταν κρίνει πως κάποιος χρειάζεται ταπείνωση.
- Σε πρώτη ματιά, το να μιλάει κανείς για τη χαρά που νιώθουν οι άγιοι εξαιτίας της παρουσίας του Χριστού μέσα τους, δεν σχετίζεται με κανόνες, που όντως –το είπαμε- είναι απαραίτητοι σ΄ αυτή την ηλικία. Κι όμως! Ας πιστέψουμε πρώτα εμείς, πως η καλλιέργεια του πόθου για συνάντηση με τον Χριστό μεταβάλλει όλα τα «πρέπει» της πίστης μας (προσευχή, εκκλησιασμός, νηστεία κλπ κλπ), αλλά κυρίως τις βασικές εντολές (αγάπη, συγχωρητικότητα, υπομονή κλπ) από καταπιεστικές υποχρεώσεις σε φορτίο ελαφρύ, όπως λέει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Γιατί αυτή είναι η αγάπη προς το Θεό: το να τηρούμε τις εντολές του. Και οι εντολές του δεν είναι βαριές» (Α΄ Ιω. 5,3)