Πνευματικότητα και Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα

2 Νοεμβρίου 2022

Τα τελευταία χρόνια γίνεται συχνά λόγος για τη διαφορά, που υπάρχει ανάμεσα στις έννοιες «πρόσωπο» και «άτομο». Ίσως η πρόοδος των κοινωνικών και ανθρωπολογικών επιστημών να έδωσε σοβαρές αφορμές γι’ αυτή τη συζήτηση, που η αφετηρία της βρίσκεται σε γνωστά φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής μας.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια διευκρίνηση. Ο πρόσφατος θόρυβος γύρω από το πρόσωπο δε σημαίνει ότι τώρα τελευταία σκέφτηκαν οι άνθρωποι ν’ ασχοληθούν με το ρόλο του και να ορίσουν τη διαφορά του από το άτομο. Είναι πολύ παλιά η εποχή, που έγινε η αρχική συζήτηση για τον προσδιορισμό της παραπάνω διαφοράς. Σήμερα απλώς το θέμα ξανάρχεται και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας.

Σχεδόν πριν πάνω από δέκα πέντε αιώνες η ορθόδοξη θεολογική σκέψη διαπίστωσε τη διαφορά αυτή και με αφετηρία τη διάκριση των θείων προσώπων της Τριάδας, προσδιόρισε ως ανθρώπινο πρόσωπο την ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση, αντίθετα από το ανώνυμο φυσικό άτομο.

Το άτομο λοιπόν δεν είναι παρά μονάδα του είδους, από το οποίο προέρχεται και στο οποίο ανήκει από τη γέννηση ως το θάνατο. Η νομοτελειακή αυτή εξάρτηση φανερώνει την υποταγή του ατόμου στην απρόσωπη συλλογική αναγκαιότητα, που υπαγορεύεται βασικά από τους νόμους της φύσης.

Το πρόσωπο, αντίθετα, είναι μια ενότητα ψυχοπνευματικών στοιχείων, που βρίσκονται πάνω από κάθε φυσιοκρατική ή βιολογική αναγκαιότητα. Το πρόσωπο είναι μια απόλυτη αξία, είναι η πραγματική υπόσταση, είναι η εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Είναι εκείνο το ξεχωριστό κάτι, που σε μια ασύλληπτη πολυμορφία συνθέτει την ανεπανάληπτη ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου. Έτσι είναι αδύνατο σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία να βρεθεί για το οποιοδήποτε πρόσωπο ένα «ακριβές αντίγραφο».

Δεν έζησαν ποτέ δυό απόλυτα όμοιες υποστάσεις, δυό απόλυτα όμοιες προσωπικότητες, δυό απόλυτα όμοια ανθρώπινα πρόσωπα. Κάθε πρόσωπο είναι κι ένας ξεχωριστός κόσμος.Είναι μια μικρή ολότητα, μια μικρή πληρότητα ανάλογη της κοσμικής, ένας τέλειος μικρόκοσμος μέσα στην αέναη κίνηση του σύμπαντος και της ιστορίας του. Γι’ αυτό το πρόσωπο δεν είναι ποτέ κάτι το στατικό. Νοείται πάντοτε σε μια κοινωνική διάσταση, γιατί κινείται για να συναντήσει τους ομοίους του και ιδιαίτερα το πρότυπό του, που είναι ο Τριαδικός Θεός.

Η κίνηση αυτή, που κοινωνιολογικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκφραση και ρόλος του προσώπου, αποκαλύπτει μέσα σ’ αυτό την ύπαρξη «κοινωνικού δυναμισμού». Ο όρος εδώ δεν σημαίνει την ασυνείδητη κοινωνικότητα, που υπάρχει σ’ ολόκληρη τη βιολογική δημιουργία κι είναι μια φυσιοκρατική τάση —θα λέγαμε αναγκαιότητα ύπαρξης— σ’ όλα τα ζώα ακόμα και στα φυτά.(Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, «Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 7-9).

«Κοινωνικός δυναμισμός είναι μια αποκλειστικά ανθρώπινη ψυχοπνευματική λειτουργία, που αποτελεί βασικό στοιχείο της προσωπικότητας. Είναι μια δυναμική κίνηση, που σπάζει το φράγμα του ατομισμού και ωθεί τον άνθρωπο στη σφαίρα του διαλόγου, στη διάσταση του κοινωνικού. Είναι η κίνηση, που κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει σε αξίες, ν’ αγωνίζεται γι’ αυτές, να δημιουργεί πολιτισμό, να διαφέρει από τα ζώα. Έτσι η κίνηση αυτή στην οριζόντια διάσταση της συνάντησης με το συνάνθρωπο εκφράζει τη συνειδητή κοινωνικότητα. Εδώ θα δούμε την κίνηση του ανθρώπου στην κατακόρυφη διάσταση του διαλόγου με το Θεό, που εκφράζει την πνευματικότητα.»(Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, «Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 10).

Άνθρωπος και Θεός λοιπόν είναι δύο πόλοι, που η συνάντησή τους δημιουργεί την πνευματικότητα. Στη συνάντηση αυτή δεν υπάρχει καταναγκασμός, αφού ο άνθρωπος είναι πάντοτε ελεύθερος ν’ αμφιβάλλει όχι μόνο για την πνευματικότητα, αλλά και για τον ίδιο το Θεό. Έτσι χαρακτηριστικό της πνευματικότητας είναι η ελευθερία. Η πνευματικότητα είναι επικοινωνία με το Θεό, που δεν είναι —όπως συνηθίζεται να λέγεται με αφέλεια— ένα ανώτατο ον, αλλά Πνεύμα. Κι ο Θεός ως Πνεύμα απευθύνεται στην πνευματική εμπειρία και υπόσταση του ανθρώπου, στο πρόσωπο.(Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, «Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 10-11).

Θα αποπειραθούμε εδώ έναν προβληματισμό γύρω από το τί είναι αυτό που ονομάζουμε «πνευματικότητα», «πνευματικός άνθρωπος» και «πνευματική ζωή». Δεν ασχολούμαστε καθόλου με την ορολογία που επικρατεί δημοσιογραφικά και που ονομάζει «πνευματικό άνθρωπο» τον άνθρωπο των γραμμάτων και των τεχνών. Δεν μας ενδιαφέρει αυτή η ονομασία, γιατί είναι μια ονομασία καταχρηστική. Θα μιλήσουμε για την πνευματικότητα δίνοντάς της θρησκευτικό και θεολογικό νόημα. (π. Βασίλειος Θερμός, Περάσματα στην απέναντι όχθη, εκδ. Εν πλω, σ. 93).

Αυτή η μαρτυρία, που άντεξε στο χρόνο και δεν κλονίστηκε από τις επιστημονικές ανακαλύψεις και ανακατατάξεις ή την πρόσφατη κρίση των αξιών και της αυθεντίας, ξανάρχεται σήμερα στο προσκήνιο της επικαιρότητας με αφορμή τις φιλοσοφικές και κοινωνικοπολιτικές αμφισβητήσεις πάνω στο λόγο της ύπαρξης του ανθρώπου και κατά συνέπεια της ύπαρξης του Θεού. Το κύμα του μηδενισμού, που πλημμύρισε ολόκληρη την ανθρωπότητα και σάρωσε τους θεσμούς και τις αξίες, δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσει και την έννοια της πνευματικότητας.

Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο. Ψηφιακή ζωγραφική. 2016. Γιώργος Κόρδης

Στον αιώνα μας είδαμε την ανατροπή της ιεραρχίας των αξιών και την αντιστροφή τους. Το ευτελές έγινε ανώτερο και το υψηλό παραγκωνίστηκε ή ποδοπατήθηκε. Οι αξίες του πνεύματος χαρακτηρίστηκαν «όπιο των λαών», «ουτοπίες του κατεστημένου» ή «αστικές ονειροπολήσεις». Έτσι η φιλοσοφία των αξιών έγινε φιλοσοφία της χρησιμότητας. Όλες οι προσδοκίες, όλα τα όνειρα, όλες οι ανησυχίες των ανθρώπινων κοινωνιών τοποθετήθηκαν μέσα στη σφαίρα της οικονομίας και της τεχνικής, μέσα στην πολιτική που θεμελιώθηκε στο ψέμα για την αυριανή ευημερία, λες κι ο άνθρωπος ήταν μόνο στομάχι και αισθήσεις.

Αυτή η παραθεώρηση της πνευματικής υπόστασης του ανθρώπου, που σφυρηλατήθηκε ανάμεσα στον ιστορικό υλισμό και τον καπιταλισμό, γέννησε τον τύπο ενός νέου ανθρώπου, προσανατολισμένο στην παραγωγή, στη χρησιμότητα, στην αναγκαιότητα, στη σκοπιμότητα, με μια λέξη στο βιολογισμό. Έπαψε από καιρό να είναι πρόσωπο• είναι άτομο, και άτομο όχι, με την σημασία της κοινωνικής μονάδας, αλλά με τη βιολογική σημασία.(Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, «Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 13-14).

Αυτά είναι τα του σύγχρονου ανθρώπου, που βλέπει τον κόσμο ποσοτικά. Του ανθρώπου που γκρέμισε τις πνευματικές αξίες και ξέχασε το λόγο της ύπαρξής του. Αλλά τέτοιος άνθρωπος μπορεί να θυμάται πια την ύπαρξη του Θεού; Ανύπαρκτη λοιπόν η κοινωνία με το Θεό, ανύπαρκτη κι η πνευματικότητα. Και το αποτέλεσμα: συγκρούσεις, πόλεμοι, φόνοι, κοινωνικές αναστατώσεις, επαναστάσεις, ανεργίες, δυστυχίες, πείνα, αβεβαιότητα για το μέλλον, ανηθικότητα, μίσος, διαζύγια, αυτοκτονίες, άγχος, δολοφονίες, θάνατος.

Θα έλεγε κανείς πως μας ξέχασε ο Θεός. Όχι, είναι λάθος. Εμείς τον ξεχάσαμε, ή μάλλον φύγαμε από κοντά Του. Γιατί όπως πολύ χαρακτηριστικά έλεγε ένας άγιος της Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος «όσον ο άνθρωπος απομακρύνεται από τη ζωή τόσο πλησιάζει στο θάνατο. Γιατί ζωή ειν’ ο Θεός, και της ζωής η στέρηση είναι, θάνατος». Χρειάζεται λοιπόν επιστροφή στην πηγή της ζωής, ανασύνδεση με το αιώνιο Πνεύμα, επικοινωνία με το Θεό της αγάπης, στροφή της εικόνας στο πρωτότυπο, διάλογος του πλάσματος με τον Πλάστη. Μόνο με μια τέτοια σχέση είναι δυνατή η αποκατάσταση της τάξης, που διασαλεύτηκε. Μόνο σ’ επικοινωνία με το Θεό ο άνθρωπος βρίσκει διέξοδο στον κύκλο του παραλογισμού. Κι ο παραλογισμός θα συνεχίζεται όσο ο άνθρωπος παραμένει άτομο και δεν μεταμορφώνεται σε πρόσωπο.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται κι η σημασία της επικαιρότητας στη συζήτηση γύρω από το πρόσωπο. Μόνο που οι διαπιστώσεις των φιλοσόφων ενώ ξεκινούν από ενδιαφέρον σταματούν ως διαπιστώσεις και δεν μπορούν να προχωρήσουν σε προτάσεις και λύσεις. Χρειάζεται ένα μεταφυσικό, ένα πνευματικό πεδίο, που όσο κι αν φαίνεται παράξενο, είναι το μόνο ικανό πλαίσιο, που προσφέρει δυνατότητα λογικής και υπερλογικής ζωής στον άλογο και παράλογο σύγχρονο άνθρωπο. Ένα τέτοιο μοναδικό πλαίσιο ίδρυσε στον κόσμο με το αίμα, τη θυσία, το θάνατο και την ανάστασή του ο Χριστός. Στο πλαίσιο αυτό εκμηδενίζεται ο ατομισμός, εξαφανίζεται το εγωιστικό συμφέρον, εξαγιάζεται με τη χάρη του Θεού κι ο τελευταίος αμαρτωλός και πραγματοποιείται το θαύμα της αδελφοποίησης των ανθρώπων. Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να βρει ο κουρασμένος άνθρωπος κάθε εποχής το σκοπό της ύπαρξής του, το αληθινό του πρόσωπο, την ειρήνη, τον ίδιο το Θεό.

Το πλαίσιο αυτό είναι η Εκκλησία. Είναι ο λαός του Θεού. Είναι οι πιστοί που έφυγαν, εμείς που μένουμε κι αυτοί που θα έρθουν. Είναι οι στρατιές των αγίων και των μαρτύρων, που πίστεψαν και λάτρεψαν το Θεό της αγάπης. Είναι η μάντρα του καλού βοσκού, του Θεού που έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό. Εκείνου, που έσκυψε στον ανθρώπινο πόνο και φύτεψε στη γη τη μοναδική ελπίδα, όταν έλεγε στους ανθρώπους• «στον κόσμο θα συναντήσετε θλίψη, αλλά κουράγιο, εγώ τον νίκησα τον κόσμο».

Μέσα στη σφαίρα αυτής της βεβαιότητας μπορεί ν’ αποκτήσει σημασία ο προσωπικός αγώνας του πιστού για τη μεταμόρφωση του κόσμου. Μια μεταμόρφωση που ξεκινά πάντοτε από το πρόσωπο κι έχει στόχο την διεύρυνση της πνευματικότητας και την οριζοντίωση της αγάπης.(Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, «Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 14-15).

Δηλαδή: «Ποιός είναι ο απώτερος στόχος του χριστιανού; Να εισέλθει πραγματικά στην Εκκλησία, να εκκλησιοποιηθεί, δηλαδή να κοινωνήσει με τους άλλους την αγάπη. Πώς θα το πετύχει αυτό; Διά της ασκήσεως!». Η άσκηση τώρα γίνεται μέσο για να φτάσεις στο σκοπό που είναι η εκκλησιαστική κοινωνία της αγάπης. Αν ξεφύγει κανείς από αυτή τη σειρά, από αυτή τη συλλογιστική. συναντά τραγικά φαινόμενα. Η Εκκλησία πολλές φορές ταλαιπωρείται από ανθρώπους που την κατέστησαν μέσο για να πετύχουν τον σκοπό τους, να εκπληρώσουν προσωπικές τους επιδιώξεις και να αποκτήσουν την ψευδαίσθηση του «πνευματικού ανθρώπου».

Σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία πνευματικότητας ανήκει και η άποψη που λέει «πάω στην Εκκλησία για να θεραπευτώ». Είναι μια άποψη που ακούγεται συχνά και έχουν γραφτεί και βιβλία γύρω απ’ αυτή. Όμως στον πυρήνα της υπάρχει και πάλι η μετατροπή της Εκκλησίας σε μέσο, αφού στόχος της είναι η θεραπεία και όχι η εκκλησιοποίηση. Ο άνθρωπος που έχει στο νου του αυτή την άποψη εισέρχεται στην Εκκλησία για να θεραπευτεί ατομικά κι όχι για να αποζητήσει «τους αδελφούς μου και τες αδελφές μου», όπως έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Αν εισέλθει κανείς στην Εκκλησία αποζητώντας τους αδελφούς, θα θεραπευτεί. Αν εισέλθει αποζητώντας τη θεραπεία, θα χρησιμοποιήσει τους άλλους ως μέσα για μια θεραπεία αμφίβολη. Συνεπώς, αυτό που πρωτεύει μέσα στην Εκκλησία είναι η σχέση μας με τα αδέλφια μας. Και δεν είναι τυχαίο πως ένας νηπτικός πατέρας, ο άγιος Βαρσανούφιος λέει κάπου: «Κύριε, ή βάλε και τα πνευματικά μου παιδιά στη Βασιλεία σου ή μη βάλεις ούτε έμενα». Μα θα πει κάποιος: «Τρελός είναι ο άνθρωπος; Δεν τον απασχολεί μια αιωνιότητα στην κόλαση;». Κι όμως, δεν τον απασχολεί γιατί έχει πυρετό αγάπης, θέλει να είναι μαζί με τους αδελφούς του. Αυτή είναι η ορθόδοξη εκκλησιολογία και οι, νηπτικοί πατέρες είναι κατά βάθος εκκλησιολογικοί, δίνουν προτεραιότητα στην Εκκλησία, αντίθετα με μάς σήμερα που έχουμε αναγάγει σε ύψιστο κριτήριο την αυτονομημένη από την Εκκλησία νηπτικότητα. Η Εκκλησία μάς σώζει όχι ως ένα αφηρημένο σώμα ή μια ατομική προσπάθεια, αλλά ως ομάδα αδελφών που κοινωνούν μεταξύ τους ουσιαστικά. Και ποιά είναι η κοντινότερή μας Εκκλησία; Δεν είναι η ενορία του καθενός, αλλά η οικογένειά του! Εάν δεν μπορέσουμε μέσα στην οικογένειά μας να δούμε τον άλλο ως ευλογία, τότε δεν θα μπορέσουμε να το κάνουμε ούτε μέσα στην ενορία…(π. Βασίλειος Θερμός, Περάσματα στην απέναντι όχθη, εκδ. Εν πλω, σ. 104-106).

Η πνευματικότητα μέσα από την ορθόδοξη προοπτική, έχει χαρακτήρα οντολογικό. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αγκαλιάζει ολόκληρο τον άνθρωπο στην ακεραιότητά του, να μη μένει τίποτα έξω από την πορεία του προς τον Θεό – ούτε τα συναισθήματα, ούτε οι επιθυμίες του, ούτε το σώμα του. Κι όλα τα αγκαλιάζει με αγάπη και στοργή και βλέπει μέσα τους τη σφραγίδα της αγάπης και της σοφίας του Θεού. Ξεχωρίζει κάθε ανθρώπινη λειτουργία από την αμαρτία και αναγνωρίζει στη φύση του ανθρώπου την ευλογία της δημιουργικής πρόνοιας του Θεού.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ορθόδοξης πνευματικότητας είναι ότι πραγματοποιείται εν ΑγίωΠνεύματι. Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος αγωνίζεται μεν τον «πρακτικό αγώνα των αρετών», όπως λένε οι άγιοι, αλλά ξέρει πως αυτό δεν είναι το τέρμα του δρόμου· κι έτσι αν δήθεν αποκτήσει κάποια αρετή δεν μπορεί να υπερηφανευτεί. Ο χριστιανός που εμφορείται από μία ορθόδοξη πνευματικότητα θυμάται τα λόγια του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ: «Δεν είναι οι αρετές ο σκοπός της ζωής, αλλά η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Και το πότε θα επισκιάσει το Άγιο Πνεύμα έναν άνθρωπο. ανήκει στην κρίση του Θεού, είναι δώρημα που πέμπεται άνωθεν. (π. Βασίλειος Θερμός, Περάσματα στην απέναντι όχθη, εκδ. Εν πλω, σ. 107-108).

Το να συναντήσεις το πραγματικό πρόσωπο του άλλου δεν μπορεί να γίνει χωρίς τις μικρές ασκήσεις της καθημερινότητας που μας βάζει η Εκκλησία. Κι αυτό, διότι συνήθως εμείς δεν σχετιζόμαστε πραγματικά μ’ αυτόν που έχουμε απέναντί μας, αλλά με αυτόν που θα θέλαμε να έχουμε. Ζούμε δηλαδή σε μια αυταπάτη ψυχολογικής πνευματικότητας. Κι όταν ο απέναντί μας άνθρωπος μάς βγάζει απ’ αυτή, θυμώνουμε γιατί μας έβγαλε από το όνειρο, μας ξύπνησε. Όμως η πραγματική ζωή είναι εδώ, όχι σε αυτό που εμείς φανταζόμαστε… Για την ορθόδοξη πνευματικότητα συνεπώς , το κριτήριο δεν είναι η κατάνυξη, ούτε η εξαΰλωση, ούτε η απομόνωση, ούτε τα δάκρυα καθ’ εαυτά. Το κριτήριο είναι η αγάπη, κι όλα τα άλλα υπάρχουν για να υπηρετούν την αγάπη.(π. Βασίλειος Θερμός, Περάσματα στην απέναντι όχθη, εκδ. Εν πλω, σ. 109-110).

Τελικά παρατηρούμε πως οι προκλήσεις των εκάστοτε εποχών αποβαίνουν ευεργετικές για την Εκκλησία μας αφού την αναγκάζουν να διευκρινίσει σημεία της Θεολογίας της και να αποτινάξει λάθη του παρελθόντος. Την βοηθούν να συνειδητοποιήσει πληρέστερα τη δική της ταυτότητα. Γι’ αυτό ας είμαστε αισιόδοξοι παρά τις όποιες άσχημες εξελίξεις, ή μάλλον εξ αιτίας τους! Ας σταματήσουμε εδώ, επισημαίνοντας εν κατακλείδι και με έμφαση πως η μόνη αληθινή πνευματικότητα, αυτή που θα βάλει τον άνθρωπο στη Βασιλεία του Θεού, αυτή που θα αναδείξει την Ορθόδοξη Εκκλησία τον 21ο αιώνα, είναι η πνευματικότητα της αγάπης. (π. Βασίλειος Θερμός, Περάσματα στην απέναντι όχθη, εκδ. Εν πλω, σ. 123).