Συνοπτική εκλαΐκευση του παλαιοημερολογίτικου ζητήματος στην Ελλάδα

2 Νοεμβρίου 2022

Οι θεολόγοι συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με κοινωνικούς προβληματισμούς επί των εκκλησιαστικών ζητημάτων, καθώς πλήθος κόσμου αγνοεί βασικά εκκλησιαστικά ιστορικά θέματα, ένα εκ των οποίων είναι περί της «Εκκλησίας των παλαιοημερολογιτών». Στο παρόν κείμενο, τολμώ με εκλαϊκευμένο λόγο -γνωρίζοντας τους κινδύνους που η εκλαΐκευση ενός θέματος περιλαμβάνει- να θίξω το ζήτημα της γένεσης και εξέλιξης του παλαιοημερολογίτικου ζητήματος στην Ελλάδα, καθότι φαίνεται ότι υπάρχει άγνοια και παραπληροφόρηση επί του θέματος. Για την καλύτερη δε κατανόηση αυτού θα χρησιμοποιήσω κοσμικά παραδείγματα, ώστε να καταστεί σαφές το γιατί η Εκκλησία των Γ.Ο.Χ., δηλαδή των κατά δήλωσίν τους Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, δεν συνιστά Εκκλησία.

Στη Βουλή των Ελλήνων υπάρχουν, κατά το 2022, 6 κομματικοί σχηματισμοί, οι οποίοι από κοινού υπηρετούν το λαό. Ωστόσο, παρά τον κοινό αυτό σκοπό, στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας σημειώνονται συχνά εντάσεις κατά τις οποίες κάθε κόμμα αγωνίζεται να αποδείξει ότι έχει περισσότερο δίκιο, ότι εκείνο αγαπά το λαό πιο πολύ από τους άλλους σχηματισμούς, ότι είναι πιο πολύ υπέρ των Ελλήνων έναντι των άλλων. Aς φανταστούμε τώρα, ότι κάποτε ένας ευρωπαϊκός θεσμός ζητά από την Ελλάδα την υιοθέτηση κάποιων αλλαγών σε εθνικό επίπεδο. Λόγω αυτών των ευρωπαϊκών προτάσεων η συζήτηση εξάπτεται στη Βουλή των Ελλήνων και η κυβέρνηση κατηγορείται από μέρος της αντιπολίτευσης, ότι υιοθετώντας αυτές τις προτάσεις υποκύπτει σε δυτικές πολιτικές πιέσεις και ανθελληνίζεται. Έτσι, μέλη των αντιπολιτευτικών κομματικών σχηματισμώναποχωρούν από την Βουλή των Ελλήνων, μη θέλοντας να συμμετέχουν σε αυτήν την «προσκυνημένη» Βουλή.

Τα αποχωρισθέντα μέλη συγκροτούν μια νέα Βουλή. Αυτή η Βουλή, προφανώς, δεν μπορεί να ονομάζεται Βουλή των Ελλήνων, αφού ήδη υπάρχει. Φτιάχνουν, λοιπόν, την Βουλή των Γνησίων Ελλήνων, τονίζοντας έτσι την γνησιότητα του ρόλου της νέας Βουλής υπέρ των Ελλήνων και την ελληνικότητα αυτών που την αποτελούν. Ορίζουν μεταξύ τους τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους βουλευτές της Βουλής τους, ενώ παράλληλα λαμβάνουν την πολύτροπη υποστήριξη των ψηφοφόρων τους και όσων άλλων συμφωνούν με τη δράση της Βουλής αυτής.

Στην ελληνική πραγματικότητα, λοιπόν, πλέον, θα έλεγε κάποιος, δεν υπάρχει μια Βουλή, αλλά δυο: η Βουλή των Ελλήνων και η Βουλή των Γνησίων Ελλήνων. Αυτή η δεύτερη, όμως, Βουλή δεν είναι μια νόμιμη Βουλή και οι «εκλεγέντες» της δεν είναι αποτέλεσμα εκλογών. Ως εκ τούτου στερείται επίσημης αναγνώρισης, αφού πρόκειται για ψευδο-Βουλή. Έτσι, η Βουλή των Γνησίων Ελλήνων έχει σημασία και λογίζεται ως Βουλή αποκλειστικά από τους πρώην πολιτικούς που την δημιούργησαν και τους οπαδούς τους.

Προχωρώντας τα χρόνια, όμως, οι δύο Βουλές παραμένουν: Η νόμιμη και διεθνώς αναγνωρισμένη Βουλή είναι αυτή των Ελλήνων και η σχηματισθείσα από οικειοθελώς εγκαταλείψαντες, πρώην Βουλευτές δήθεν Βουλή των Γνησίων Ελλήνων. Άραγε, οι βουλευτές ή/και οι αρχηγοί των κομμάτων που αποχώρισαν από την Βουλή των Ελλήνων διατηρούν την βουλευτική και πολιτική τους ιδιότητα εκτός αυτής της Βουλής; Φυσικά και όχι! Γιατί αυτοίψηφίστηκαν να ανήκουν στη Βουλή των Ελλήνων. Επομένως, εκτός αυτής η βουλευτική και πολιτική ιδιότητα τους παύει, καθίστανται πλέον πρώην βουλευτές και πρώην πολιτικοί, αφού διέκοψαν τη σχέση τους με τη Βουλή των Ελλήνων και αποχώρησαναυτής.Ως εκ τούτου, η Βουλή των Γνησίων Ελλήνων ως μη έγκυρη Βουλή ό,τι απόφαση και αν λάμβανε θα ήταν άκυρη, καθώς αποτελείται από αυτό-ορκισθέντες υπουργούς και βουλευτές, που δεν είναι πιά πολιτικοί.

Αυτό το ανάλογο θα το μεταφέρω σιγά σιγά στην εκκλησιαστική πραγματικότητα.Αλλά πρώτα ας γίνει λόγος για το πώς εμφανίσθηκε το νέο ημερολόγιο. Η μέτρηση του χρόνου ήταν πάντοτε μια ανθρώπινη ανάγκη. Δια της παρατήρησης του ήλιου ή/και της σελήνης ο άνθρωπος μπορούσε να ορίσει το χρόνο. Έτσι, μέσα από τη παρατήρηση και καταγραφή των παρατηρήσεων προέκυψαν τα σεληνιακά, ηλιακά και σεληνο-ηλιακά ημερολόγια. Τόσο το παλαιό όσο και το νέο ημερολόγιο είναι ηλιακά ημερολόγια, δηλαδή,ο ορισμός του χρόνου στηρίζεται στη κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο (αλλά και γύρω από τον εαυτό της).

Στο παρελθόν τα επιστημονικά μέσα δεν είχαν την ίδια ακρίβεια που απέκτησαν στη πάροδο του χρόνου, δεδομένης της ανάπτυξης της επιστήμης. Φάνηκε, λοιπόν, ότι το νέο έτος δεν ξεκινούσε στο σωστό χρόνο, αλλά εορταζόταν νωρίτερα από τον κανονικό χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε να εορταστεί, λόγω επιστημονικών λαθών των ημερολογίων και μη ακριβούς χρήσης των εμβόλιμων μηνών. Το 1582 μ.Χ., διά του αστρονόμου Lilio,το παλαιό ημερολόγιο διορθώθηκε και ορίστηκε η μέση διάρκεια ενός έτους να αποτελείται από 365 ημέρες. Έτσι, προέκυψε το νέο ημερολόγιο, που ονομάστηκε Γρηγοριανό, διότι το 1582 μ.Χ. πάπας Ρώμης ήταν ο Γρηγόριος ΙΓ΄, ο οποίος θέσπισε τη χρήση του. Σταδιακά, μέσα στα χρόνια, τα κράτη της Ευρώπης -και ευρύτερα της Δύσης- υιοθέτησαν τη μεταρρύθμιση αυτή αναγνωρίζοντας την επιστημονική ακρίβεια του νέου ημερολογίου.

Τα Ορθόδοξα κράτη, όμως, εκδήλωσαν ενστάσεις προς αυτή την προτεινόμενη μεταρρύθμιση, η οποία θεωρούσαν ότι υποκρύπτει παπικές βλέψεις προς την Ανατολική Εκκλησία και πως αν υιοθετούσαν τον νέο ημερολόγιο θα πληττόταν η Ορθοδοξία, θα εφράγκευε η Εκκλησία. Μόλις, το 1896 μ.Χ. εκφράστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Γ΄ η ανάγκη ύπαρξης ενός κοινού ημερολογίου για τις χριστιανικές χώρες, και το 1902 μ.Χ. ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ζήτησε από τις Ορθόδοξες χώρες να εξετάσουν σοβαρά το εκκλησιαστικό αυτό ζήτημα.

Στην Ελλάδα, η Κυβέρνηση του 1918 μ.Χ., ξεκίνησε να συζητά επί του ημερολογιακού θέματος, ώστε η ελληνική πολιτεία να συμβαδίζει ημερολογιακά με τις υπόλοιπες χώρες. Τελικά, το 1923 μ.Χ., η ελληνική πολιτεία υιοθέτησε το Γρηγοριανό (νέο) ημερολόγιο, μέσω Βασιλικού Διατάγματος, φέρνοντας την Ελλαδική Εκκλησία προ τετελεσμένου. Πλέον, η 25 Μαρτίου δεν συνέπιπτε στο Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Με άλλα λόγια, η Εθνική Εορτή της Εθνεγερσίας εορταζόταν ξεχωριστά από την Εορτή του Ευαγγελισμού του Θεοτόκου.

Η Ελλαδική Εκκλησία δεν επιθυμούσε τη λήψη μονομερούς απόφασης επί του θέματος από πλευράς του Κράτους, αλλά καθότι αυτό συνέβη η Ελλαδική Εκκλησία βρέθηκε εκτεθειμένη απέναντι στο λαό. Αφού συσκέφθηκεμαζί με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και σε τοπικό επίπεδο ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α’ μελέτησε το ζήτημα με τους συνοδικούς πατέρες, πρότεινε την προσθήκη 13 ημερών στο Ιουλιανό ημερολόγιο. Το παλαιό ημερολόγιο υπολειπόταν 13 ημέρες σε σχέση με το νέο. Οπότε δια της προσθήκης 13 ημερών το θέμα λυνόταν, χωρίς να θιγεί το σημαντικό ζήτημα του χρόνου εορτασμού του Πάσχα. Έτσι, η Ελλαδική Εκκλησία πρότεινε ένα διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο ημερολογιακά συνέπιπτε με το Γρηγοριανό, για μην  υιοθετήσει το νέο ημερολόγιο και κλονιστεί η συνείδηση λαού και κλήρου. Με αυτό τον τρόπο, απέφευγε την σύγχυση του λαού (λόγω της χρήσης διαφορετικού εκκλησιαστικού και πολιτικού ημερολογίου παράλληλα) και συνέβαλε στη διατήρηση της Εκκλησιαστικής συνείδησης και συνοχής.

Ο χρόνος εορτασμού του Πάσχα απετέλεσε μια από τις αιτίες σύγκλησης της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ., Νίκαια Βιθυνίας) και ορίστηκε με βάση το παλαιό ημερολόγιο.Το Πάσχα ορίστηκε να εορτάζεται μετά την πρώτη πανσέληνο που θα ακολουθήσει την εαρινή ισημερία και κατά την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο και πριν από το Εβραϊκό Πάσχα.

Μέρος των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων αποτελούν οι Ιεροί Κανόνες, οι οποίοι, όπως όλες οι αποφάσεις των Συνόδων, ελήφθησαν, σύμφωνα με την παράδοση,  κατόπιν θείου φωτισμού των συμμετεχόντων Ιεραρχών των Συνόδων.Με το να θιγόταν, λοιπόν, κάποιος ιερός κανόνας θιγόταν η ιερότητα των αποφάσεων και η συνείδηση των πιστών. Γι’ αυτό, μέρος των Ορθοδόξων Εκκλησιών του 20ου αιώνα μ.Χ. εξέφραζαν διαφωνίες προς την υιοθέτηση άλλου ημερολογίου. Με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελέτιου Δ΄, το 1923 μ.Χ.,συγκλήθηκεΠανορθόδοξη Σύνοδος, η οποία αποφάσισε ότι η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου δεν σκοντάφτει σε δογματικά και κανονικής φύσεως προβλήματα, και πως είναι συμφέρον από επιστημονικής και πρακτικής απόψεως.Δια τις προσθήκης, 13 ημερών χωρίς να πειραχτεί ο χρόνος εορτασμού του Πάσχα και το εορτολόγιο, το πολιτικό με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο θα συμπορεύονταν άνευ προβλήματος.

Το 1924 μ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος υιοθέτησε το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο. Από το 1924 μ.Χ. και εξής, όμως, φανατικοί μοναχοί, ιερείς και λαϊκοί υπέρ του παλαιού ημερολογίου, άρχισαν να υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος εφράγκευσε, υπέκυψε στις παπικές πιέσεις, υιοθέτησε τον οικουμενισμό, άγεται από σκοτεινές δυνάμεις, κατέστη μασονική κ.λπ. Έτσι, σχηματίστηκαν παλαιοημερολογιτικές ομάδες, δηλαδή ομάδες πιστών που υποστήριζαν με μανία το παλαιό ημερολόγιο, αρνούμενοι τόσο το διορθωμένο Ιουλιανό όσο και το Γρηγοριανό (νέο) ημερολόγιο. Οι εν λόγω κύκλοι έδιναν στο ημερολόγιο δογματικό χαρακτήρα, ώστε έως και τις μέρες μας να γίνεται λόγος για το δόγμα του πασχαλίου.

Εν τέλει, το 1924 μ.Χ., οι υποστηρικτές του παλαιού ημερολογίου αποκόπτονται από την Εκκλησία της Ελλάδος και παύουν να την θεωρούν Εκκλησία τους.Ωστόσο, ακόμα δεν είχαν πνευματική ηγεσία.Από το 1924 μ.Χ. έως το 1934 μ.Χ., οι παλαιοημερολογίτες οργανώνονται και δημιουργούν συλλόγους, αλλά και διώκονται.Το μη ενδιαφέρον της Πολιτείας παγίωσε κάπως την κατάσταση, ώστε το 1935 μ.Χ., το πρόβλημα να μην έχει διευθετηθεί και να αρχίσει να γίνεται ανοικτά λόγος για Εκκλησία των Παλαιοημερολογιτών ή Γ.Ο.Χ. Οι αρχιερείς της επίσημης Ελλαδικής Εκκλησίας: Δημητριάδος Γερμανός, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος και Ζακύνθου Χρυσόστομος διαφωνούν με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου και εγκαταλείπουν την Εκκλησία της Ελλάδος, συντάσσονται με τους οπαδούς του παλαιού ημερολογίου, και καθίστανται η αρχική εκκλησιαστική ηγεσία των παλαιοημερολογιτών.

Με βάση το κανονικό δίκαιο, οι εν λόγω αρχιερείς παράκουσαν την Αρχή στην οποία ανήκαν, συνωμότησαν (τυρεία) κατά της Εκκλησίας δημιουργώντας παρασυναγωγή (δηλαδή ένα είδος εσωτερικού σχίσματος), εξυπηρετούσαν ιδιοτελείς σκοπούς (φατρία).Για όλα αυτά, η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τους έπαυσε, το 1935 μ.Χ. από τα καθήκοντά τους και τους καθαίρεσε από κάθε ιερατικό αξίωμα! Παρά ταύτα, οι τρείς αυτοί ιεράρχες χειροτόνησαν νέους επισκόπους και συγκρότησαν δική τους Σύνοδο. Προφανώς, πρόκειται για ψευδο-σύνοδο, ψεύδο-ιεράρχες και ψευδο-εκκλησία, αφού ουσιαστικώς αυτό-επιβεβαιώθηκαν στο αρχιερατικό αξίωμα, ενώ επίσημα ήταν πλέον απλοί μοναχοί. Η καθαίρεση ενός κληρικού του στερεί το ιερατικό αξίωμα και κάθε δικαίωμα να τελεί μυστήρια. Οπότε οι χειροτονηθέντες παλαιοημερολογίτες ιερείς και αρχιερείς κατέστησαν ιερείς  και αρχιερείς από καθηρημένους αρχιερείς.

Σταδιακά, από το 1937 μ.Χ. εμφανίζονται διαιρέσεις μεταξύ των παλαιοημερολογιτών, οι οποίες συνεχίζονται έως τις μέρες μας, σε σκληροπυρηνικές και μετριοπαθείς παρατάξεις σχηματιζόμενες γύρω από συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά και για λόγους αρχιερατικής ματαιοδοξίας, ώστε πλέον υπάρχουν πολλές Εκκλησίες παλαιοημερολογιτών.

Το όργανο που εκπροσωπεί την Εκκλησία είναι η Ιερά Σύνοδος. Ό,τι αποφασίζει η Ιερά Σύνοδος δεσμεύει την Εκκλησία (τόσο την διοίκηση, όσο και τους κληρικούς όσο και τον λαό) να υπακούσει στη Σύνοδο. Με την αποκοπή των παλαιοημερολογιτών, όμως, από την Εκκλησία της Ελλάδος αναδεικνύεται η απείθεια αυτών προς την Ελλαδική Εκκλησία και η υποτίμηση της αξίας και του ρόλου της Συνόδου.

Όπως οι πολιτικοί του αρχικού παραδείγματος, ομοίως το 1935 μ.Χ., κάποιοι αρχιερείς θεωρώντας εαυτούς πιο ορθοδόξους έναντι των συναδέλφων τους έφυγαν από την Εκκλησία της Ελλάδος και δημιούργησαν τη δική τους Εκκλησία. Φεύγοντας, όμως, έπαψαν να είναι ιερείς. Γι’ αυτό, κάθε μυστηριακή πράξη τους είναι άκυρη, μη έγκυρη, μη γενόμενη, αντικανονική. Γι’ αυτό, οι πιστοί της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. που κατανοούν την πλάνη τους και επιστρέφουν στην Εκκλησία της Ελλάδος ξαναπαντρεύονται, ξαναβαπτίζονται, τελούν μνημόσυνα στους νεκρούς τους, αφού τα παλαιοημερολογίτικα μυστήρια δεν έχουν εγκυρότητα, στερούνται κανονικότητας και θείας χάριτος.

Το παλαιοημερολογίτικο ζήτημα συνιστά ένα σημαντικό εκκλησιαστικό πρόβλημα, είναι έναν αιώνα τώρα αγκάθι στο σώμα της Εκκλησίας. Ένα απλό ημερολογιακό ζήτημα που αναδείχθηκε σε δογματικό ζήτημα και προκάλεσε σχίσμα, οδηγώντας σε πλάνη χιλιάδες χριστιανούς που διακονούνται υπό των παλαιοημερολογιτών, αλλά και χιλιάδες χριστιανούς της επίσημης Ελλαδικής Εκκλησίας οι οποίοι χρησιμοποιούν παλαιοημερολογίτες ιερείς για να τελέσουν άκυρες βαπτίσεις, άκυρους γάμους, άκυρες κηδείες, άκυρες εξομολογήσεις.

Όλες οι επίσημες Ορθόδοξες Εκκλησίες -αλλά και οι μη Ορθόδοξες- στον κόσμο αναγνωρίζουν την Εκκλησία της Ελλάδος ως επίσημη, κανονική και ισχύουσα Εκκλησία της Ελλάδος. Αντίθετα η αυτό-απομακρυνθείσα μερίδα των παλαιοημερολογιτών διέκοψε τις σχέσεις της με την επίσημη Ελλαδική Εκκλησία. Στη θεολογική γλώσσα, η διακοπή των σχέσεων και της επικοινωνίας μεταξύ Εκκλησιών ονομάζεται διακοπή των σχέσεων κοινωνίας. Κοινωνία σημαίνει επικοινωνία, συσχέτιση (σχέση) και μετοχή σε ένα σώμα.

Χωρίς ενότητα δεν υφίσταται Εκκλησία! Κέντρο της εκκλησιαστικής ενότητας είναι ο Χριστός και η σύναξη συγκροτείται γύρω από το πρόσωπο του Επίσκοπο, ο οποίος υπερασπίζεται και διασώζει την ενότητα. Δεν είναι κέντρο της εκκλησιαστικής ενότητας το ημερολόγιο ούτε η σύναξη συγκροτείται περί αυτού. Οι φανατικοί οπαδοί του Ιουλιανού ημερολογίου έδωσαν -και συνεχίζουν να δίνουν- βάση εις τα επουσιώδη.

Χρειάζεται να γίνει μια διάκριση, ανάμεσα σε εκείνους που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο και στους παλαιοημερολογίτες! Λόγου χάρη, το Άγιο Όρος και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο, αλλά δεν είναι παλαιοημερολογίτες. Δηλαδή ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο, χωρίς να το ανεβάζουν στο επίπεδο δογματικού ζητήματος και διατηρούν σχέσεις κοινωνίας με την Εκκλησία της Ελλάδος, την οποία αναγνωρίζουν ως επίσημη.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενέκρινε την λύση του διορθωμένου Ιουλιανού (1924 μ.Χ.) από την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και τη διατήρηση του παλαιού ημερολογίου στο Άγιο Όρους, το οποίο δεν διάκοψε τις σχέσεις κοινωνίας του προς Οικουμενικό Πατριαρχείο, προς την Εκκλησία της Ελλάδος και προς τις άλλες επίσημες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Γι΄ αυτό, υπάρχουν τα δίπτυχα των Εκκλησιών, δηλαδή τόμοι αλληλοαναγνώρισης των Εκκλησιών που βρίσκονται σε σχέσεις κοινωνίας (αλληλοκοινωνία) και σε ενότητα.Οι χώρες που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο χωρίς να έχουν αποκοπεί από την μία Εκκλησία του Χριστού, την σύμφωνη με το Δόγμα και με τους Ιερούς Κανόνες, την κοινωνούσα μετά των άλλων Εκκλησιών συνιστούν απλά Εκκλησίες που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο.

Αντίθετα, όσο κι αν οι παλαιοημερολογίτες αυτό-προσδιορίζονται ως Εκκλησία δεν είναι. Καμία επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τους αναγνωρίζει. Οι παλαιοημερολογίτες έπληξαν την εκκλησιαστική ενότητα και αυτό-αποκόπηκαν από την Εκκλησία της Ελλάδος χωρίς να συντρέχουν λόγοι δογματικοί ή/και κανονικοί λόγοι.

Οι παλαιοημερολογίτες ιερείς και Ιεράρχες εγκαταλείποντας την Εκκλησία της Ελλάδος για να ιδρύσουν την δική τους Εκκλησία, αυτή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, θεωρώντας εαυτούς πιο ορθούς ορθοδόξους από τους άλλους, έχασαν την αρχιερατική και ιερατική τους ιδιότητα και στερήθηκαν της αποστολικής διαδοχής. Γι’ αυτό, και τα μυστήρια της παλαιοημερολογίτικης Εκκλησίας είναι άκυρα. Γι’ αυτό, ως και οι παλαιοημερολογίτες ιερείς που επιθυμούν να επιστρέψουν στην Εκκλησία της Ελλάδος επαναχειροτονούνται.

Τι είναι αποστολική διαδοχή; Τώρα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών είναι ο Ιερώνυμος Β΄, πριν από αυτόν ο Χριστόδουλος, πριν από αυτόν ο Σεραφείμ και πάει λέγοντας, ώστε φτάνουμε στον πρώτο Επίσκοπο Αθηνών τον Άγιο Ιερόθεο, τον οποίο χειροτόνησε ο Απόστολος Παύλος (που τον επέλεξε ο Χριστός) και που τον χειροθέτησαν οι Απόστολοι-οι όροι χειροτονία και χειροθεσία δεν εμφανίζουν διαφορά νοήματος, στους χρόνους της πρώτης Εκκλησίας. Αυτή η σειρά Ιεραρχών και ιερών που η μία διαδέχεται την άλλη από την εποχή των Αποστόλων έως τις μέρες μας ονομάζεται αποστολική διαδοχή. Η αποστολική διαδοχή αποδεικνύει ότι η Εκκλησία είναι φορέας θείας χάριτος, είναι χριστοφόρα, είναι σε θέση να τελεί έγκυρα μυστήρια και είναι η μια αληθινή Εκκλησία. Η χάρη που ο Χριστός μετέδωσε στους Αποστόλους του είναι η ίδια χάρη που σήμερα λαμβάνουν οι αρχιερείς (και δι’ αυτών οι ιερείς) της επίσημης Εκκλησίας. Γι’ αυτό, όλες οι επίσημες Εκκλησίες διαθέτουν καταλόγους αποστολικής διαδοχής των Ιεραρχών τους. Η Εκκλησία των παλαιοημερολογιτών, από την άλλη, στερείται αποστολικής διαδοχής των Επισκόπων της, ως συνέπεια του διαχωρισμού-απομάκρυνσης από την κανονική Εκκλησία.

Οι παλαιοημερολογίτες επέλεξαν την αποκοπή τους από την κανονική Εκκλησία και είναι μια ψευδο-Εκκλησία. Η ανυπακοή, ο φανατισμός, η ακοινωνησία, η διακοπή της αποστολικής διαδοχής, το άκυρο των μυστηρίων, το σχίσμα (απόσχιση εκ του άραφου χιτώνα της Εκκλησίας), η συνομωσία, η απομόνωση, ο κατακερματισμός σε παλαιοημερολογίτικες παρατάξεις αλληλοαναθεματισμένες μεταξύ τους φανερώνουν ότι οι αυτό-προσδιοριζόμενοι ως Γ.Ο.Χ. δεν συνιστούν Εκκλησία. Όπου δεν υπάρχει Πνεύμα Άγιον, το οποίο συγκροτεί όλο τον θεσμό της Εκκλησίας, επέρχεται η κακή  αλλοίωση, ο κατακερματισμός, και, εν τέλει, το τέλος.

Κοινότητες παλαιοημερολογιτών υπάρχουν σε διάφορες ορθόδοξες χώρες, χωρίς να έχουν επίσημη αναγνώριση. Συνήθως ιερείς και ιεράρχες οι οποίοι υποστηρίζουν ζηλωτικά το παλαιό ημερολόγιο και καθαιρούνται από την επίσημη Εκκλησία στην οποία ανήκαν, λόγω ήθους ή/και απόψεων ή/και αυτό-αποσχιζόμενοι, ιδρύουν παλαιοημερολογιτικές εκκλησιαστικές κοινότητες ή εντάσσονται σε ήδη υπάρχουσες, τόσο στο εσωτερικό των χωρών τους όσο και σε επίπεδο διασποράς.

Όπως μια είναι η Βουλή των Ελλήνων, ομοίως μια είναι η Εκκλησία της Ελλάδος. Η ψευδο-Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. κλόνισε την μέχρι το 1924 μ.Χ. ενιαία και μια Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Η ψευδο-Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. δεν είναι Εκκλησία, τα μυστήρια της είναι άκυρα και αντικανονικά, τελούμενα από καθηρημένους και αυτό-χειροτονημένους ιερείς και επισκόπους, οι οποίοι ξεγελούν χιλιάδες ανθρώπους και εμπαίζουν -συχνά χωρίς να το κατανοούν- με τη στάση τους τα ιερά μυστήρια.

Κατά καιρούς προτάθηκαν ποικίλες λύσεις του παλαιοημερολογίτικου ζητήματος, όπως η χρήση ιερέων της επίσημης Ελλαδικής Εκκλησίας για τα μυστήριά τους, επιστροφή της Εκκλησίας της Ελλάδος στο παλαιό ημερολόγιο, σιωπηρή αναγνώριση της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ., σύγκληση Πανορθόδοξης συνόδου για διευθέτηση του θέματος, εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας για μετρά κατά της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ., διάκριση του υγιούς ευσεβούς παλαιοημερολογιτισμού από τους αγύρτες των Γ.Ο.Χ., υποχρεωτική επιστροφή αυτών στην Εκκλησία της Ελλάδος κ.λπ. αλλά έως στιγμής δεν έχει υπάρξει κάποια εξέλιξη. Δεδομένης της άγνοιας του μέσου ανθρώπου επί του θέματος, αλλά και με την ανοχή εκκλησιαστικών και πολιτικών προσωπικοτήτων σε θέσεις κλειδιά η κατάσταση δεν οδηγείται σε λύση.

Η Εκκλησία της Ελλάδος διαχειριζόμενη ποιμαντικά τα όποια προβλήματα, κάνει επιλογές σύμφωνες με το Δόγμα και τους Ιερούς Κανόνες, και επιλογές που ωφελούν και δεν μπερδεύουν το λαό που διακονεί και για τον οποίο προσεύχεται! Απομακρυσμένοι από τη «Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» στερούνται της χάριτος του Αγίου Πνεύματος οι αδερφοί μας παλαιοημερολογίτες.

Η Εκκλησία της Ελλάδος ουδέποτε υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο, αλλά μια διορθωμένη εκδοχή του παλαιού, ένα νέο διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο και αποτελεί το ακριβέστερο ημερολόγιο που έχει υπάρξει έως τώρα.

 

Προτεινόμενη ενδεικτική βιβλιογραφία

Αλεξόπουλος, Ι. († Μητροπολίτης Δημητριάδος) (1948). Το παλαιοημερολογιτικό ζήτημα εν Ελλάδι. Βόλος.

Εκκλησία της Ελλάδος (1971). Το ημερολογιακόν ζήτημα. Εισήγησις προς την Πανορθόδοξον Μεγάλη Σύνοδο. Αθήναι.

Θεοδοσίου, Ε. (2003). Το νέο διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο. Στη Χριστιανική (Πέμπτη, 10/4/2003), 656,  σελ. 8.

Λεβέντης, Ν. (2015). Συνοπτική επισκόπηση της γένεσης και εξέλιξης του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος στην Ελλάδα. Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερσονήσου, 6(2), 406-422.

Κάτσης, Δ. (1962). Ημερολόγιον. Στη Θ.Η.Ε., τ. 6. Αθήναι.

Ματζουνέας, Ε. (1993). Περί του ημερολογίου της Ελλαδικής Εκκλησία. Αθήνα: Αποστολική Διακονία της Εκκλησία της Ελλάδος.

Πανώτης, Α. (1962). Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών ή Παλαιοημερολογιτών. Στη Θ.Η.Ε., τ. 1. Αθήναι.

Παρασκευαϊδης, Χ. († Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) (1982). Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξην αυτού εν Ελλάδι (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης). Αθήναι.

Πρακτικά και αποφάσεις του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου. 10/5/1923-10/6/1923, Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο.