Τα όρια του ιεραποστολικού – κοινωνικού έργου

25 Νοεμβρίου 2022

A. Ιεραποστολή: Πρόκειται για μια λέξη, το νόημα της οποίας έχει τύχει μεγάλων παρεξηγήσεων και παρερμηνειών. Θα μπορούσε ίσως κάποιος εκ των υστέρων, να προσδιορίσει με την λέξη αυτή και την προσπάθεια των Αποστόλων να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σ’ όλο τον κόσμο[1].

Βέβαια ο ίδιος ο Χριστός για το ίδιο θέμα χρησιμοποίησε τις λέξεις «μαθητεία», «βάπτισμα», «διδασκαλία», δίνοντας χαρακτήρα τριαδολογικό και χριστολογικό στο Αποστολικό έργο: «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος… »[2]. Στην παράδοση των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, εμπεδώθηκε από τους αποστόλους και τους αγίους Πατέρες η τακτική αυτή που δίδαξε ο Χριστός και την οποία υιοθέτησε η Εκκλησία.

Το νόημα της Ιεραποστολικής δράσης σύμφωνα με τα προηγούμενα στην Ορθόδοξη παράδοση κατανοείται ως εξής: ο ιεραπόστολος αφού πρώτα έχει γίνει «αυτόπτης», «αυτήκοος» και «μιμητής» της ζωής και της αναστάσεως του Χριστού, είτε πραγματικά (απόστολοι – πρώτοι χριστιανοί), είτε πνευματικά «κατά χάρη και μετοχή» (Άγιοι Πατέρες – όλοι οι συνειδητοί Χριστιανοί), και αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει «φωτισθεί» ο ίδιος, εξέρχεται να μεταδώσει το φως που ο ίδιος κατέχει στους συνανθρώπους του, εν πλήρει ταπεινώσει και υπακοή στην Εκκλησία, χωρίς κανένα προσωπικό, υλικό ή άλλο όφελος ή στόχο, φανερό ή αφανή. (Παράδειγμα τέτοιας ιεραποστολής είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός)[3].

Στην ορθή αυτή ιεραποστολή δράση είναι αυτονόητο πως διασώζεται πάντοτε ο πολιτισμικός και εθνικός χαρακτήρας κάθε λαού, εξαιρουμένων μόνο εκείνων των στοιχείων ή παραδόσεων που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας (κορυφαίο παράδειγμα είναι οι εκχριστιανιστές των Σλάβων Ορθόδοξοι Έλληνες Ιεραπόστολοι, Κύριλλος και Μεθόδιος)[4].

Αντιθέτως, όταν η Ιεραποστολή συνδέεται με οικονομικά συμφέροντα και επεκτατικές διαθέσεις όταν καταστρατηγεί την ελευθερία και ταυτότητα των υπό «φωτισμό» λαών, (κάτι που κατά κόρον έχει πράξει ο Δυτικός χριστιανισμός σε πολλά σημεία της υδρογείου και σε πολλές εποχές)[5], τότε εκπίπτει του πραγματικού της νοήματος.

Χαρακτηριστική είναι η «ιεραποστολική» προσπάθεια που ενεργήθηκε μετά το 1830 από Προτεστάντες μισσιοναρίους[6] (ιεραποστόλους) στην Ελλάδα. Είναι κι αυτή μια περίπτωση «ιεραποστολής», που δε σεβάστηκε την ορθόδοξη παράδοση και ηθική της χώρας στην οποία ενεργήθηκε, αλλά την αλλοίωσε σημαντικά.

Οι Ιερές Μονές επίσης έχουν αναλάβει δραστηριότητες ιεραποστολικές. Στην Ορθοδοξία οι δραστηριότητες αυτές είναι αξιοσημείωτο ότι επικεντρώνονται στις υπέρ του σύμπαντος κόσμου προσευχές των μοναχών, στις εκδόσεις βιβλίων και στην ποιμαντική-συμβουλευτική συνδρομή, χωρίς ιδιαίτερες άλλες «κοινωνικές» δραστηριότητες (Εξαιρούνται οι εποχές που το Κράτος δε διέθετε ακόμα οργανωμένο σύστημα Υγείας και Πρόνοιας οπότε οι μοναχοί προσέφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους σε άσυλα, νοσοκομεία, γηροκομεία κλπ).

Στη Δύση αντίθετα, ακόμα και σήμερα ο μοναχισμός έχει «κοινωνικό» προσανατολισμό, γεγονός που του στερεί πνευματικότητα και ποιότητα, σε σύγκριση με τον ορθόδοξο μοναχισμό ο οποίος όταν διάγει καλώς, βιώνει και εκφράζει την αληθινή εν Χριστώ κοινωνία.

B. Κοινωνικό -φιλανθρωπικό έργο: ανάλογο με το παραπάνω θα πρέπει να είναι το πλαίσιο λειτουργίας για το επιτελούμενο κοινωνικό -φιλανθρωπικό έργο .Στην προσωπική του εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή, ο πιστός ,κληρικός και λαϊκός καλείται ή επιθυμεί συχνά να ενεργήσει «ιεραποστολικά» – «φιλανθρωπικά» συμπαραστεκόμενος ποικιλοτρόπως στο συνάνθρωπό του, κάθε ηλικίας, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και μέσα από φιλανθρωπικές οργανώσεις ή δημόσιες, ιδιωτικές ή εκκλησιαστικές δομές.

Αξία και σωτηριολογική προοπτική, έχει το κοινωνικό-φιλανθρωπικό εν Χριστώ έργο, όταν αυτό γίνεται , με ταπείνωση, καθαρότητα και πραγματική αγάπη, τηρουμένου εν τη πράξει από τους ενεργούντες αυτό, του πνευματικού και ηθικού πλαισίου του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας, [6] του Θεσμικού-Νομικού πλαισίου της Πολιτείας, της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας, της Επιστήμης, της Παιδαγωγικής Ψυχολογίας, και όλα αυτά στον υπέρτατο βαθμό όταν πρόκειται για παιδιά.

Εκ των ων ουκ άνευ, είναι από εκκλησιολογικής πλευράς, η υπαγωγή κάθε ιεραποστολικής -φιλανθρωπικής δράσης στην έγκριση και ευλογία του οικείου Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως στην οποία ανήκει ο κληρικός ή λαϊκός που διενεργεί την εκκλησιαστική κοινωνική-φιλανθρωπική δράση.

Με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγεται η αντικειμενοποίηση -εγωιστική εκμετάλλευση του συνανθρώπου στο επίπεδο μιας «πνευματικής» ή υλιστικής χρηστικότητας[7], κατά την οποία ο συνάνθρωπος και το φιλανθρωπικό-κοινωνικό έργο εκλαμβάνονται από τους διενεργούντες αυτό, ως μέσα ατομικής σωτηρίας, προβολής , αυτάρκειας, ικανοποιήσεως φιλοδοξιών ή παθών, με συχνό αποτέλεσμα τον εύλογο σκανδαλισμό, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στον εθελοντισμό και την απαξίωση των θεσμών.

Η Βασιλειάδα, με τον επικεφαλής αυτής Μέγα Βασίλειο, παραμένει σημαντικό διαχρονικό παράδειγμα ποιότητας κινήτρων, πνευματικής καλλιέργειας και ασκητικής ετοιμότητας, εμφανών διαδικασιών και θετικών αποτελεσμάτων, για την κοινωνική-φιλανθρωπική-ιεραποστολική προσφοράς από κληρικούς και λαϊκούς. Άλλωστε η ζωή του Μεγάλου Καππαδόκη Επισκόπου Καισαρείας αποτελεί και πρέπει να είναι πρότυπο για όλους, κληρικούς και λαϊκούς.

Εξυπακούεται δε, ότι και όλα τα παρόμοια με τα αναφερθέντα αρνητικά κίνητρα «ιεραποστολής»-κοινωνικής -φιλανθρωπικής προσφοράς, δεν συμβάλλουν στο παραμικρό, στην ουσιαστική πορεία και ένωση των ανθρώπων με τον Θεό και στη σωτηρία τους. Δεν έχουν ούτε μπορούν ν’ αποκτήσουν διάσταση υπαρξιακή και σωτηριολογική, δεν έχουν συνάφεια με την εν χριστώ φιλοσοφία,[9]. Άλλωστε, κάθε τι που δεν έχει ως κίνητρο την αγάπη που δίδει ο Θεός είναι καταδικασμένο στη στειρότητα και τον θάνατο [10].

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1.Μαντζαρίδη Ι. Γ., Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Εκδ. Πουρναρά, Κεφ. 1,3.
2.Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 28, 19.
3.Μεταλληνού, Γ., Παράδοση και αλλοτρίωση, Εκδ. Δόμος, Κεφ. 3.
4.Φειδά, Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήναι 1994, Κεφ. Α’,
5.Φειδά, Βλ., όπ. παρ., Κεφ. Η’,
6.Κωστοπούλου Κυρ. Δρ.Θεολ., Περί την ορολογία των ιερών κανόνων του Μ. Βασιλείου (Υπό το φως του λοιπού έργου του), εκδ, Γρηγόρη, Αθήνα 2009.
7.Μεταλληνού Γ., όπ. παρ., σελ. 287κ.ε.
8.Φλωρόφσκυ Γ., Χριστιανισμός και Πολιτισμός, εκδ. Πουρνάρα, σελ. 21.
9.Τερέζη, Χρ., Καθηγητή Φιλοσοφίας, Η θέση της ελληνικής φιλοσοφίας στην Ορθόδοξη Ανατολή (Σπουδή στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά), Εκδ. Παυρναρά, Θεσσαλονίκη, 1995
10.Max Weber, Η προτεσταντική Ηθική, εκδ. Gutenberg, σελ. 112 Κ.ε. Ιωάννου, Επιστολή Α’, 3, 14.