Υπόγειο

28 Δεκεμβρίου 2022

Ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που πάταγε ξανά το χώμα της Σμύρνης, αρχές του ΄90.  Ο παππούς του ο πρόσφυγας δεν κατάφερε να επιστρέψει, αν και κάτι που έλεγε πως δεν το’  ΄θελε κιόλας. Ο πατέρας του το αμέλησε. Εκείνος όμως, μεσήλικας πια, το πήρε απόφαση. 

Τη Σμύρνη την ήξερε απέξω και ανακατωτά και ας μην είχε πάει ποτέ. Ο παππούς του, με τη γλυκιά του φωνή, άνοιγε συχνά μπροστά του τον χάρτη της πόλης και τον ξεναγούσε στα σοκάκια και τους κήπους της. Στα παιδικά του μάτια ο χάρτης γινόταν τρισδιάστατος και νιώθεις συχνά σαν να γεύονταν ο ίδιος την ευτυχία των κατοίκων της που ακόμα δεν ήξεραν τι τους περιμένει. Και εκεί, στη γειτονιά του… ένας κόκκινος κύκλος: Το σπίτι τους!

Όταν πάτησε το πόδι του στην προκυμαία, δεν αναγνώρισε τίποτα. Με υπολογισμούς και αρκετή φαντασία έφτασε στη συνοικία Μπασμανέ. Βρέθηκε μπροστά σε ένα δίπατο σπίτι, δίπλα στην εκκλησία του Άη Βούκλα. Χτύπησε την πόρτα, χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες. Του άνοιξε ένας συνομήλικός του Τούρκος με λίγο καχύποπτο βλέμμα. Τον ρώτησε στα αγγλικά αν κάποτε έμενε εκεί η οικογένεια Βισβάρδη. Ο οικοδεσπότης έμεινε για λίγο σιωπηλός και έμεινε να τον εξετάζει με τα μάτια. Μετά από λίγες στιγμές, σε αρκετά καλά Αγγλικά, τον ρώτησε γιατί ενδιαφέρεται.

«Ήταν εδώ το σπίτι του παππού μου πριν την καταστροφή», του είπε.

Ο οικοδεσπότης άνοιξε λίγο περισσότερο την πόρτα και αφού κοίταξε δεξιά και αριστερά το δρόμο, τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει.

Δίπλα στην κουζίνα, κατέβηκαν μια σκάλα που οδηγούσε σε μία πόρτα. Ο οικοδεσπότης την άνοιξε κι εκείνος βρέθηκες σε ένα μικρό δωμάτιο, φωτισμένο από λίγα καντήλια. Γύρω-γύρω κρέμονταν μισοκαμμένες εικόνες. Κάποιες έγραφαν από πίσω ονόματα γνωστά του και ημερομηνίες. Είπαν πολλά και όταν βγήκε από το σπίτι, σε μία μικρή απλή σακούλα για τα ψώνια, βρέθηκε να μεταφέρει με προσοχή κάτι,  τυλιγμένο σε λινό, άσπρο ύφασμα.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, στη γιορτή του, συγγενείς και φίλοι είδαν για πρώτη φορά κρεμασμένη στο σαλόνι μία μισοκαμμένη εικόνα της Παναγίας.

«Τι την θέλεις αυτήν εδώ;», ρώτησε η ξαδέρφη του, «αυτή είναι καταστραμμένη!»

Όμως εκείνος δεν της απάντησε. Είχε δώσει όρκο στην ψυχή του παππού του.