Με το καφεδάκι

25 Δεκεμβρίου 2022

«Σπύρο μου! Έλα, κάτσε!»

Ο κυρ Σπύρος προχώρησε στο βάθος το μεγάλου καφενείου στο τέλος της οδού Αθηνάς, προς το Μοναστηράκι. Ο κυρ Λεωνίδας είχε φτάσει νωρίτερα. Χαιρετήθηκαν κι έμειναν με τα χέρια ενωμένα ακόμη κι όταν κάθισαν. Σαν κάτι νά ΄παιρνε ο ένας απ΄ τον άλλον. Βάλθηκαν να κοιτάζονται σιωπηλοί, με βουρκωμένα μάτια.

Θά ‘ταν το πρώτο καφεδάκι τους, απ’ όταν ήρθαν από την Πόλη, αμέσως μετά τα Σεπτεμβριανά του ΄55. Τρεις μέρες τους έδωσαν να μαζέψουν το βιός τους. Σπίτι τους, κάτι μικρά διαμερίσματα στου Ψυρρή, τα μπαούλα και οι κούτες ήταν ακόμα κλειστά. Κλειστή ήταν και η καρδιά τους, σα νά ΄θελε να κρατήσει ζωντανές όλες τις μνήμες, ανάμεσά τους και τ΄ όμορφο καφενείο, πάνω στο Βόσπορο. Εκεί πού, χρόνια ολόκληρα μετά τη σύνταξή τους, ρουφούσαν παρέα το άρωμα του καφέ, μαζί με τ΄ αρώματα της πιο όμορφης πόλης του κόσμου.

«Πού ήρθαμε, βρε Σπύρο;», μίλησε ξανά ο κυρ Λεωνίδας. «Τι κακοτροπιά είν΄ αυτή, τι βλαστήμιες είναι αυτές; Χειρότεροι από αντίχριστους! Θα μου πεις, δεν είναι όλοι έτσι, αλίμονο! Υπάρχει όμως κάτι, βρε Σπύρο που δεν μπορώ να το χωνέψω. Κοίτα λίγο στα μπαλκόνια, έξω».

Έστρεψαν και οι δύο το βλέμμα τους. Πίσω από τη μεγάλη τζαμαρία το καφενείου, βάλθηκαν να διαβάζουν τις ταμπέλες που κρέμονταν από τα μπαλκόνια των νεοκλασσικών σπιτιών. Οι πιο πολλές ήταν για δικηγορικά γραφεία. Από την καρέκλα τους μπορούσα να δουν δέκα και δεκαπέντε επιγραφές δικηγόρων.

«Που ήρθαμε, βρε Σπύρο; Σε χώρα απατεώνων; Τόση δουλειά έχουν εδώ οι δικηγόροι; Εμείς στην Πόλη δίναμε τα χέρια κι ήταν σαν νά ΄χουμε υπογράψει το πιο βαρύ συμβόλαιο. Όλοι άτιμοι είναι εδώ;»
Βυθίστηκαν για λίγο στη σιωπή.

«Άστα, βρε Λεωνίδα, είπε ο κυρ Σπύρος. «Θα συνηθίσουμε. Εσύ πώς πας;»

Και βάλθηκαν να ρουφάν το καφεδάκι τους.