† Μητροπολίτης Αμφιλόχιος: Αυτό που ζητάει ο άνθρωπος είναι την ανοιχτή καρδιά, τη φιλανθρωπία του Χριστού!

15 Δεκεμβρίου 2022

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Μαυροβουνίου και Παραθαλασίας (πρώην Βανάτου) κυρός Αμφιλόχιος Ράντοβιτς (1938-2020).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 Για την συντριβή της καρδίας
και άλλα πνευματικά θέματα – απαντήσεις
του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου Βανάτου κ. Αμϕιλοχίου

Τις απαντήσεις αυτές έδωσε ο Σεβασμιώτατος σε ερωτήσεις που του απηύθηναν, αδελφοί της Ιεράς Μονής μας [της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους] κατά την επίσκεψί του σ’ αυτήν την 21η Νοεμβρίου 1986. Ο Σεβασμιώτατος είναι, ως γνωστόν, πνευματικόν τέκνον του μακαριστού και αγίου αρχιμανδρίτου, π. Ιουστίνου Πόποβιτς [νυν οσίου Ιουστίνου]. Ο Σεβασμιώτατος είναι και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Βελιγραδίου.

 

Ερώτησις: Σεβασμιώτατε, παρακαλούμε να μας ειπήτε λόγους πνευματικής οικοδομής από τη πείρα σας. Τι πρέπει ως μοναχοί κυρίως να επιδιώξουμε;
Απάντησις: Την συντριβή της καρδίας αυτό που λέμε στον 50ο ψαλμό «πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον». Εάν δεν συντριβή η καρδία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αισθανθή το μυστήριον της πραγματικής χαράς. Δεν το αισθάνεται όσο η πίστις μένει εγκεφαλική, διανοητική γνώσις, ακόμη και γνώσις του Ευαγγελίου, της Δογματικής (των δογμάτων της Εκκλησίας), όσο ο σπόρος δεν έχει πέσει μέσα στην καρδιά, όσο δεν έχει ακόμη μαλακώσει η καρδιά.

Το μαλάκωμα της καρδιάς!

Το λέω εδώ, σε σας τους Αγιορείτας που ζήτε καθημερινά αυτό το πράγμα, ενώ εμείς εκεί στον κόσμο λίγες φορές το αισθανόμαστε, όταν μας δίδη ο Θεός από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του Κυρίου.

Προχθές που πέρασα από την πόλι Νύσσα, είχε μαζευθή μια ομάδα νέων ανθρώπων σε μια αίθουσα, την οποία τώρα τελευταία ένας φοιτητής μας της Θεολογικής Σχολής, είναι ναυτικός αυτός και με τον αδελφό του άνοιξε αυτή την αίθουσα εκθέσεων και της έδωσε το όνομα Σαλβαδόρ Νταλί. Με πήρε τηλέφωνο να μου το ανακοινώση.

Και του λέω: «Ευλογημένε, που βρήκες αυτό το όνομα Σαλβαδόρ; Δεν βρήκες κανένα άλλο όνομα να δώσης στην αίθουσα»;
Λέει: «Τι άλλο όνομα, τώρα το έγραψαν και οι εφημερίδες, το έδειξε και η τηλεόρασι».
Και λέω: «Δώσε ένα άλλο όνομα, εδώ έχουμε τέτοιους ζωγράφους! Στην Νύσσα, τη γενέτειρα του Μ. Κωνσταντίνου!… Δώσε «Αστραπάς».
«Ποιος είναι αυτός»; μου λέει.
Λέω: «Θα σου εξηγήσω άλλη φορά».

Και πραγματικά το έκανε «Αστραπάς» [Θεσσαλονικείς αγιογράφοι Μιχαήλ και Ευτύχιος Αστραπάς]. Λοιπόν τώρα, περνώντας από εκεί, με κάλεσε να ιδώ την έκθεσι και επ᾽ ευκαιρία είχε μαζέψει μια συντροφιά φίλων, νέους, κοπέλες κλπ. Με πλησίασε ένας απ᾽ αυτούς (καλλιτέχνης ήταν, δεν ξέρω).

Μου έκανε εντύπωσι η προσοχή των ανθρώπων. Ήταν όλοι τους άνθρωποι κοσμικοί.

Με ρώτησε λοιπόν: «Τι είναι προσευχή; Εγώ, λέει, είμαι άθεος».
Και προσπαθούσα να του εξηγήσω. Θυμήθηκα εκείνες τις εμπειρίες, εκείνους τους αγίους ανθρώπους που είδα εδώ στο Άγιον Όρος. Τι να του δίνω, διανοητικές ερμηνείες και ορισμούς; Γι αυτόν είναι τελείως απρόσιτο αυτό και δεν τον ενδιαφέρει. Αλλά όταν του ανέφερα μερικά παραδείγματα, τον είδα να παρακολουθεί με πολλή προσοχή αυτά που έλεγα. Γιατί αυτό που έχω ιδεί, που έχω ζήσει, που υπάρχει σ’ αυτόν εδώ τον χώρο, είναι πολύ σημαντικό. Είναι η εμπειρία του μεταμορφωμένου ανθρώπου διά της μετανοίας και της συντριβής της καρδίας.

Και αυτό φανερώνει το παράδειγμα που ανέφερα με τον Ρώσο ιερομόναχο που δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, επειδή πλήγωσε τον αδελφό του. Αυτό δείχνει ότι είχε Χριστό
μέσα του. Οπωσδήποτε μ’ αυτό έχει σβήσει πολλές αμαρτίες, όπως λέει και το Ευαγγέλιο: όποιος αγαπά πολύ, πολύ θα του συγχωρήση ο Κύριος.

Αλλά στον κόσμο είναι δύσκολο να αποκτήση κανείς την συντριβή, πολύ δύσκολο! ΄Η καρδιά γίνεται πέτρα. Διότι η ζάλη του κόσμου, αυτή η εξωστρέφεια, σε τραβάει. Πηγαίνεις-πηγαίνεις και δεν έχεις καιρό να καθίσης να κυττάξης την καρδιά, να μπης πιο μέσα.

Γι’ αυτήν την έσω εργασία μού έλεγε μία ρωσίδα, διά Χριστόν σαλή, την οποία γνώρισα προ τριετίας στο Πέτρογκραντ, σ’ ένα ρωσικό νεκροταφείο. Την βρήκα να μαζεύη κάτι χαρτιά παριστάνοντας την σαλή. Ήμουν μ’ έναν Ιερομόναχο. Την χαιρέτησα, και αυτή από κάτω με κυττούσε με τέτοια αγνότητα και καθαρότητα στα μάτια που σπανίως έχω ιδεί.

Με κυττούσε-με κυττούσε και μου είπε σε μια στιγμή: «Πιο βαθειά πάτερ, πιο βαθειά!… Κατάλαβες; όχι γύρω, όχι γύρω. Όχι απ᾽ έξω, πιο μέσα, πιο μέσα… κατάλαβες»; «Κατάλαβα».
Λέει πάλι: «Στο βάθος πάτερ, ου ντουμπίνου μπάτουσκα…».

Υπάρχει εκεί ένα ψηφιδωτό που παριστά τον Κύριο πάνω σ’ ένα τάφο, πάει πολύς κόσμος να προσκυνήση και γίνονται θαύματα. Και έλεγε «Τι χαρά που μας δίνει ο Κύριος, όταν λάμψη ο ήλιος μέσα από τις ψηφίδες; λάμπει το πρόσωπο του Κυρίου»!

Κι έλαμπε το δικό της πρόσωπο!… Έχει έλθει η καημένη από τη Σιβηρία.

Και της λέω: «πώς από τόσο μακρυά»;
Λέει: «Πάτερ εκεί στα μέρη μας δεν υπάρχει ναός και εγώ χωρίς ναό δεν μπορώ να ζήσω. Καταλαβαίνεις; Έφυγα από εκεί, ζω εδώ, μαζεύω τα παλιά χαρτιά στα σκουπίδια και είμαι ευχαριστημένη. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο· έχω τον Κύριο».

Και όταν φεύγαμε: «Και να μη ξεχάσης, μπάτουσκα, να μη ξεχάσης, ο Κύριος είναι μεγάλη χαρά!… άκουσες; Μεγάλη χαρά ο Κύριος»!

Σ᾽ αυτή τη γυναίκα έζησα τον λόγο του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, αυτόν που έλεγε στον καθένα: «χαρά μου». Ήταν ολοφάνερο ότι αυτή γυναίκα δεν έβγαινε από τον ναό και εκεί απόκτησε αυτό το πνεύμα, το αιώνιο πνεύμα της συντριβής, οποίο ριζώθηκε μέσα της.

Και εδώ, το Άγιον Όρος παρέμεινε και είναι φυτώριο τέτοιων ψυχών, και αυτό είναι παρηγοριά για όλη την Εκκλησία και για όλη την οικουμένη. Βλέπετε τώρα τους νέους ανθρώπους που έρχονται εδώ και βρίσκουν ανάπαυσι.

Χθες το βράδυ πέρασα από το κελλί του π. Π. Ήλθε ένας νεαρός από τη Θεσσαλονίκη ταραγμένος και ρώτησε: «Θέλω τον π. Π» [Μάλλον αναφέρεται στον όσιο Παΐσιο]. Κι εκείνος του απάντησε όπως ξέρετε: «Τι τον θέλεις τον καημένο! Πάρε ένα λουκούμι και πήγαινε εκεί στη βρύση, έχει ωραία λιακάδα…». Επίτηδες.

Σήμερα πάλι τον είδα στη Μονή Σταυρονικήτα και μου λέει: «Συγγνώμη, Σεβασμιώτατε, που σας διέκοψα χθες».
Λέω: «Έκανες τη δουλειά σου»; Πετούσε από τη χαρά.
Λέει: «Αυτό είναι που ζητούσα. Έχω γεμίσει από την ειρήνη»!
Τον αγκάλιασα και του λέω: «Μπράβο, παιδί μου! Να μ’ είχες διακόψη ακόμα δέκα φορές»!

Ήταν τόσο θλιμμένος όταν ήλθε. Και τον έβλεπα πόσο αγνώριστος ήταν σήμερα.

Συνάντησε αυτό το πράγμα, βρήκε κάποια ζεστασιά, συνάντησε τον πραγματικό άνθρωπο, αυτή την ανοιχτή καρδιά, αυτή τη φιλανθρωπία του Χριστού, τα σπλάχνα οικτιρμών. Αυτό είναι που ζητάει ο άνθρωπος ανέκαθεν, ιδιαίτερα σήμερα. Θέλει αυτά τα σπλάχνα οικτιρμών. Βέβαια λιγόστεψαν οι τέτοιοι άνθρωποι στον κόσμο, ποτέ όμως δεν υπήρχαν πολλοί. Ανέκαθεν αποτελούν το μικρόν ποίμνιον, χωρίς αυτούς όμως ο κόσμος δεν θα μπορούσε να ζήση.

Κάποια εβραϊκή παράδοσι λέει πως ο κόσμος κρατιέται πάνω στους 35 δικαίους. Όσο υπάρχουν 35 δίκαιοι άνθρωποι στον κόσμο, ο κόσμος θα έχη ακόμη ζωή. Όταν λείψουν. τότε ερχόμαστε στα έσχατα. Και οπωσδήποτε υπάρχουν μέχρι σήμερα τουλάχιστον τόσοι· εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν και περισσότεροι που έχουν αυτή την θεία φιλανθρωπία, η οποία γεννάται από συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδία.

Συνεχίζεται

Απόσπασμα από την ετήσια έκδοση της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου «Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β’, έτος 1988, τεύχος 13.