Σημαία

14 Δεκεμβρίου 2022

– Πατριώτη, να σου αλλάξω τη σημαία;

– Άσε, δεν περισσεύουν για τέτοιες πολυτέλειες.

– Δώρο από μένα πατριώτη, που έρχομαι για πρώτη φορά στον τόπο σου.

Αυτός, πάνω κάτω, ήταν ο διάλογος ανάμεσα στον Μελέτη τον πραματευτή και σ΄ όποιον μπορεί να βάλει ο νους σου: καταστηματάρχη, νοικοκυραίο και νοικάρη, προϊσταμένο σε μεγάλα κτίρια, κοινοτάρχη, ακόμη και δήμαρχο. Τριάντα χρόνια, από τις αρχές του ΄50 μέχρι τέλη του ΄70, ο Μελέτης να γυρίζει με το φορτηγάκι του τα χωριά της Ελλάδας, πουλώντας υφάσματα, ρούχα και είδη προικός. Δεν υπήρχε χωριό να μην είχε φτάσει, δεν υπήρχε χωματόδρομος να μην τον είχε ταξιδέψει. Και πάντα, στο βάθος της κλειστής καρότσας, μία μικρή στοίβα από ολοκαίνουργιες, προσεκτικά διπλωμένες ελληνικές σημαίες.

Δύο σημαίες είχαν χαράξει την καρδιά του. Η πρώτη, μεγάλη και λαμπερή κάτω από τον πρωινό ήλιο της αποβάθρας της Σμύρνης, εκείνο το πρωινό της 2ας  Μαΐου 1919. Την κρατούσε ένας ψηλός λεβέντης αξιωματικός που πρώτος κατέβηκε από το πολεμικό πλοίο. Στη Σμύρνη μπορεί ν΄ ανέμιζαν χιλιάδες σημαίες, όμως ο Μελέτης δεν ξέχασε ποτέ αυτή τη μεγάλη πρώτη σημαία που έβαψε στα λευκά και στα γαλάζια την δεκάχρονη ψυχή του για πάντα.

Η δεύτερη σημαία, τρία χρόνια μετά. Σημαία μαυρισμένη και κουρελιασμένη, που τη κρατούσε ένας λοχαγός. Πίσω του ένας αποδεκατισμένος και εξαθλιωμένος λόχος, ο τελευταίος που εγκατέλειψε τη Σμύρνη πριν τη σφαγή. Αυτή η δεύτερη σημαία του μαράζωσε την καρδιά. Και η θύμηση της άλλης της πρώτης, του έκανε τον πόνο του πιο αβάσταχτο. Τι κι αν ήταν 13 χρονών παιδάκι; Τάμα το ΄κανε, τέτοια κουρελιασμένη σημαία, ό,τι μπορεί να κάνει στη ζωή του να μην ξαναδεί.

Με το φορτηγάκι του, που χρεώθηκε να τα αγοράσει λίγο μετά τον πόλεμο, άρχισε να γυρίζει σε πόλεις και χωριά. Όταν το μάτι του έπεφτε σε σκισμένη σημαία, είτε σε κτίρια δημόσια, είτε σε σπίτια, είτε σε μαγαζιά, έπαιρνε μία από τις ολοκαίνουργιες τις δικές του και μόνος του σκαρφαλώνει να την αλλάξει. Και όταν την έβλεπε να κυματίζει, περήφανη και λαμπερή, ήταν σαν να υποδεχόταν πάλι εκείνον τον ψηλό λεβέντη αξιωματικό στη γαλανόλευκη Σμύρνη που ζούσε πια μόνον στην καρδιά του. Εκεί, πού δεν μπορούσε να την κάψει κανείς.